Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012

Κύριος - Κύρης - Άρχοντας - Αφέντης (Efendi)

Του Βασίλη Γκάτσου
Κύριος – Κύρης -  Άρχοντας - Αφέντης (Efendi)

Οι τίτλοι αυτοί έρχονται από την αρχαιότητα, γίνονται κυρίαρχοι τη Βυζαντινή Εποχή και συνεχίζουν μέχρι περίπου τα τέλη του 19ου αιώνα. Το Αφέντης μάλιστα περνά ως Efendi στα Τούρκικα με μεγάλη χρήση μέχρι σήμερα. Στο Ετυμολογικό Λεξικό του Μπαμπινιώτη υπάρχουν αρκετά κατατοπιστικά σχόλια.
Την περίοδο 1770 – 1828 οι τίτλοι αυτοί υπάρχουν σε ευρύτατη χρήση στα νησιά μας Ύδρα και Σπέτσες (γνωστά τότε και ως Τσάμλιζα και Σούλιζα) και απευθύνονταν στους προύχοντες. Έτσι τον Λάζαρο Κουντουριώτη τον καλούν Κυρ-Λάζαρο, τον Γεώργιο Βούλγαρη, Κυρ-Γιώργη. Σήμερα αυτό είναι μια οικειότητα, αλλά τότε ήταν τίτλος, δηλαδή εγώ που σε λέω έτσι σε αποδέχομαι στην κοινωνία μας ως Κύριο. Το ίδιο γινόταν με το Άρχοντας και Αφέντης. Γίνεται έτσι αποδεχτή η εξουσία τους, η θέση τους στη κοινωνική και οικονομική κλίμακα, αλλά από την άλλη και οι τρεις τίτλοι απευθύνονται και προς τον Χριστό ως ποιμένα και στην
Παναγιά ως μητέρα.

Βλέποντας με τα σημερινά μάτια αυτή την παλαιότερη εποχή προσάπτουμε στοιχεία της εποχής μας σε αυτούς τους τίτλους, ότι τους αποκαλούσαν έτσι, γιατί είχαν στέρνες με χρυσά νομίσματα, μένανε σε μέγαρα και φυσικά για να γίνουν ό,τι γίνανε εκμεταλλεύονταν την εργασία των άλλων. Και έτσι είχαν τέτοια δύναμη που και ο παπάς δεν έκανε Ανάσταση στις Σπέτσες αν δεν
είχε έλθει στην εκκλησία ο άρχοντας Μπούμπουλης. Γι’ αυτό και ρώταγε κάθε τόσο: «Έρδε Μπόυμπουλη;» Και ξανάρχιζε το τροπάριο.

Διαβάζοντας όμως ιστορικά άρθρα στο εξαίρετο μπλογκ του κυρίου Χαριτάτου «Όψεις και απόψεις στις Σπέτσες» και βλέποντας τις παλιές φωτογραφίες της πόλης των Σπετσών βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι η πόλη δεν ήταν όπως σήμερα, ένα άθροισμα αρχοντικών οικιών που κτίστηκαν στην παραλία και στο εσωτερικό της πόλης μετά την κατεδάφιση των χαμόσπιτων.
Ήταν χωρισμένη κατά γειτονιές θα λέγαμε σήμερα, όμως όχι με σχέση σημερινή, δηλαδή αυτοί που έχουν τα σπίτια τους το ένα κοντά στο άλλο. Υπήρχε ένα σπίτι αρχοντικό που και από το σχέδιο του ξεχώριζε ως αρχοντόσπιτο και γύρω του μικρότερα σπίτια, χαμόσπιτα, αποθήκες, αχούρια κ.λ.π. οικογενειών και σογιών που όχι μόνον οι κοινωνικές τους σχέσεις αλλά και αυτή καθ’ αυτή η ύπαρξή τους όπως και η δράση τους εξαρτιόταν από τον Κύριο, τον Άρχοντα, τον Αφέντη του αρχοντικού. Αλλά και αυτός ήταν άξιος του τίτλου του όχι μόνον ως δυνατός άρχων αλλά και ως ποιμήν και ως μητέρα. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν πληρώματα, τεχνίτες, πολεμιστές, κ.λ.π. του Κύρη τους και ο Κύρης τους αυτούς είχε. Ο Κύρης χωρίς αυτούς δεν ήταν Κύρης και Άρχοντας και αυτοί χωρίς αυτόν ήταν μάζα ακαθοδήγητη. Έτσι όταν η Μπουμπουλίνα έφτιαχνε στράτευμα, στην ουσία μάζευε τους δικούς της. Οι σχέσεις ήταν πολύ σφικτές. Είχαν όλοι δικαίωμα στην εργασία, στην πειρατεία και το εμπόριο, υπήρχαν σταθερές σχέσεις και ο Κύρης ήταν αδιανόητο να πει δεν σε παίρνω μαζί μου, γιατί δεν έχω δουλειά να σου δώσω, γιατί θα χάσω, γιατί είσαι ακριβός. Έτσι ήταν όλοι ένα συνεκτικό, αποτελεσματικό και αλληλοβοηθούμενο σύνολο και ως τέτοιο παρουσιαζόταν στο Κοινό του  νησιού, ως τέτοιο συναποτελούσε το Κοινό του νησιού και όχι σαν ανεξάρτητα άτομα. Και να μην ξεχνάμε ότι το Κοινόν των Σπετσιωτών ήταν το πιο δημοκρατικό του Ελλαδικού χώρου, ενώ το Κοινόν των Υδραίων είχε πολλά αριστοκρατικά στοιχεία.

Στην Ερμιόνη, παρόλο που μία τέτοια δομή υπήρχε γύρω από τους Μητσαίους, Μερκούρηδες κ.λ.π. γρήγορα διαλύθηκε, γιατί το μέρος ήταν μικρό και φτωχό, αλλά μέχρι και τη δεκαετία του 1950 διέκρινες αυτή την έννοια του Κύριου, η οποία είχε περιοριστεί στον γαιοκτήμονα που είχε τα μέσα ώστε να χρησιμοποιεί εργατικά χέρια, τον μεγαλομπακάλη, τον ιδιοκτήτη ιστιοφόρου, τον καπετάνιο σφουγγαράδικης βάρκας, τον λιτριβιάρη κ.λ.π. Δεν χρησιμοποιούσαν εργασία από την αγορά εργασίας, δηλαδή παίρνω τον ποιον φτηνό, φέτος έχω ανάγκη πέρσι δεν είχα. Είχαν σχέση πατροπαράδοτη με εργάτες και τεχνίτες και φρόντιζαν να τους απασχολούν ακόμη και τις χρονιές που είχαν ζημιά ή δεν τους χρειάζονταν, και οι εργάτες και τεχνίτες πιστεύοντας σε αυτή τη σχέση βοηθούσαν πολύ, όταν υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη. Και αυτή η σχέση επεκτεινόταν και σε άλλες συναλλαγές, γιατί όλοι τους ήσαν και μικροκαλλιεργητές.

Αυτές οι σχέσεις έρχονται από το Βυζαντινό παρελθόν μας αλλά και από το Οθωμανικό γιατί και τότε αυτές οι σχέσεις διατηρήθηκαν κυρίαρχες. Απόρροια αυτών των σχέσεων ήταν και ο βυζαντινός πολεοδομικός κανόνας ο ένας να κτίζει κατά τρόπον, ώστε να μη στερεί τον ήλιο, τον αέρα και τη θέα από τον δίπλα του.

Στην χώρα μας, όπου δεν αναπτύχθηκε αστική τάξη, ή άρχισε να αναφαίνεται αλλά μετά την Κατοχή διαλύθηκε, ο κοινωνικός και οικονομικός μας ιστός είχε έντονα τα χαρακτηριστικά της βυζαντινής περιόδου, και αυτός ήταν ο τρόπος μας πριν αλλά και αρκετά χρόνια μετά την επανάσταση του 1821. Δεν ήταν ο πλούτος και το κράτος του, δηλαδή η δύναμη που δίνει ο πλούτος στον κάτοχό του και το κράτος = η βία που ασκεί ο πλουτοκράτης για να υπηρετήσει τον πλούτο του. Και επειδή ο πλούτος είναι σχετικός, αυτή η κυρίαρχη σήμερα σχέση απλώνεται σε όλη την κοινωνία μας. Γιατί ο μικροεπιχειρηματίας, ο μικρομαγαζάτορας κ.λ.π. κάλλιστα μπορεί να είναι πλουτοκράτης σε σχέση με τον ανειδίκευτο εργάτη που δεν έχει δικό του σπίτι ή σε σχέση με τον μετανάστη, και ο επόμενος μεγαλοεπιχειρηματίας κ.λ.π. να είναι πλουτοκράτης σε σχέση με τον μικροεπιχειρηματία και τον μικρομαγαζάτορα. Έτσι απομένει η σχέση μόνον του κυρίαρχου Κυρίου – Άρχοντα – Αφέντη και εξαφανίζεται η σχέση του ποιμένος και της μητέρας. Έτσι γεμίζει η κοινωνία μας άτομα που στοχεύουν στον πλούτο, άτομα έτοιμα να υπερασπιστούν με οποιοδήποτε τρόπο τον πλούτο τους έχοντας χάσει τη δύναμη της σχέσης που σε κάνει Άρχοντα συνάμα όμως και ποιμένα – μητέρα.

Μέσα από αυτό το πρίσμα πώς βλέπουμε την ανήκουστη και ανίερη πράξη του παπά, να αναβάλει την Ανάσταση μέχρι να έλθει ο άρχοντας Μπούμπουλης; Νομίζω απόλυτα εκκλησιαστική πράξη και για την αρχαία εκκλησία αλλά και την ορθόδοξη εκκλησία. Ο παπάς και το εκκλησίασμα αγωνιούσαν αλλά συγχρόνως απαιτούσαν την μετοχή του άρχοντα στην εκκλησία, τόσο που και ο Χριστός θα ανεχόταν να αναστηθεί αργότερα προκειμένου να μη χαθεί ο άρχοντας για την εκκλησία, για το Κοινό των Σπετσών. Και άρχοντας εκτός Εκκλησίας και Κοινού ήταν ένας έκπτωτος, απλά ένας πλούσιος, ατομικά πλούσιος. Και ο Μπούμπουλης με όρτσα τα πανιά ερχόμενος από τα μακρινά με πρόβλεψη να είναι στην εκκλησία της Ανάστασης, αγωνιούσε, ότι η απουσία του θα τον έκανε από άρχοντα εν εκκλησία, απλό πλούσιο.
Το ότι έχουμε χάσει τον δικό μας τρόπο, τον βυζαντινό, ότι έχουμε χάσει το δεύτερο μισό του Κύριου - Άρχοντα – Αφέντη το οποίο δεύτερο μισό νομιμοποιεί το πρώτο, φαίνεται στο ότι σταδιακά, οι πλούσιοι δεν εκκλησιάζονται με το πλήρωμα της εκκλησίας αλλά κτίζουν στις βίλες τους και τα σπιτικά τους ατομικούς ναούς. Απέχουν δε συγχρόνως από το Κοινό, την άλλη εκκλησία του δήμου και της Πολιτείας αλλά και από το στράτευμα. Με άλλα λόγια είναι πλούσιοι, άσχετα αν ο πλούτος τους είναι ένα σπίτι κι ένα εξοχικό με ένα καλό μισθό ή ένα μαγαζάκι, ή δισεκατομμύρια ευρώ.
Και βλέπω κάπως έτσι, ίσως παράδοξα τα πράγματα, αλλά με εντυπωσιάζει το γεγονός ότι μια Μεταπολιτευτική Περίοδος γεμάτη σοσιαλιστικές προσδοκίες και οράματα έφερε τόση ξένωση και κατακερματισμό, επέφερε τόση καταστροφή στον παλιό βυζαντινό μας τρόπο, στη βυζαντινή μας σχέση, ώστε σε όλα τα επίπεδα να επικρατεί το: «ο καθένας μόνος του ως πλουτοκράτωρ».

Δάσκαλος δεν είναι αυτός που προσπαθεί να είναι πρώτος μεταξύ των συναδέλφων του και που μπάζει στα ΑΕΙ περισσότερους μαθητές. Είναι αυτός που έχοντας τις ικανότητες, ώστε να είναι πρώτος και να μπάζει μαθητές στα ΑΕΙ, θεωρεί λειτούργημά του να κάνει τους κακούς μαθητές καλούς, και τους καλούς άριστους και τους συναδέλφους του να τον ακολουθήσουν. Τότε είναι Κύριος.
Και ένας ξενοδόχος για παράδειγμα που πέτυχε και έφτιαξε στην Ερμιονίδα ένα μεγάλο και κερδοφόρο συγκρότημα είναι απλά πλούσιος, αν κοιτάζει μόνον τα κέρδη και την επέκτασή του χωρίς να νοιάζεται τι γίνεται γύρω του. Κύριος και Άρχοντας γίνεται όταν νοιάζεται για την πρόοδο και βελτίωση όλου του κλάδου στην Ερμιονίδα, όσο και όλων των άλλων επαγγελμάτων που θα μπορούσαν να συνεργαστούν μαζί του και με τον κλάδο του.

Έρρωσθε,

Βασίλης Γκάτσος