Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Φτωχή και χρεωμένη στη γη της αφθονίας

 

 athensvoice
 Μου ζητήθηκε πριν λίγο καιρό από ένα φίλο Αμερικάνο να του γράψω κάτι για ένα ξένο περιοδικό για το ελαιόλαδο που στέλνω σε έναν αγοραστή από το Μίσιγκαν. Πρόκειται για μια αστεία ποσότητα, 200 λίτρα το χρόνο, το πολύ. Η παραγωγή του ελαιώνα είναι μικρή, τις καλές χρονιές άντε να βγάλουμε έναν τόνο που καταναλώνεται κυρίως από οικογένεια και φίλους. Πώς να του εξηγήσω όμως του φίλου Αμερικάνου ότι το λάδι που στέλνω δεν έχει νόμιμα χαρτιά εξαγωγής, γιατί δεν κατάφερα για 200 λίτρα να ξεπεράσω τον κυκεώνα της γραφειοκρατίας.
Πώς να του εξηγήσω ότι παρότι δεν με συμφέρει το κόστος αποστολής και το ρίσκο μιας παράλογης παρανομίας, μαζί με όλη τη φροντίδα και τον έλεγχο για την ποιότητά του επιμένω να του το στέλνω; Ότι χρειάζομαι την κρυφή ικανοποίηση να βλέπω ότι κάτι που παράγουμε στην Ελλάδα σε αφθονία έχει σοβαρό ενδιαφέρον στην ξένη αγορά;
Τι να του πω; Για λόγους ψυχολογικούς; Γιατί ντρέπομαι που είμαστε η τρίτη χώρα παραγωγής ελαιόλαδου στον κόσμο και παρότι έχουν γίνει μερικές σοβαρές προσπάθειες δεν έχουμε καταφέρει να κατακτήσουμε την ξένη αγορά που και το θέλει και το ακριβοπληρώνει;
Ναι, ντρέπομαι. Γιατί επί χρόνια, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, έφταναν από το χωριό καταγωγής μας, όπου δεν είχαμε πάει ποτέ, 20 τενεκέδες απίθανου ελαιόλαδου. Το έστελναν οι «μεσακάρηδες» που το φρόντιζαν και με τους οποίους το μοιραζόμαστε. Έφτανε στην Αθήνα άφθονο εξαιρετικό ελαιόλαδο κι εμείς χαιρόμασταν, όπως τα παιδιά που ανοίγουν τα δώρα άγνωστων συγγενών κάτω
απ’ το δέντρο. Καλομαθημένοι και μπουχτισμένοι από αγάπη άνευ όρων.
Τι θα σκεφτεί ο Αμερικάνος; Δεν είναι μόνο μια χώρα με άπειρα ελαιόδεντρα και απίθανη ποιότητα ελαιόλαδου. Όπως το λάδι τα Χριστούγεννα, έτσι έρχεται από το πουθενά και το καλοκαίρι. Δώρο για το τέλος της σχολικής χρονιάς. Δεν είναι όπως για τους ξένους, που για να πάρουν μια γεύση καλοκαιριού και θάλασσας πρέπει να μπει στον ετήσιο προϋπολογισμό. Σε εμάς έρχεται από μόνο του, με τα κοντινά νησιά, την απογευματινή βόλτα στην παραλία, ατέλειωτες ζεστές βραδιές να τις βαριέσαι. Και τόσα άλλα πράγματα, όπως τα μνημεία, τα αρχαία, τη φύση και τη γη με τα ωραιότερα προϊόντα του κόσμου. Η χώρα της αφθονίας. Τι τα κάνεις τόσα δώρα; Σε ποιον τα επιστρέφεις;
Ναι, γιατί πράγματι, υπάρχει ένας κανόνας με τα δώρα: αμοιβαιότητα. Αλλά ποιος είναι ο αποστολέας;
Αυτό θα πω στον Αμερικάνο: «Ψάχνω τον αποστολέα». Έτσι θα του πω ότι πρωτο-επισκεφθήκαμε τον οικογενειακό ελαιώνα: σε αναζήτηση του ιδεατού «αποστολέα». Σιχαίνομαι τις γλαφυρές περιγραφές, αλλά όταν έβγαινε το λάδι στο ελαιοτριβείο το άρωμα και η γεύση του περιείχαν μνήμες για όλα όσα αγνοούσα μέχρι τότε, τα αιωνόβια δέντρα, τις ιδιαίτερες ποικιλίες, το χώμα, ακόμα και την παιδική ηλικία.
Ο πρώτος αποστολέας θα ήταν οι ίδιοι οι μεσακάρηδες. Το δικό τους μερίδιο, άντε 500 λίτρα το πολύ το χρόνο, το πουλούσαν όπως όλοι στον τοπικό Συνεταιρισμό. Περίπου 1 με 2 ευρώ το λίτρο. Τίποτα, δηλαδή. Κίνηση πρώτη, λοιπόν, ήταν να βρω καλύτερους αγοραστές για εκείνους. Για την αρχή της αμοιβαιότητας. Στο κάτω-κάτω, εκείνοι ήταν που όργωναν και κλάδευαν τόσα χρόνια. Όμως έπρεπε να προσθέσουμε μια καινούργια αξία στο ήδη υπέροχο λάδι για να βελτιώσουμε την τιμή του. Σκεφτήκαμε να γίνει βιολογική παραγωγή, να πιστοποιηθεί, να κάνουμε εργαστηριακό έλεγχο της ποιότητας των φύλλων, του χώματος και πολλά άλλα.
Άρα ο δεύτερος αποστολέας θα ήταν η ίδια η γη. Να της επιστρέψουμε το «δώρο» του ελαιόλαδου που παρήγαγε επί αιώνες, με το να μη κουράζουμε και να μην αλλοιώνουμε την ποιότητα του χώματος άλλο με άχρηστα λιπάσματα. Από τους ίδιους τους μεσακάρηδες αρχικά έπαιρνα λίγες από τις πολύτιμες αγροτικές πληροφορίες. Μια διάχυτη σιωπή επικρατούσε από τη μεριά τους, όσο εγώ ερευνούσα το θέμα μέσα από τα βιβλία. Θα μπορούσα να το ερμηνεύσω ως καχυποψία ή πονηριά, όμως εγώ το εισέπραττα ως παραδοσιακή υπερηφάνεια, και όσο τσάκωνα την απαραίτητη μικρή ζαβολιά στο μέτρημα του μισού-μισού τόσο με κολάκευε που έμπαινα στους τοπικούς κανόνες του παιχνιδιού. Δεν ήταν δα και τόσο δύσκολο να καταλάβουν τι προσπαθούσα να κάνω, και πολύ σύντομα ανέσυραν τα ξεχασμένα μυστικά της παλιάς τους τέχνης. Φρόντισαν το κτήμα με αναζωογονημένη προσοχή, και σιγά-σιγά βρήκα μερικούς αγοραστές στην Αθήνα, που αγόρασαν το λάδι τους, πιστοποιημένο πια και σωστά αποθηκευμένο, για 6 ευρώ το λίτρο. Αν το αγόραζα εγώ 4 ευρώ από τους ίδιους, για να καλύψω μερικά από τα έξοδά μου, είχα ήδη διπλασιάσει την τιμή του Συνεταιρισμού.
Στον Αμερικάνο, όμως, πώς να εξηγήσω γιατί είναι τόσο προβληματικός ο Συνεταιρισμός; Ότι στέλνει το ελληνικό ελαιόλαδο στην Ισπανία ή την Ιταλία για βελτίωση της δικής τους ποιότητας; Και ότι οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις οδήγησαν τους παραγωγούς στο αντίθετο αποτέλεσμα, αφαιρώντας τους τα κίνητρα, έτσι ώστε να εγκαταλείψουν την προσπάθεια για ποιοτική παραγωγή;
Πώς θα καταλάβει ο Αμερικάνος ότι ο τρίτος «αποστολέας» των εγχώριων «δώρων» είναι ένα αίσθημα πατριωτισμού, που θα με κάνει ακόμα πιο γραφική στα μάτια του; Πώς θα του μεταφράσω ότι όταν πήγα για χιλιοστή φορά στην εφορία για να βγάλω νόμιμα χαρτιά εμπορίου και εξαγωγής (ναι, για 200 λίτρα) με φώναξε ο διευθυντής και μου είπε: «Κορίτσι μου, εδώ είναι σαν τη Λερναία Ύδρα. Κάθε φορά που υπογράφει κάποιος ένα χαρτί σου, ξεφυτρώνουν άλλες δύο απαραίτητες υπογραφές. Σε λυπάμαι που έρχεσαι και ξαναέρχεσαι. Πάρε αυτό το τηλέφωνο, είναι μια αποθήκη ενός καραβιού που πάει στις ΗΠΑ κάθε δυο μήνες. Πες τους ότι σε έστειλα εγώ». Πώς να του πω ότι, ναι, πήγα στη μυστηριώδη αποθήκη, και όταν ρώτησα τι χαρτιά χρειάζονται για να παραλάβει ο Αμερικάνος το υπέροχο λαδάκι μου, μου απάντησε ένας συμπαθέστατος φύλακας: «Μωρό μου, δεν βγαίνει από τα σύνορα το λάδι σου. Πάει στην Αστόρια». («Αστόρια» λέγεται η περιοχή της ελληνικής παροικίας στη Νέα Υόρκη.)
Εγώ λέω καλύτερα να μην το γράψω το άρθρο. Ας μη μάθει ότι έχω γίνει λαθραία έμπορος, ούτε ότι ξοδεύω πιο πολλά απ’ όσα βγάζω για να βελτιώσω τη μικρή οικογενειακή παραγωγή παρακάμπτοντας τον Συνεταιρισμό και προσπαθώντας να λύσω το κουβάρι της γραφειοκρατίας. Άντε να εξηγήσεις και την «παραδοσιακή υπερηφάνεια». Ας μείνει με την απορία και το ερώτημα γιατί μένω φτωχή και χρεωμένη στη Γη της Αφθονίας.