Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

Ο στολισμός του Επιταφίου στην Ερμιόνη (Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Σπετσιώτη «Ω γλυκύ μου έαρ!)


«Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;»

Αποκαμωμένοι από την πολύωρη αλλά κατανυκτικότατη λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης, τα Δώδεκα Ευαγγέλια, που άρχιζαν στις 7 και τέλειωναν γύρω στις 12 τα μεσάνυχτα, γυρίζαμε στα σπίτια μας σχεδόν μισοκοιμισμένοι. Τα μικρότερα παιδιά είχαν ήδη πάρει «τον πρώτο τους ύπνο» καθισμένα στα μαρμάρινα σκαλάκια μπροστά στο τέμπλο της εκκλησίας. Σε λίγο ο ύπνος θα σφάλιζε και τα δικά μου μάτια. Στο μυαλό μου, ωστόσο, στριφογύριζε ο επαναλαμβανόμενος ψαλμός στα έξι τροπάρια του τρίτου Αντίφωνου «Ο δε παράνομος Ιούδας ουκ ηβουλήθη συνιέναι». Στ’ αυτιά μου, ακόμα, ο παρατεταμένος και αυστηρός ήχος του «συριγμού» της σιωπής (σσσσς) με το τελευταίο (ς) «εκνευρισμένο» που κατέληγε σ’ ένα απροσδιόριστο (τ), καθώς ο αέρας έφευγε με δύναμη από το μισόκλειστο στόμα του  Παύλου Φραγκούλη και του Μιχαλάκη Νάκου, «του μάστορα». Με αυτόν τον τρόπο και από την ίδια πάντα θέση, στα δύο πρώτα δεξιά στασίδια του ναού δίπλα στο ιερό, προσπαθούσαν να επιβάλλουν την ησυχία στα παιδιά. Έτσι τα θυμάμαι, απαράλλαχτα, να επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο.
Στην εκκλησία μας, τον Ταξιάρχη, παρέμεναν γυναίκες μεγαλύτερες και μικρότερες σε ηλικία για να «ντύσουν» τον Επιτάφιο. Οι γειτόνισσές μου αδελφές Μαρίκα και Μαργαρώ, τα κορίτσια του Οικονόμου Καλομοίρα, Λούλα και Ντούλα που έμεναν ανατολικά του Ταξιάρχη, εκεί όπου σήμερα στεγάζεται το ΙΛΜΕ, καθώς και οι αδελφές Κική και Θέλμα Παπαβασιλείου. το δικό τους σπίτι ήταν λίγο πιο κάτω, σχεδόν κολλητά με το προηγούμενο. Όλες τους χρυσοχέρες, μοδίστρες άφταστες στο επάγγελμα, με βοηθούς δεκατετράχρονα κορίτσια την Αγγέλα, τη Λέλα, τη Μαρία και άλλες. Κάτω από το ανύσταχτο μάτι της κυρα-Λένης, της εκκλησάρισσας, «έριχναν τα σχέδια». Περνούσαν σε κλωστές τις βιολέτες και τις μαργαρίτες, που εμείς τα παιδιά είχαμε μαζέψει από τους κήπους και τις ασβεστωμένες αυλές το απόγευμα της Μεγάλης Πέμπτης, βάζοντάς τες με τάξη σε μεγάλα καλαμωτά πανέρια και τυλίγοντάς τες στο κάτω μέρος με βρεγμένες λινάτσες, για να διατηρούνται φρέσκιες.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Σπετσιώτη «Ω γλυκύ μου έαρ! Η Μεγάλη Παρασκευή στην Ερμιόνη χθες και σήμερα»)

 Η φωτοφραφία απο το βιβλίο του Μιχ.Παπαβασιλείου "Θρύλοι και παραδόσεις της Ερμιόνης"