Δευτέρα 16 Αυγούστου 2010

Οι διακοπές του μπατίρη

του Άλκη Γαλδαδά   protagon
Αύγουστος και δεν έχω μια.
Όχι για αξιοπρεπείς διακοπές δεν υπάρχουν τα χρήματα αλλά ούτε καν για διακοπές.  Δεν έχω λοιπόν όπως οι άλλοι περιγραφές για γεμάτα με δροσιά τοπία, παραλίες και θαλάσσιες σπηλιές να καταθέσω.  Κυνηγημένοι από ένα σκληρό ήλιο που τρελαίνει περπατούμε όσοι μείναμε στη χαυνωμένη και με άδειους τους δρόμους της πρωτεύουσα. Περνώ από το φως στην ευεργετική σκιά των στοών, όπου υπάρχουν, και αισθάνομαι σαν σε πίνακα του ντε Κίρικο. Χωρίς, είναι η αλήθεια, να υπάρχει στην πόλη ολόκληρη, εκείνη η γεμάτη μυστήριο ατμόσφαιρα που ο μεγαλωμένος στο Βόλο διάσημος ζωγράφος ήξερε να προικίζει με αυτήν τους ακίνητους καμβάδες του. Μάλλον μια ξεκοιλιασμένη πόλη κατοικούμε, μια εντελώς άδεια πια αχιβάδα θα έλεγα, αν δεν της έμεναν ακόμη τα αρχαία της μνημεία, που στέρεψε και η φαντασία των ανθρώπων της για ωραία πράγματα. Με μόνο το ένστικτο της επιβίωσης να έχει βγει στην επιφάνεια για να οδηγεί
αποκλειστικά αυτό τις συμπεριφορές μας.

Τέτοιες ημέρες καταλαβαίνω πιο πολύ πόσο δεν είμαι διανοούμενος, άνθρωπος της τέχνης, ποιητής, κάτι ενδιαφέρον τέλος πάντων. Πώς τα καταφέρνουν όλοι αυτοί που ανέφερα και φεύγουν πάντα πρώτοι από την πόλη και τελευταίοι να γυρνούν; Παραπονούνται μόνιμα για την αδιαφορία των συμπολιτών τους για την
 μεγαλοφυΐα που κουβαλούν, για την έλλειψη χρημάτων, αλλά το καλοκαίρι πάντα σε κάποιο καλό μέρος θα τους βρεις. Σε σκάφος ή σε καλοβαλμένο εξοχικό να κονεύουν, ιδιοκτήτες ή φιλοξενούμενοι και να καταυγάζουν με το πνεύμα τους την παρέα, που κολακευμένη τους συντηρεί με φαγητό και κομπλιμέντα. Ο διανοούμενος και ο μύλος για το πιπέρι δίνουν μια επιπλέον νοστιμιά στο τραπέζι του πλούσιου.

Σκοτώνουμε τις ώρες μας πριν μας σκοτώσουν αυτές. Πού να περάσουμε δυο ώρες δύσκολες μέσα στο μεσημέρι; Το μινιμαλιστικό πρόγραμμα της εξουθενωμένης συμμορίας, βγαλμένης θα έλεγες από ταινία του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, λέει ΙΚΕΑ! Στο κατάστημα δίπλα στον Κηφισό μάλιστα, για να γλυτώσουμε και τα διόδια στην Αττική Οδό, που γεμίζουν την τσέπη του κυρ Γιώργου. Έχει δροσιά ακόμη και στον υπόγειο χώρο, κόσμο και πράγματα να χαζέψουμε έστω και αν δε βαστούν πολύ, δωρεάν νερό μολύβια, χρώματα, τη γεύση μιας άλλης χώρας, το αντίθετο από τη δική μας. Έχει στην είσοδο τη φωτογραφία του Αβραμόπουλου να κόβει στα εγκαίνια αντί για κορδέλα ένα κούτσουρο, χοντρό και ξερό σαν την αισθητική του για την πόλη μας. Το καλό μαζί του είναι πως όταν μιλήσει, το ύφος του σου λέει αυτόματα: μην τυχόν και πάρεις στα σοβαρά τα λόγια μου. Είναι φωτογενής πάντως, ίσως και γουρλής, όποιος ανοίγει καρπουζάδκό ή κάτι άλλο ας τον έχει υπόψη του.

Βλέπω κι άλλες παρέες να κάνουν τα αστεία τους εκεί στα 25 στρέμματα. Κάποιος φόρεσε ένα μπουρνούζι που ήταν κρεμασμένο στα έπιπλα του μπάνιου και τρεχολογούσε στα κρεβάτια. Σκηνές σαν σε κατασκήνωση το μεσημέρι.

Τρώμε πέντε άτομα με 26 Ευρώ. Φάγαμε και κάτι δείγματα γλυκών και ήπιαμε και κάποιο σουηδικής κατασκευής και γούστου χυμό, δωρεάν. Λίγο έλειψε να θέλω να δώσω τον υπόλοιπο μισθό μου ως άχρηστό στον κ. Υπερ-Υπουργό για να κάνει και μ’ αυτόν κάτι καλό όπως τόσα άλλα (αν και επιμένω ότι θα το μετανιώσει κάποτε που δεν έχει ήδη παραιτηθεί). Κάποιος στην παρέα γλείφει ένα πιο μεγάλο και πιο ακριβό παγωτό. Τον κοιτάζουμε αυστηρά. «Τι κοιτάτε;», μας ρωτάει. «Ας είμαι καλά που σας μαθαίνω πώς να ξοδεύετε λεφτά». Urban street-economy.

Επιστροφή από τον τσιμεντωμένο Κηφισό, το οικολογικό αυτό έγκλημα που στέρησε ένα τεράστιο σε μήκος ρεύμα αέρα από την ήδη κουρασμένη πόλη.

Πικρός αέρας μέσα στη ζωή μου
Παραμονεύει ο θάνατος αργά
Μη μου χαλάς αυτή την εκδρομή μου
Μη με γυρίζεις πίσω στα στενά.
Αυτά που θέλω να σου πω δεν τα θυμάσαι
Κλείνεις τα μάτια, μα το ξέρω δεν κοιμάσαι*

Πηγαίνω στο Υπερ-Μπακάλικο. Η ιδιοκτήτριά του διάβασα ότι στο πάρτι των γενεθλίων της στη Μύκονο πήρε σαν δώρο και μια τούρτα σε σχήμα τσάντας-Chanel αξίας κάποιων χιλιάδων Ευρώ (η τούρτα). Καλο-φάγωτη ελπίζω να ήταν, όχι πάντως σαν τη φέτα που μας σερβίρει ο σύζυγός της. Τόσος κόπος και από τους δημοσιογράφους να μας το «επικοινωνήσουν» όπως εντελώς αναλφάβητα αλλά υπερήφανα λέγεται αυτό τον καιρό. (Εγώ πάντως θα φάω κασέρι με ψωμί όπως λέει στο τραγούδι ο Γκαϊφύλλλιας). Στους πάγκους και τα ταμεία επικρατεί πρωτοφανής ησυχία. Δεν κοιταζόμαστε. Σαν να είμαστε όλοι ένοχοι που δεν μπορέσαμε να φύγουμε. Που δεν βρέθηκε κάποιος να μας καλέσει κι εμάς για λίγο. Έστω για μια βουτιά στη θάλασσα. Εγώ όμως έχω ένα κόλπο για να ξεγελώ τους γείτονες. Κάνω ντους με το μαγιό. Μετά κρεμώ μπανιερό και πετσέτα στο σχοινί και φαίνεται σαν να είχα πάει για μπάνιο...Το «σύνδρομο της Αμερικάνας» όπως το λέω από τότε που κάποιος φίλος μου διηγήθηκε ότι Αμερικανίδες, όταν περάσουν τα χρόνια και δεν παντρευτούν αλλάζουν Πολιτεία και εκεί αλλάζουν και επίθετο, για να φαίνεται ότι παντρεύτηκαν, αφού μικρόνοες γείτονες στις τοπικές κοινωνίες συνέβαινε να βλέπουν υποτιμητικά μια ανύπαντρη γυναίκα.

Στο γυρισμό, είδα και θάλασσα. Στις τηλεοπτικές ειδήσεις φυσικά. Μου την κέρασε το Π.ΑΣ.Ο.Κ. ελλιμενισμένο τώρα στην Πάρο αλλά και ο Πρωθυπουργός ο ίδιος, που λαμνοκοπάει με το κίτρινο κανό του μόνος στο πέλαγος (μαζί μόνο με τους άνδρες της ασφάλειάς του και κάποιους βατραχανθρώπους). Πέρα από τα κυματάκια που είναι πραγματικά νομίζω πως πρέπει να το δούμε και συμβολικά. Πρωθυπουργός μόνος ψάχνει λύση σε ένα βαρκάκι.

Γαλάζια πεύκα τρέχουν στο μυαλό μου
Σε τούτη την αξέχαστη εκδρομή
Δεν είμ’ εδώ γι αυτούς που με ζητάνε
Είναι κλειστό το μαγαζί και δεν πουλάμε*

(*Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου

Μουσική στο δίσκο «Ατέλειωτη εκδρομή»: Θανάσης Γκαϊφύλλιας)