Ταυτότητες
Πέρα από ληξιαρχικές - γραφειοκρατικές διατυπώσεις
"Η Πρωτοβουλία Ενεργών Πολιτών Ερμιόνης αποθησαύρισε μια ενδιαφέρουσα
συνέντευξη του 2004, ενός δικού μας ανθρώπου, του Τάκη Σπετσιώτη στην
συμπατριώτισσά μας φιλόλογο κ. Μυρσίνη Σαμαρά. Μιλώντας, ο γνωστός σκηνοθέτης
-συγγραφέας εξαντλεί τα θέματα με τα οποία καταπιάστηκε στις ταινίες, τα βιβλία
και τις παραστάσεις του, μ' ένα τρόπο που ξεπερνά το απλό καλλιτεχνικό
τους ενδιαφέρον και τους δίνει μια παιδαγωγική και ευρύτερα κοινωνική διάσταση.
Λόγω της έκτασής της η συνέντευξη θα δημοσιευτεί σε τρεις συνέχειες σήμερα,
αύριο και μεθαύριο."
(Το τελευταίο μέρος εδώ )
Με τη συνέντευξη αυτή,
που πήρα από τον αγαπητό συμπατριώτη Τάκη Σπετσιώτη, θέλησα να καταγράψω
τη δημιουργική πορεία του ως σκηνοθέτη και ως συγγραφέα και να τον αφήσω να μας
μιλήσει από τη δική του οπτική για το έργο του, να αυτοπροσδιοριστεί, σε εποχές
που η ελληνική κοινωνία βρισκόταν σε μια νέα τροχιά ζυμώσεων και προσδοκιών, τόσο στον αστικό όσο
και στον επαρχιακό τόπο. Γιατί ένα βιογραφικό στις στήλες των λεξικών ή μια
επιμέρους εντύπωση δεν είναι αρκετά, αν δεν ακούσουμε τον ίδιο το δημιουργό να
καταθέτει την ουσία του έργου του. Θέλησα, επίσης,να φτιάξω μια γέφυρα στη σχέση του κινηματογράφου με τη λογοτεχνία και την ελληνική παιδεία.
Μ.Σ.
Μ.Σ. Είχαμε
συνηθίσει μέχρι τώρα να σε παρακολουθούμε ως σκηνοθέτη σε ταινίες σου ή σε
παραστάσεις σε αθηναϊκά θέατρα. Από αυτή την οπτική γωνία τι σε ενδιέφερε να
δώσεις και πώς το εισέπραξε το κοινό;
Τ.Σ. Από τα χρόνια των σπουδών
μου σκηνοθεσίας κινηματογράφου, όπου είχα βρεθεί λίγο - πολύ τυχαία, δεν είχα
αποφασίσει με τι ακριβώς θα ασχοληθώ. Με κάποιους συμφοιτητές μου μιλούσα
περισσότερο για λογοτεχνία παρά για κινηματογράφο σε βαθμό που κάποιος κακεντρεχής
συμφοιτητής να σχολιάσει: Ο Τάκης εξακολουθεί να βλέπει λογοτεχνικά τον
κινηματογράφο; Έκανε περισσότερη εντύπωση μια ευχέρεια που είχα στο λόγο, στις
λέξεις, όπως «χοϊκός», που θυμάμαι ότι είχα κάποτε χρησιμοποιήσει σε μια
κουβέντα, παρά οι επιδόσεις μου στη φωτογραφία και στο φωτισμό.
Είχα διαβάσει από τα γυμνασιακά μου χρόνια αρκετά και -όπως ήταν επόμενο-
είχα αρχίσει να γράφω πεζοτράγουδα και διηγήματα και πού και πού να τα
δημοσιεύω σε βραχύβια περιοδικά. Ταυτόχρονα έκανα και τις σπουδαστικές μου
ταινίες μικρού μήκους, τη «Λίζα και την Άλλη» και την «Καλλονή», επάνω στη
σεξουαλικότητα, το φύλο, θέματα για τα οποία δεν ξεστομιζόταν κουβέντα ακόμα
τότε, στα 1976 -’77, την άκρως πολιτικοποιημένη εποχή της μεταπολίτευσης. Κι
όμως πολιτικά θέματα είναι και αυτά και μάλιστα η πολιτική ιστορία του σώματος.
Αναντίρρητα, παρά τις στιλιστικές μέριμνές μου, τις οποίες ποτέ δεν
αμελούσα, το πώς δηλαδή εκφράζει κάποιος κάτι με το λόγο ή την εικόνα, αυτό που
πρωτίστως με ενδιέφερε ήταν το περιεχόμενο για θέματα που δεν είχαν εκφραστεί
από άλλους, όπως εγώ τα είχα βιώσει ή σκεφτεί και που είχα την αίσθηση πως κάτι
έπρεπε να προσθέσω.
Αργότερα, μετά τη στρατιωτική
θητεία μου, κόλλησα για μια δεκαετία και πλέον στον κινηματογράφο. Τα θέματα
που διάλεξα ήταν αποκλειστικά από το χώρο της λογοτεχνίας που με ενδιέφερε. Δεν
έκανα ακριβώς προσωπικές ταινίες αλλά ταινίες που συνέδεαν τον κινηματογράφο με
τη νεοελληνική παιδεία. Για το «Μετέωρο και Σκιά», το έτος 1985, ειπώθηκε ότι ήταν η πρώτη
ελληνική ταινία που έγινε για τη ζωή ενός έλληνα ποιητή, του Ναπολέοντα
Λαπαθιώτη, τον οποίο τότε γνώριζαν πολύ λιγότεροι άνθρωποι. Αλλά δεν έχει τόσο
σημασία το να κάνεις ταινία έναν λιγότερο ή περισσότερο γνωστό ποιητή, όπως
έκαναν σκηνοθέτες που με ακολούθησαν. Σημασία έχει το πώς συνδέονται μεταξύ
τους η επιλογή σου, του ποιητή για ταινία, με την αγωνία του υπόλοιπου έργου
σου και σίγουρα με τη θεματολογία σου, όπου
συνυφαίνεται και το ζήτημα του αυτοπροσδιορισμού. Π.χ. το στοιχείο του
αυτόχειρα ομοφυλόφιλου ποιητή του «Μετέωρου»
και η σύνδεσή του με