Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

Τα «ΗΡΩΩΝ»

Του Βασίλη Γκάτσου
Τα «ΗΡΩΩΝ»

Είτε πιστεύουμε ότι είμαστε η συνέχεια των αρχαίων Ελλήνων, είτε ότι αυτή η συνέχεια είναι ένας συλλογικός εθνικός (όχι εθνικιστικός) μύθος, ένα είναι το συμπέρασμα: Ότι πάππου προς πάππου σε κάθε χωριό και πόλη μετά το 1828 στήθηκαν ΗΡΩΑ ακολουθώντας πιστά την αρχαιοελληνική παράδοση και μάλιστα το μέγιστο εξ αυτών στο Σύνταγμα.
Το πλήρες είναι «δημόσιο σήμα Ηρώων» και παραφθαρμένο «μνήμα Ηρώων» που κατέληξε σε σκέτο «Ηρώων».
Στον επιτάφιο του Περικλή έχουμε και την ακριβή σημασία.
Η Αθηναϊκή Δημοκρατική Πολιτεία έχει ειδικό δημόσιο χώρο στην πόλη όπου θάπτονται με τιμές μόνον οι πεσόντες κατά τους επίσημους επιθετικούς και αμυντικούς πολέμους της Αθηναϊκής Πολιτείας και κανένας άλλος. Οι πεσόντες αυτοί ονομάζονται ΗΡΩΕΣ, ενώ οποιοιδήποτε άλλοι, ότι πολέμησαν ή έπεσαν σαν Ήρωες. Αν δηλαδή σε έναν πόλεμο η Αθήνα είχε ηττηθεί και κατακτηθεί, όλοι οι άρρενες έφεραν αυτό ως μεγίστη ντροπή, γιατί αφού δεν έπεσαν κατά τον πόλεμο αλλά επέζησαν είναι η ντροπή της πόλης. Χρέος τους από δω και πέρα είναι να αποτινάξουν το ζυγό του κατακτητή και να ελευθερώσουν την πόλη. Αλλά και να πέσουν κατά τη διάρκεια αυτού του αγώνα, δεν θάβονται στο δημόσιο σήμα αλλά εκτός αυτού με τιμές, σε μνημεία κ.λ.π. αλλά σαν Ήρωες. Ήρωας εξακολουθεί να είναι αυτός που έπεσε κατά τον επίσημο πόλεμο, τότε έδωσε τη ζωή του για την πατρίδα και αυτό για τους Αθηναίους ήταν η μεγίστη τιμή, ήταν ο σκοπός της ύπαρξής τους. Τα ίδια και αυστηρότερα στην Σπάρτη, όπου ο επιζών ήταν όχι μόνο ντροπή της πατρίδας του αλλά και της μάνας του.

Αυτό ισχύει φυσικά και σήμερα, με την προσθήκη του δημόσιου σήματος στο Σύνταγμα για τον Άγνωστο Στρατιώτη, για να καλυφθεί και η περίπτωση των πεσόντων κατά τον επίσημο πόλεμο που αγνοούμε τα στοιχεία τους.
Στα Ηρώα λοιπόν αναγράφονται τα ονόματα αυτών των πεσόντων, των Ηρώων, και δίπλα τους η ημερομηνία που έπεσαν και ο βαθμός τους. Τίποτα άλλο. Ιερός χώρος λοιπόν της Πολιτείας και όχι θρησκευτικό ιερό.
Κατά την συνέχεια λοιπόν από τους αρχαίους προγόνου μας, ή κατά τον εθνικό μύθο της συνέχειας (είτε το ένα είτε το άλλο είτε και τα δύο μαζί είναι η σεβαστή παράδοσή μας και την τιμούμε όλοι) η ρωμαϊκή κατάκτηση, η βυζαντινή κατάκτηση, η οθωμανική, αραβική, ενετική, θεωρούνται στο συλλογικό φαντασιακό μας ως κατακτήσεις που καθήκον των Ελλήνων ήταν να αποτινάξουν πολεμώντας και πέφτοντας σαν Ήρωες. Από το 1821 που είναι η αρχή της ελευθερίας μας, δηλαδή δεχόμαστε ότι έχουμε ως Έλληνες ελεύθερες περιοχές και διεξάγουμε πόλεμο επίσημο, άρα από δω και πέρα, οι πεσόντες είναι Ήρωες και η θέση τους είναι στο Δημόσιο Σήμα, το οποίο μετά το 1828 συστήνεται με τιμές σε κάθε χωριό και σε κάθε πόλη.
Ο άμαχος πληθυσμός, οι μη στρατευθέντες είναι θύματα του πολέμου. Όσοι πολέμησαν να αποτινάξουν τον ζυγό είναι σαν Ήρωες, τιμώνται σε ξεχωριστά μνημεία και με άλλους τρόπους. Σε ξεχωριστά μνημεία τιμώνται και οι πεσόντες μόνιμοι στρατιωτικοί, έφεδροι και στρατευμένοι που έπεσαν εν ώρα υπηρεσίας, ή εν ώρα αποστολής, χωρίς η χώρα να έχει κηρύξει επισήμως πόλεμο.

Έτσι στα δημόσια σήματα Ηρώων, αναγράφονται τα ονόματα μόνον όσων στρατεύτηκαν και πολέμησαν και έπεσαν κατά των Γερμανών – Ιταλών. Όσοι κατά τη γερμανική κατοχή πολέμησαν τον εχθρό και έπεσαν τιμώνται στα μνημεία εθνικής αντίστασης, όπως και τα θύματα των κατακτητών, αλλά και με το να δίδεται τιμητικά το όνομά τους σε οδούς κ.λ.π. Όχι στα Ηρώα.

Και για τους πεσόντες ένθεν και ένθεν του εμφυλίου πολέμου; Το συλλογικό φαντασιακό θεωρεί τον εμφύλιο πόλεμο αδιανόητο. Το γεγονός ότι η ενότητα, η κοινότητα αλληλοσκοτώνεται και αλληλοεξοντώνεται είναι η μεγίστη ύβρις, η μεγίστη πτώση που δεν μπορεί να αιτιολογηθεί, δεν έχει καμιά λογική και αίτιο, και η πρώτη πράξη επανένωσης της κοινότητας είναι η λήθη. Έτσι τα ονόματα των πεσόντων εν εμφυλίω πολέμω νικητών ή ηττημένων δεν έχουν θέση όχι μόνον σε κανένα Ηρώων, αλλά και σε κανένα δημόσιο μνημείο. Η δε ποίηση θρηνεί και επουλώνει τις πληγές: «δυο γιους είχες μανούλα μου .....», τουτέστιν στο συλλογικό «Ηρώων» δεν έχουν θέση ούτε οι πεσόντες του Δημοκρατικού Στρατού, ούτε οι πεσόντες του Εθνικού Στρατού, αλλά η επίγνωση της φοβερής τραγωδίας του νεότερου Ελληνισμού. Λόγω παθών ορισμένα επιβιώνουν για λίγο αλλά η συλλογική λήθη μετά από κάποιο διάστημα τα απωθεί και η κοινότητα τα διαγράφει.

Καιρός λοιπόν ο κύριος Δήμαρχος να συμμαζέψει λίγο τον ομοιόβαθμό του εθελοντή που τσαλαπατούσε στο Ηρώων Πορτοχελιού και να του αναθέσει εθελοντική ιστοριογραφική ερευνητική εργασία στο Σφαγείο Διδύμων (όχι το Δημοτικό αλλά το άλλο στη σπηλιά).

Έρρωσθε,

Βασίλης Γκάτσος