Τετάρτη 14 Ιουλίου 2010

Ειλικρινά δικός σας, Αντόν Τσέχωφ...

ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΚΡΙΤΣΕΦΣΚΑΓΙΑ*
Avgi.gr
Γιορτάζοντας τα 150 χρόνια του μεγάλου Ρώσου κλασικού
 Οι αφορμές για την επιστροφή στον Τσέχωφ είναι πάντα πολλές: είτε μια καινούργια μονογραφία για τον ίδιον τον συγγραφέα, είτε μια νέα προσέγγιση των έργων του, είτα μια πρωτοποριακή θεατρική παράσταση των κωμωδιών του, που παίζονται πάνω από έναν αιώνα στις σκηνές του κόσμου - γιατί και ο αγαπημένος «Βυσσινόκηπος» και ο διάσημος «Γλάρος» δηλώνονται από τον Τσέχωφ ως κωμωδίες.
  Φέτος είναι η επετειακή χρονιά του συγγραφέα, και επιστρέφουμε στον Τσέχωφ με έναυσμα τα 150 χρόνια από τη γένεσή του και μια μεγάλη παράσταση, με τίτλο «Eιλικρινά δικός σας, Αντόν Τσέχωφ», αφιερωμένη στον Ρώσο κλασικό, που δόθηκε στο Ρωσικό Πολιτιστικό Κέντρο της Αθήνας και στο θέατρο «Έναστρον» της Μαίρης Τράγκα, από το θέατρο «ΜΙΡ» του Γεννάδιου Πάτση και το Κέντρο Ρωσικών Σπουδών «ΜΙΡ».
  Το έργο του Τσέχωφ είναι σαν μια γιγάντια μπάλα-παζλ με πολλές χιλιάδες κομμάτια και πάντα υπάρχει φόβος να χαλάσεις την γενική εικόνα αν επιχειρήσεις να τραβήξεις μερικά από αυτά. Η αφήγηση, διάρκειας μιας ώρας, ή ένα κείμενο εφημερίδας, όπως αυτό εδώ, πρέπει μα χωρέσει όλον τον Τσέχωφ και να εξηγήσει ταυτόχρονα γιατί εκατόν έξη χρόνια μετά το θάνατό του αυτός ο άνθρωπος παραμένει ζωντανός στη μνήμη του λαού του, στην παγκόσμια μνήμη.


Η πρώτη έκπληξη ήρθε όταν ανακάλυψα πόσα ποιήματα γράφθηκαν για τον Τσέχωφ μετά το θάνατό του, την ίδια την ημέρα της πένθιμης είδησης και στη διάρκειά όλων των επόμενων δεκαετιών. Με όλο το σεβασμό στους άλλους μεγάλους Ρώσους κλασικούς πεζογράφους, δε θυμάμαι να ξεκίνησε να ρέει ένα ποιητικό ποτάμι προς τιμήν τους.

Ανακάλυψα, επίσης, πόσο ωραίος άνδρας ήταν: από τους τοίχους στις μαθητικές αίθουσες και από τις σελίδες των εκδόσεων, μας κοιτούσε συνήθως ο πιο διάσημος Τσέχωφ του ζωγράφου Όσιπ Μπραζ: για το πορτραίτο αυτό, που φιλοτεχνήθηκε έξι χρόνια πριν το θάνατο του συγγραφέα, ο ίδιος ο Τσέχωφ έγραφε: «Λένε ότι η γραβάτα κι εγώ μοιάζουμε, αλλά η έκφραση είναι σαν να μυρίζω χρένο».

Ο Αντρέ Μωρουά είχε χίλια δίκαια, όταν έλεγε ότι «Για να καταλάβουμε τον Τσέχωφ-άνθρωπο δεν πρέπει να τον φανταζόμαστε, όπως συνηθίσαμε να τον βλέπουμε στα πορτραίτα των τελευταίων χρόνων... Κοιτάξτε πως ήταν στα είκοσί του. Ειλικρινές, ρωμαλέο βλέμμα, που αντικρίζει δίχως φόβο τον κόσμο. Πρόλαβε ήδη να υποφέρει πολλά και ο πόνος τον έκανε δυνατότερο. Ποτέ πριν νους πιο τίμιος από αυτόν δεν παρατήρησε τους ανθρώπους. Θα δούμε, ότι ήταν μεγάλος, πιθανόν ένας από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες όλων των εποχών και λαών. Θαύμαζε τον Μάρκο Αυρήλιο και ήταν αντάξιός του. Αλλά δεν θα επέτρεπε ποτέ να του το πουν - αυτή ήταν η μοναδική του αδυναμία».

Ο Τσέχωφ ήταν πανύψηλος για την εποχή του, 1,87 μ., με βαριά, μεταλλική φωνή, φιλόξενος γλεντζές, αγαπούσε τους φίλους του, λάτρευε τις όμορφες γυναίκες, που η ομορφιά του τις τράβαγε σαν μαγνήτης, αλλά δεν βιαζόταν να νοικοκυρευτεί. («Υπόσχομαι να γίνω υποδειγματικός σύζυγος. Όμως φέρτε μου μια γυναίκα, που σαν το φεγγάρι, δεν θα εμφανίζεται στον ουρανό μου κάθε μέρα»).

Αγάπησε με πάθος δύο: τη μια την έχασε από φόβο μη δεσμευτεί («Σας αγνόησα, όπως αγνόησα και την ασθένειά μου», έγραφε στη Λίκα Μιζίνοβα), την άλλη, την ηθοποιό Όλγα Κνίπερ, την παντρεύτηκε, και η αλληλογραφία τους θεωρείται μία από τις συγκινητικότερες ερωτικές αλληλογραφίες.

Τελευταία, ξεφυλλίζουν την αλληλογραφία του συγγραφέα, πέρα από τα γνωστά αποφθέγματα, όπου ο Τσέχωφ καθρεφτίζεται περισσότερο σαν ένας γκουρού, ένας προφήτης της επερχόμενης επανάστασης, ένας διδάσκαλος του γένους και όχι σαν ένας ζωντανός άνθρωπος. Είχε τους φόβους του, τις ανασφάλειές του, βαθιά μέσα του κουβαλούσε το πρόσφατο δουλικό παρελθόν της οικογένειάς του (ο πατέρας του γεννήθηκε δουλοπάροικος), φοβόταν τα χρέη και λαχταρούσε το δικό του κομμάτι γης, δικό του σπίτι. Ειρωνευόταν τον εαυτό του, πονούσε, προσπαθούσε να εξευμενίζει τον αμείλικτο θάνατο, σημάδια του οποίου αναγνώριζε καθημερινά.

Κι όμως, ο φυματικός Τσέχωφ ήταν πιο ζωντανός από τους περισσότερους υγιείς γύρω του, και μέσα στα 44 χρόνια της ζωής του άφησε ένα τεράστιο επιστημονικό, ανθρωπιστικό και συγγραφικό έργο.

Ο Τσέχωφ άνοιξε τα μάτια της ρωσικής κοινωνίας και τράβηξε την προσοχή των Ρώσων κρατικών λειτουργών στη νήσο Σαχαλίν, στην άκρη του κόσμου, στα «τελευταία» ρωσικά κάτεργα, για τα οποία οι κατάδικοι λένε: «Παντού νερό, στη μέση δυστυχία, παντού η θάλασσα, στη μέση ο πόνος». Μέσα σε τρεις μήνες και δύο μέρες, το έτος 1890, ο Τσέχωφ είχε διανύσει στο νησί πάνω από 1.500 χιλιόμετρα, επισκέφθηκε 3.000 σπίτια και 8 φυλακές. Όταν γύρισε, έγραψε το βιβλίο «Νήσος Σαχαλίν».

Δύο μήνες πριν πεθάνει, τον Απρίλιο του 1904, ο Τσέχωφ γράφει σε ένα από τα γράμματά του: «Αν είμαι καλά, τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο θα φύγω για την Άπω Ανατολή, όχι ως ανταποκριτής αλλά ως γιατρός. Μου φαίνεται ότι ένας γιατρός θα δει περισσότερα από έναν ανταποκριτή». (Τον Απρίλιο του ίδιου έτους, η σύζυγός του Όλγα Κνίππερ ρωτούσε τον άνδρα της: «Αντόνκα, τι είναι η ζωή; Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Μου φαίνεται ότι είμαι χαζή, ανεπαρκής. Θλίβομαι και πονάω»).

Οι εορτασμοί των 150 χρόνων του Τσέχωφ στη Ρωσία ξεκίνησαν φέτος από το Σαχαλίν, με εκθέσεις, διασκέψεις, εκδόσεις, θεατρικές παραστάσεις, όχι μόνο «τιμής ένεκεν», αφού μετά την επίσκεψή του στο Σαχαλίν οι σχέσεις του Τσέχωφ με την τέχνη ήταν πια διαφορετικές. (Δέκα τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1904 στη Γιάλτα, κάποιος ρώτησε τον Τσέχωφ, γιατί δεν αξιοποίησε αυτό το θέμα. Ο Τσέχωφ απάντησε: «Νομίζω, πως τα πάντα είναι διαποτισμένα από το Σαχαλίν»).

Ποτισμένη από το Σαχαλίν ήταν η ζωή και το έργο του Τσέχωφ. Το 1892 ο συγγραφέας αγόρασε το κτήμα στο Μελίχοβο, όπου στην επιδημία της χολέρας δούλευε ως γιατρός και εξυπηρετούσε 25 χωριά. Με δικά του έξοδα άνοιξε ιατρείο, δεχόταν πολλούς ασθενείς, τους προμήθευε με φάρμακα, έχτισε τρία σχολεία για τα παιδιά των αγροτών, συμμετείχε στην κατασκευή του αυτοκινητόδρομου και του ταχυδρομείου, και, το βασικότερο, φύτεψε το δικό του βυσσινόκηπο, χίλια βυσσινόδεντρα. («Πρέπει να δουλεύουμε και όλα τα υπόλοιπα θα γίνουν».)

Έξι χρόνια αργότερα, αφού μετακόμισε στη Γιάλτα της Κριμαίας, ασχολήθηκε με την ίδρυση του βιολογικού σταθμού. Βαριά άρρωστος, ο Τσέχωφ φρόντιζε, χωρίς χρήματα, τους ασθενείς που κατέφταναν στην Κριμαία μόνο και μόνο επειδή είχαν ακούσει για τον Τσέχωφ. Τα γράμματα του ο γιατρός ψυχής και σώματος τα υπέγραφε πάντα έτσι: Ειλικρινά δικός σας, Αντόν Τσέχωφ» ...και δεν ήταν σχήμα λόγου.

Μια μικρή παιδική βιβλιοθήκη της επαρχιακής πόλης Ροστόφ προκήρυξε φέτος διαγωνισμό για τους μικρούς της αναγνώστες, με θέμα «Τσέχωφ σήμερα και πάντα». Γιατί ο συγγραφέας, που θεωρείται όχι απλά κλασικός αλλά σύγχρονος επί 120 και βάλε χρόνια, είναι πραγματικά διαχρονικός.

Ο Τσέχωφ είναι διαχρονικός αλλά και διεθνής: μου έκανε τεράστια εντύπωση πως τα παιδιά της πρώτης τάξης του συνοικιακού Γυμνασίου της Αθήνας, που οι πλειοψηφία τους για πρώτη φορά άκουγαν το όνομα του Τσέχωφ, συγκινήθηκαν διαβάζοντας το γράμμα του Βάνκα Ζούκοφ «στον παππού, στο χωριό», παρόλο που και επρόκειτο και για άλλη χώρα και για εντελώς μακρινή εποχή.

Ο Τσέχωφ είναι διαχρονικός, διεθνής αλλά και ...διαπλανητικός: το 2009 η Ομάδα ψυχολογικής στήριξης έστειλε στον αστροναύτη Γεννάδιο Παντάλκα, στο διαστημικό σταθμό, τους τρεις τόμους του Τσέχωφ...

__________________________________________________________________________________

*Η Ευγενία Κριτσέφσκαγια είναι κλασική φιλόλογος

(Η πρόταση για ανάρτηση της Έλλης Βασιλάκη)