Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Από τον κάπελα στον κάπηλο


Από τον κάπελα στον κάπηλο
Του Ιωάννη Λακούτση

…Καταραμένε κάπελα  και κλέφτη ταβερνιάρη,
τι το νερώνεις το κρασί και  πίνω απ’ το ξανθό
και πίνω απ΄ το κόκκινο κι από το γιοματάρι
κι από το σώσμα το τραχύ πίνω και δεν μεθώ…

Φιγούρες του δημοσίου βίου ήταν και τότε, όπως σήμερα, οι κάπελες. Τα ονόματα των πιο ξακουστών από αυτούς στη Βασιλεύουσα ( τα καπηλειά του Μελιτράγου, του Σπανού, η του Γοργόπλουτου) απαθανατίστηκαν στο έργο ενός  λογίου του 11ου αιώνα, όπως ο Μιχαήλ Ψελλός.
Ιδιαίτερη ήταν η μέριμνα του κράτους, με τους αγορανομικούς ελέγχους, για να περιορίσει την έμφυτη τάση του κάπελα να πουλά νοθευμένη την πραμάτεια του είτε με νερό είτε με «απόπιομα» άλλων πελατών. Το «απόπιομα» ή βιδάνιο μια ξεχασμένη λέξη, που χρησιμοποιούσαν κάποτε οι χαρτοπαίκτες και οι λάτρεις του κρασιού. Οι μεν πρώτοι αποκαλούσαν βιδάνιο την πιο απλή μορφή της γκανιότας και οι δεύτεροι το «απόπιομα», δηλ. τα περισσεύματα του κρασιού στα ποτήρια, τα οποία συγκέντρωναν οι ταβερνιάρηδες για να τα σερβίρουν ξανά σε άλλους πελάτες.
Το βιδάνιο, από το ιταλικό  guadagno (κέρδος), απασχολούσε έντονα τους πελάτες των ταβερνών και των καφενείων μέχρι και τις πρώτες δεκαετίας του εικοστού αιώνα.
Τα αποτελέσματα σε ορισμένες εποχές ήταν ολέθρια, όπως όταν ήταν σε έξαρση η φυματίωση. Μνημειώδεις έμειναν οι υγειονομικές εγκύκλιοι που εκδόθηκαν στις αρχές της βασιλείας του Γεωργίου Α΄. Επίσης τέθηκε σε διωγμό στις αρχές της δεκαετίας του 1920, όταν η Αστυνομία επέβλεπε τους οινοπώλες και τους επέβαλε βαριά πρόστιμα. Καθιερώθηκε το περίφημο « πρόστιμον  βιδανίου» που ανερχόταν στο ιδιαίτερα σεβαστό ποσόν των 300 δραχμών. Παρ’ όλα αυτά οι κάπηλοι συνέχιζαν απτόητοι να σερβίρουν το κρασί λειψό και να αναμιγνύουν «τον οίνον  ύδατι και κερδαίνονοντές τι εκ της καπηλείας» όπως μαρτυρεί ο Γρηγόριος ο Θεολόγος. Δραστηριότητα, η οποία ήταν ήδη τον 11ο αιώνα παροιμιώδης: «ουκ έμιξα τω οίνω, ώσπερ ο κάπηλος, ύδωρ», διαβεβαιώνει τον αναγνώστη ο Μιχαήλ Ψελλός.
Έτσι η λέξη «κάπηλος» έφτασε να σημαίνει εκείνον που πουλά νοθευμένο προϊόν, ενώ το παράγωγο ρήμα «καπηλεύω» έγινε ταυτόσημο με την πώληση αγαθών μη εμπορεύσιμων.

( Η στροφή του ποιήματος, είναι από το «Νερωμένο κρασί» του Ιωάννη Πολέμη).