Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

Από την «εκμετάλλευση» στον «αποκλεισμό»

Αφού μελέτησα τον τελευταίο προβληματισμό του Β. Γκάτσου, μου ΄ρθε να σας στείλω αυτό
Έλλη Βασιλάκη

Από την «εκμετάλλευση» στον «αποκλεισμό»
του Κ. Τσουκαλά *
Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Οπως και στο παρελθόν, έτσι και σήμερα η πρόοδος για την οποία επαιρόμαστε δεν φαίνεται να μπορεί να προχωρήσει δίχως τα «θύματά» της. Οταν η κοσμοϊστορική αλλαγή του νεότερου κόσμου άρχιζε με δειλά ακόμη βήματα πριν από δύο περίπου αιώνες, οι ποιητές και οι φιλόσοφοι εξέφραζαν την κατάπληξη και τον αποτροπιασμό τους μπροστά στις φρικτές συνθήκες διαβίωσης και εργασίας στα πρωτόγονα εργοστάσια και ανθρακωρυχεία της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης. Τώρα, την ίδια στιγμή που ο δικός μας τεχνικός πολιτισμός εξελίσσεται με γιγαντιαία πλέον άλματα, διαπιστώνουμε τη συνεχιζόμενη αθλιότητα και την απελπισία ενός μεγάλου τμήματος της ανθρωπότητας.

Τα θύματα όμως μιλάνε πια διαφορετική γλώσσα. Τότε ακόμη οι αισιόδοξοι έβλεπαν μπροστά τους την ελπίδα για μια ριζική ανατροπή των κοινωνικών σχέσεων: πίστευαν ότι θα έβρισκαν σύντομα τον τρόπο και τη δύναμη να επιβάλουν έναν άλλον κόσμο, δικαιότερο, πιο ευτυχισμένο και πιο έλλογα οργανωμένο. Είτε ως επανάσταση είτε ως μεταρρύθμιση, η κοινωνική ανατροπή εμφανιζόταν όχι μόνο ευκταία αλλά και εφικτή. Το μέλλον ήταν εκεί, μπροστά. Η αποκατάσταση της ισότητας και της αξιοπρέπειας ήταν εγγεγραμμένη στη δυναμική της ιστορίας.

Σήμερα, ως ιστορικά «πεπειραμένοι», όλοι, θύτες και θύματα, έχουμε γίνει λιγότερο πεπεισμένοι, πιο αποστασιοποιημένοι, ίσως και κυνικότεροι. Η μεν κυρίαρχη γνώμη, τουλάχιστον η μερίδα της που επιμένει να μην εθελοτυφλεί, αρκείται στο να αντιμετωπίζει τις εκατόμβες της προόδου ως
δυσάρεστες μεν, αλλά αναπόφευκτες παρενέργειες της ιστορικής εξέλιξης. Αλλά και από τη δική τους πλευρά, τα θύματα δεν προσβλέπουν πλέον σε ιστορικές ανατροπές. Στο μέτρο που η ιστορία εμφανίζεται «τελειωμένη», η κοινωνία δεν φαίνεται να μπορεί να αλλάξει παρά μέσω ενός σχετικού «εξανθρωπισμού» του σκληρού και ανελέητου προσώπου της. Στην καλύτερη περίπτωση, ελπίζεται ότι η μοίρα των καταφρονεμένων θα μπορέσει να βελτιωθεί «στο μέτρο βέβαια του δυνατού».

Ο ρόλος του πλούτου

Η ριζική μεταβολή στην κοινωνική αντιμετώπιση των «θυμάτων» συναρτάται βέβαια κυρίως με τη γενικότερη πολιτική και ιδεολογική αναστροφή που χαρακτηρίζει την τελευταία περίοδο. Υπάρχει όμως και μια άλλη παράμετρος που συνέβαλε ίσως αποφασιστικά στην υποβάθμιση ενός προβλήματος, το οποίο από τότε που χαρακτηριστικά ονομάστηκε «κοινωνικό ζήτημα» δεν έπαψε ποτέ να βρίσκεται στο επίκεντρο του πολιτικού λόγου. Και η παράμετρος αυτή συναρτάται με τον ρόλο τον οποίο καλούνται να παίξουν τα νέα κοινωνικά «θύματα» της καπιταλιστικής προόδου στην υλοποίηση της προόδου, δηλαδή στην παραγωγή του υλικού πλούτου. Ο ρόλος αυτός φαίνεται πράγματι να έχει αλλάξει ριζικά.

Ετσι, ως πρόσφατα τα κοινωνικά θύματα ήσαν κοινωνικά και παραγωγικά «αναγκαία». Ο πλούτος παραγόταν μέσα από τον μόχθο εκείνων που, στερημένοι από οποιαδήποτε άλλη επιβιωτική δυνατότητα, αναγκάζονταν να εργασθούν με οποιουσδήποτε όρους και με οποιεσδήποτε συνθήκες. Η ταχύτατη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων τους τελευταίους δύο αιώνες στηρίχθηκε στην εκμετάλλευση της ζωντανής εργασίας. Και στο μέτρο που η προσφορά εργασιακής δύναμης δεν εμφανιζόταν εκ προοιμίου «άπειρη» ¬ πράγμα που συνέβη π.χ. σε ορισμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπου οι ιθαγενείς πληθυσμοί κυριολεκτικά αποδεκατίστηκαν μέσα σε λίγους αιώνες ¬, η επιβίωση και διαθεσιμότητα των εργαζομένων ήταν αναγκαία προϋπόθεση της αναπαραγωγής και περαιτέρω ανάπτυξης του συστήματος. Με αυτή την έννοια ακριβώς η αντιμετώπιση του «κοινωνικού ζητήματος» δεν ήταν μόνο πρόβλημα των ίδιων των εργαζομένων, αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας. Η καπιταλιστική συσσώρευση και πρόοδος θα ήταν μακροπρόθεσμα αδύνατη αν ένας «εφεδρικός στρατός εργασίας» δεν συνέχιζε να παρέχει στο σύστημα τα εν δυνάμει αναγκαία εργατικά χέρια.

Θύματα προόδου

Σε αυτό ακριβώς το σημείο επικεντρώνεται ίσως η μεγαλύτερη «κοινωνική διαφοροποίηση» του κόσμου που ανοίγεται μπροστά μας σε σχέση και με το άμεσο ακόμη παρελθόν. Τα σημερινά «θύματα» της προόδου δεν είναι πια εκείνοι που περιμένουν τη σειρά τους για να χύσουν τον ιδρώτα τους στον βωμό της παραγωγής και της προόδου, αλλά εκείνοι που επιμένουν να υπάρχουν και να ζουν παρ' όλο που δεν μπορούν πια να μετάσχουν λυσιτελώς στις διαδικασίες παραγωγής πλούτου. Από την άποψη λοιπόν της παραγωγικής λειτουργίας, στους πάντα αναγκαίους άμεσους παραγωγούς, προστίθενται όλο και περισσότεροι, «περιττοί», παραγωγικά άχρηστοι και «μη απασχολήσιμοι» άνθρωποι, πεινασμένα στόματα που «επιβαρύνουν» το δυναμικό κοινωνικό σύνολο με την αποδιοπομπαία, θορυβώδη, ίσως και επικίνδυνη, ύπαρξή τους. Οι νέες «τάξεις» των κοινωνικών θυμάτων δεν στελεχώνονται από εκείνους που καλούνται να γίνουν αντικείμενα συστηματικής εκμετάλλευσης στην παραγωγική διαδικασία, αλλά από εκείνους που βρίσκονται ή θα βρεθούν «πέραν» της εκμετάλλευσης, «πέραν» δηλαδή του παραγωγικά ωφέλιμου, του καλού και του κακού. Για πρώτη φορά λοιπόν, παράλληλα με την κοινωνική αντίφαση που αντιπαραθέτει τους κατέχοντες τον πλούτο με τους παραγωγικά εργαζομένους, οι οποίοι τον παράγουν, εμφανίζεται μια νέα και ακόμη ίσως πιο κραυγαλέα διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους μετέχοντες με οποιοδήποτε τρόπο στην παραγωγική διαδικασία και εκείνους που βρίσκονται έξω απ' αυτήν.

Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι μέσα σε ελάχιστα χρόνια το «κοινωνικό πρόβλημα» δεν επικεντρώνεται πια τόσο στην προστασία της εργασίας και των εργαζομένων αλλά επεκτείνεται στη «δομική ανεργία» και στον «κοινωνικό αποκλεισμό». Από τη στιγμή που οι τρέχουσες μορφές οργάνωσης της κοινωνικής εργασίας τείνουν να χρησιμοποιούν επιλεκτικά μόνον όσους διαθέτουν συγκεκριμένα εργασιακά και γνωσιακά προσόντα, οι «προσοντούχοι και απασχολήσιμοι» θα τείνουν να διαφοροποιούνται ριζικά από τους υπόλοιπους και υπεράριθμους «μη προσοντούχους» που συγκροτούν μια νέα κοινωνική κατηγορία «απόκληρων». Οι τελευταίοι βρίσκονται πλέον έξω από τις πάγιες εργασιακές ιεραρχίες, μπορούν να ελπίζουν μόνο σε ευκαιριακές και ιδιαίτερα κακοπληρωμένες εργασίες και παραμένουν εγκλωβισμένοι στην απόλυτη αβεβαιότητα. Και έτσι δυσκολεύονται να συγκροτηθούν σε συνειδητή κοινωνική τάξη με συγκεκριμένα συμφέροντα. Οντας πλέον «απέξω», ούτε είναι σε θέση να αναπτύξουν συγκροτημένες αλληλέγγυες πρακτικές ούτε μπορούν να οργανωθούν συλλογικά. Ο κοινωνικός τους αποκλεισμός δεν είναι μόνο επαγγελματικός και οικονομικός αλλά και ιδεολογικός και πολιτικός.

Το νέο προλεταριάτο

Πέραν λοιπόν από τους σαφέστατους ιδεολογικούς λόγους που οδηγούν στη γενική αποδυνάμωση του ταξικού λόγου, είναι γεγονός ότι βρισκόμαστε επιπλέον μπροστά στην ανάδυση ενός νέου «προβλήματος» που εμφανίζεται να κείται έξω από το κυρίαρχο σύστημα των παραγωγικών σχέσεων. Το καπιταλιστικό σύστημα μπορεί πια να αναπαράγεται και να αναπτύσσεται βάζοντας στη θέση της ως τώρα αναντικατάστατης ζωντανής εργασίας τη νεκρή εργασία και τη συσσωρευμένη γνώση των τεχνολόγων της προόδου. Με αυτήν ακριβώς την έννοια, το προλεταριάτο δεν μπορεί να υπάρξει με την έννοια που το γνωρίζαμε τον 19ο αιώνα. Τουλάχιστον στο «αποκλεισμένο» τμήμα του, η λειτουργία του πλησιάζει ολοένα και περισσότερο με το ρωμαϊκό ονομαστικό του πρότυπο: έχοντας ίσως ως δεδομένο το πάγκοινο κοινωνικό θέαμα, αρκείται να αποζητά τον άρτο.

Στα νέα αυτά πλαίσια, η υποχώρηση της παραδοσιακής λειτουργίας του κοινωνικού κράτους φωτίζεται από μιαν άλλη πλευρά. Είναι γεγονός ότι η ανάπτυξη των κοινωνικών δικαιωμάτων που σημάδεψε την περίοδο 1945-1980 σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες είχε οδηγήσει στη διεύρυνση της έννοιας του «πολίτη» προς την κατεύθυνση της ένταξης όλων των εργαζομένων σε ένα ευρύ και αδιαφοροποίητο σύστημα καθολικής κοινωνικής προστασίας, όπου οι παρεχόμενες στοιχειώδεις παροχές και υπηρεσίες δεν λάμβαναν υπόψη τις οποιεσδήποτε ατομικές ιδιαιτερότητες των κοινωνών. Ολοι μετείχαν εξ ορισμού σε ένα ενιαίο κοινωνικό και συμβολικό σύστημα. Η καθολική εκπαίδευση, η καθολική περίθαλψη, η καθολική συμμετοχή στα κοινωνικά δίκτυα και η αναγγελλόμενη σε πολλές χώρες παροχή ενός εγγυημένου εισοδήματος σε όλους αποτελούσαν τη βάση για τη διεύρυνση ενός συστήματος «δημοσίων αγαθών» που απέρρεαν από την ιδιότητα του κάθε ανθρώπου ως ενεργού πολίτη, ως απλού μέλους δηλαδή της εθνικής πολιτικής κοινωνίας. Ετσι, πέραν από το ζήτημα του καταμερισμού του εισοδήματος, που παρέμενε φυσικά πάντοτε άνισος, έμπαινε και το θέμα της συνεχούς επέκτασης των δημοσίων εκείνων «αγαθών» στα οποία μετείχαν όλοι ισοτίμως. Αυτή ακριβώς υπήρξε και η κύρια ιδεολογική βάση της «σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης» που επέτρεπε την αύξουσα ενσωμάτωση των λιγότερο προνομιούχων στο σύστημα: η ενίσχυση της συμβολικής και νομικής ισοδυναμίας των πολιτών όχι μόνον ενώπιον του νόμου αλλά και ενώπιον της «ανθρώπινης αξιοπρέπειας» ήταν η προϋπόθεση της επαγγελίας για την «κοινωνική συνοχή». Η αύξουσα παρουσία δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών που παρέχονται ίσοις όροις σε όλους υπήρξε το μείζον κοινωνικό παρακολούθημα της τεράστιας υλικής προόδου που σωρευόταν στις ανεπτυγμένες χώρες.

Παρέμενε βέβαια το άλυτο ζήτημα της δικαιότερης κατανομής του εισοδήματος. Ακόμη όμως και αν το ζήτημα αυτό εξακολουθούσε να ενεργοποιεί μαζικούς κοινωνικούς αγώνες, η «πρόοδος» σε σχέση με το παρελθόν ήταν θεαματική: για πρώτη φορά στην ιστορία η κοινωνική δυναμική έμοιαζε να τείνει να «θεραπεύει» τα πιο ανυπόφορα αποτελέσματα της εκμετάλλευσης προχωρώντας προς τη θέσπιση μέτρων και διαδικασιών που αν μη τι άλλο εγγυόνταν ότι δεν θα υπήρχαν πλέον μάζες κοινωνικών «θυμάτων». Εστω σταδιακά, έστω με αργά βήματα, μια κοινωνική «δικαιοσύνη» που θα εξαφάνιζε οριστικά την αθλιότητα αρχίζοντας από «κάτω» φαινόταν να έχει οριστικά εγκατασταθεί στο κοινωνικό φαντασιακό.

Η κατάσταση όμως αυτή έχει καθώς φαίνεται αναστραφεί, και μάλιστα θεαματικά. Από τη μια μεριά η κατανομή του εισοδήματος και των πόρων είναι ολοένα και πιο άνιση. Αυτό όμως δεν είναι ίσως το σημαντικότερο. Ριζικότερη ακόμη στις παρενέργειές της είναι η αύξουσα «στενότητα» των δημιουργούμενων θέσεων εργασίας και ο συνακόλουθος κοινωνικός αποκλεισμός μιας διογκούμενης μερίδας του πληθυσμού. Εφεξής η κυρίως στενάζουσα κοινωνική κατηγορία είναι όπως είδαμε εκείνη που συγκροτείται από τους πολλαπλασιαζόμενους «υπεράριθμους» και «περιττούς» πολίτες, οι οποίοι δεν «χρειάζεται» αλλά και δεν είναι δυνατόν πλέον να προστατευθούν όπως όλοι οι άλλοι. Η κοινωνική συνοχή έχει πάψει να αποτελεί αυτονόητη περάμετρο της ύπαρξης του «πολιτικού σώματος» και μετασημασιολογείται σε αμφίβολης έκβασης πολιτικό αίτημα: η αναπαραγωγή της αναγκαίας εργασίας και γνώσης δεν αναφέρεται πλέον στο σύνολο αλλά περιορίζεται σε εκείνους που θα εμφανίζονται ως απασχολήσιμοι και απασχολητέοι. Εκείνοι που παραμένουν «απόκληροι» εμφανίζονται ως παραγωγικά άχρηστοι και κοινωνικοϊδεολογικά ανέντακτοι, άρα και «επανεντακτέοι».

Στο μέτρο βέβαια που θα μπορέσουν «βοηθούμενοι» να ξεπεράσουν τις μειονεξίες τους και να «επαν-ενταχθούν» στην κατά κυριολεξίαν κοινωνία ως απασχολήσιμοι θα «σωθούν» από τη μοίρα των κατατρεγμένων. Αν όμως δεν τα καταφέρουν, είτε μεν θα επιζήσουν στοιχειωδώς φέροντας το στίγμα του άχρηστου είτε μη έχοντας άλλη λύση θα περάσουν στο κοινωνικό περιθώριο, στον υπόκοσμο και στο έγκλημα, οπότε βέβαια και θα παταχθούν αμείλικτα. Το μέλλον άλλωστε βρίσκεται ίσως ήδη μπροστά μας: στις υπερανεπτυγμένες ΗΠΑ, οι φυλακές φιλοξενούν ήδη πάνω από έναν στους 30 Αμερικανούς ενεργών ηλικιών, και πολύ μεγαλύτερο ποσοστό των φυλετικών μειονοτήτων.

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι την ίδια στιγμή που φαίνεται να μεταβάλλεται το τρέχον σύστημα οργάνωσης της παραγωγής, υποχωρούν και οι προβληματισμοί γύρω από τη διεύρυνση των κοινών τοις πάσι δημοσίων αγαθών που είχαν θεσπισθεί υπέρ και χάριν όλων των πολιτών. Η συμβολική σημασία αλλά και η ιδεολογική εμβέλεια της αδιαίρετης και ισότιμης «ενότητας» του κοινωνικού σώματος υποχωρεί. Ετσι ακριβώς συμβαίνει ο κοινωνικός αποκλεισμός να μπορεί να εμφανίζεται ως καίριο ηθικό και πολιτικό πρόβλημα. Λύσεις πρέπει να δοθούν επειδή ακριβώς ο κατακερματισμός της κοινωνίας σε «χρήσιμους - ενταγμένους» και «άχρηστους - ανέντακτους» προσλαμβάνεται ως εάν ήταν είτε αναγκαίο παρακολούθημα της προόδου είτε ως αθεράπευτο κοινωνικό νόσημα που πρέπει απλώς να αντιμετωπισθεί στις χειρότερες παρενέργειές του. Το «δίχτυ ασφαλείας» για το οποίο γίνεται τόσος λόγος δεν κάνει λοιπόν τίποτε άλλο από το να επικυρώνει θεσμικά και ιδεολογικά έναν έμμονο κοινωνικό αποκλεισμό. Από τη στιγμή που λαμβάνονται μέτρα που θεωρούν ως δεδομένη τη διαίρεση του κοινωνικού σώματος σε «κανονικά και απασχολήσιμα μέλη» και σε «λοιπά χρήζοντα βοηθείας πρόσωπα», η κοινωνική ιδιότητα του πολίτη ως ισότιμου και αδιαφοροποίητου συμμέτοχου σε όλες τις θεμελιώδεις κοινωνικές λειτουργίες αναιρείται στον πυρήνα της.

Με τα δεδομένα αυτά μπορούμε να μιλήσουμε για θεμελιακή μετατόπιση των όρων με τους οποίους προσλαμβάνεται η κοινωνική δικαιοσύνη. Το ζήτημα της άμβλυνσης της εισοδηματικής ανισότητας παραμένει βέβαια κεντρικό. Αλλά ακόμη κεντρικότερο είναι ίσως πλέον το πρόβλημα της ανισότητας της κατανομής των ατομικών εργασιακών «ευκαιριών» ή δυνατοτήτων, δηλαδή των εργασιακών «θέσεων» που ανοίγονται σε μιαν ολοένα στενότερη, επιλεκτικότερη και αυστηρότερη αγορά εργασίας. Δεν είναι τυχαίο ότι για πρώτη φορά στην ιστορία άρχισε να τίθεται το ζήτημα της «μοιρασιάς» των θέσεων αυτών, δηλαδή «της κατανομής της κοινωνικής χρησιμότητας» σε επιεικέστερη και δικαιότερη βάση. Στην ίδια ακριβώς λογική εντάσσεται ο διάχυτος προβληματισμός γύρω από τη διαρκή επαγγελματική κατάρτιση και τη διά βίου εκπαίδευση που στοχεύει στην ανάκτηση ενός τουλάχιστον ποσοστού των «άχρηστων» στομάτων μετατρέποντάς τους σε «εν δυνάμει απασχολήσιμους».

Ολα όμως αυτά τα μέτρα ξύνουν μόνο την επιφάνεια του προβλήματος. Από τη στιγμή που ολόκληρο το σύστημα της κοινωνικής εργασίας στηρίζεται στο αξίωμα της παραγωγικότητας και που η καταπελτωδώς σωρευόμενη γνώση εξωθεί ολοένα και περισσότερους εργαζομένους έξω από τον «κανονικό» παραγωγικό μηχανισμό, το πρόβλημα του κοινωνικού αποκλεισμού εμφανίζεται ως δομικό στοιχείο του κυρίαρχου προτύπου. Τα σημερινά κοινωνικά κράτη δεν μπορούν παρά να αμβλύνουν τις παρενέργειες δίχως να αίρουν τις αιτίες. Αυτή ακριβώς είναι ίσως η κύρια κοινωνική αντίφαση των επερχόμενων κοινωνιών: η μεγιστοποιητική και παραγωγιστική καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας δεν χρειάζεται πια πολλούς ανθρώπους, ούτε ως εργαζομένους αλλά ούτε ως επίδοξους «αγοραστές». Μαζί με τον λαϊκό καπιταλισμό, η κεϋνσιανή επιδίωξη της αύξησης της ενεργού ζήτησης «από τα κάτω» εμφανίζεται εν πολλοίς αναχρονιστική. Το θεμελιώδες κοινωνικό πρόβλημα εντοπίζεται λοιπόν πάντα στο ζήτημα της οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής. Τώρα όμως δεν υπάρχει πια το παραγωγικό προλεταριάτο το οποίο θα μπορούσε να επιχειρήσει να τις ανατρέψει. Για το «σύστημα» οι σημερινοί «υπεράριθμοι» πολίτες είναι οικονομικά αδιάφοροι και παραγωγικά αν όχι ηθικά αναλώσιμοι. Και γι' αυτό ακριβώς μπορούν να αντιμετωπισθούν αλλιώς.

* Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι καθηγητής της Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.