Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

"Σκίτσο ο κόσμος και ανελέητη ο θάνατος γομολάστιχα"

Το πρώτο καλοκαίρι μακριά από τη γενέτειρα και τους γεννήτορες, βρέθηκα σπίτι της να κάνω διακοπές. Μια πρόγευση της ενήλικης ζωής, της ανεξαρτησίας, που προσδοκούσα με αγωνία. Η Φίλη μου που τη γνώριζε και χάρη σ' εκείνη θα τη γνώριζα κι εγώ σύντομα, μου' χε πει μόνο δυο κουβέντες, πάντα μετρημένη στα λόγια της. Αν είχα δει τα Πέτρινα Χρόνια του Βούλγαρη κι αν θυμάμαι την πολιτική κρατούμενη στις φυλακές που έκανε σήματα με τον καθρέφτη στο σύντροφό της. Ναι. Τον χαρακτήρα της Νατάσας ενσάρκωνε η ηθοποιός στην ταινία. Και πως ήταν πολιτική εξόριστη στη Σουηδία.
Με κάποιο δέος και αμηχανία έφτασα ως το κατώφλι του σπιτιού της στην ορεινή Κορινθία, μαζί με άλλες τρεις φίλες, δεκαοχτώ-δεκαεννιά χρονών κοπέλες. Σε μια βδομάδα είχαμε κάνει το σπίτι μαντάρα. Ένα δίπατο πέτρινο με κεραμίδια και μπαλκόνια ξύλινα ταγμένα να ατενίζουν τη θέα του κορινθιακού κόλπου.
Φεύγοντας κράτησα μια εικόνα και μια φράση από κείνη. Τη Νατάσα να χορεύει ζεϊμπέκικο, όπως μόνο μια τέτοια γυναίκα θα μπορούσε. Θα ανέβω και θα τραγουδήσω στο πιο ψηλότερο βουνό.
Και μια φράση. Προς το τέλος των διακοπών, κάποιο σούρουπο στην αυλή της, με τις μυρωδιές του περιβολιού και τα μαβιά του ουρανού, ήδη λίγο μεθυσμένες όλες από την ομορφιά και την αγάπη που μας περιέβαλλε, μας είπε: "Να σας είχα και τις τέσσερις κόρες μου..." Η Νατάσα βασανίστηκε στη Χούντα τόσο βάναυσα που απέβαλε, έγκυος κοπέλα, και το τίμημα, ανάμεσα στα άλλα, για την συμμετοχή στον αντιδικτακτορικό αγώνα ήταν να στερηθεί για πάντα το δώρο της μητρότητας.
Πάνω από δέκα χρόνια μετά ξαναβρέθηκα στο σπίτι της κρατώντας από το χέρι την μικρή μου.

Το βράδυ μας έστρωσε να κοιμηθούμε στο διπλό κρεβάτι της, εγώ, η κόρη μου κι η Φίλη. Η Νατάσα, κι οι άλλοι φίλοι της τσιμπολογούσαν και έπιναν κρασάκι κάτω στην αυλή, κι εγώ κοίμιζα την μικρή μ' ανοιχτά παράθυρα στις κουβέντες και τα γέλια της παρέας, στο αεράκι της καλοκαιρινής νύχτας αλλά πιο πολύ από όλα, μ' ανοιχτά παράθυρα στο συναίσθημα εκείνο που πώς να το πεις; Που γνώρισα αυτό τον άνθρωπο στα δεκαοχτώ μου, που μεσολάβησαν τόσα χρόνια από τότε που ξάπλωσα ξανά σ' αυτό το υπνοδωμάτιο με τα δοκάρια στο ταβάνι, που άκουγα τη φωνή της Φίλης μου που μ' έφερε και με ξανάφερε εδώ, που στην αγκαλιά μου κοίμιζα το κορίτσι μου.
Δεν είχαμε προνοήσει να φέρουμε παραμύθια μαζί. Στο κομοδίνο βρήκα μια ποιητική συλλογή του Αργύρη Χιόνη. Εκείνο το βράδυ το κοριτσάκι αποκοιμήθηκε με ποίηση.

Έχοντας κι αυτούς τους άλλους φίλους, που καμιά φορά ούτε ξέρω πώς μοιάζουν, ούτε το χρώμα της φωνής τους, ούτε και το όνομά τους, στο δίκτυο, ήθελα να το μοιραστώ μαζί τους.
Έγραψα στο κινητό τους στίχους από ένα από τα πολλά ποιήματα που με άγγιξαν και το πόσταρα.

Την άλλη μέρα, προς το τέλος, εκεί λίγο πριν τον αποχωρισμό, κι άγνωστο πάλι πότε θα την ξαναδώ, ξεθάρρεψα για πρώτη φορά μαζί της. "Κόψε ρε άτομο 68 χρονών", της έλεγα. "Έλα φέρε να μου δείξεις παλιές φωτογραφίες". Έπρεπε να την προγκήξω γιατί, όχι από σεμνοτυφία αλλά από σεμνότητα, από κάτι που το λένε δεν εξαργυρώνω σε πρώτη ευκαιρία το βίωμά μου, δεν το κάνω οχυρό ή θέλγητρο για όσους με περιβάλλουν, από κάτι που το λένε είμαι ιστορικό πρόσωπο χωρίς να φέρομαι σα νά' μαι προτομή, θα μου αντιστεκόταν. "Νατάσα, θα μου πεις για τους άντρες σου; Ε; Θα μου πεις;" την παρακάλεσα παιχνιδιάρικα.

Μου μίλησε για όλους, αχ, τι με βάζεις τώρα να σου λέω ρε κωλόπαιδο και μου έδειχνε φωτογραφίες δεκαετιών. Μου μίλησε για όλους εκτός από τον τελευταίο αγαπημένο της.Την είδα που μελαγχόλησε. Υπέθεσα λάθος ότι ήταν η νοσταλγία, κάτι τέτοιο. Φέτος θα γινόταν 69 χρόνων και ανησυχούσε λέει γιατί οι πιο αγαπημένοι της άνθρωποι έφυγαν σ' εκείνη την ηλικία. Μαζί μ' αυτούς και ο Αργύρης Χιόνης, ο σύντροφός της. Μόνο που μες στο καλοκαίρι δεν ήξερε ακόμη τίποτα για τα Χριστούγεννα που θα' ρχονταν.