Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

στη μνήμη του ποιητή των θαλασσών Νίκου Καββαδία

Της Έλλης Βασιλάκη
γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Νίκολσκι Ουσουρίσκι
(επαρχιακή πόλη της περιοχής του Χαρμπίν στη Μαντζουρία),
από γονείς Κεφαλλονίτες, το Χαρίλαο Καββαδία και τη Δωροθέα Αγγελάτου

nikoskavvadias2
"...
Η μόνη μου παράκληση όμως θα ʼτανε
τους στίχους μου να μην ειρωνευθήτε..."
Έπλαθε φανταστικές ιστορίες κι έλεγε ψέματα, όχι για να ξεγελάσει ή να κερδίσει κάτι τι, μα για να διασκεδάσει τους συνομιλητές του ή να τους κάνει ν’ αλλάξουν την άδικη γνώμη τους για κάποιον που ο ίδιος αγαπούσε. Είχε τη συστολή μικρού παιδιού και ήταν αμέτρητες οι φορές που όταν τον ρωτήσαν «Μα είσθε ο ποιητής Καββαδίας; ο Μαραμπού;»
κοκκίνιζε κι απαντούσε «Όχι, όχι. Είμαι απλώς ο ξάδελφός του. Εγώ είμαι μόνο ναυτικός. Δεν ξέρω από χαρτιά και από ποιήματα».
Και την ίδια ώρα μπορούσε ν’ αποσυρθεί σε μια γωνιά για να γράψει πίσω από κάποιο πακέτο τσιγάρων στίχους που αργότερα, ολοκληρωμένοι σε ποίημα, θα έκαναν τόσο μοναδική τη φωνή του στη νεοελληνική ποίηση. Είναι γνωστό, άλλωστε, στους στενότερους φίλους του, πως το θαυμάσιο εκείνο ποίημά του «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ» το έγραψε πάνω στο μάρμαρο ενός τραπεζιού σ’ ένα μικρό καφενείο του Πειραιά και βασανίστηκε να πείσει το έξαλλο γκαρσόνι να μην το σβήσει μέχρι που να φέρει χαρτί για να το αντιγράψει.
Ανδρέας Μοθωνιός, Ημερησία 1975     
Τα λίγα μα διαλεχτά ποιήματά του –36 όλα κι όλα ή μάλλον 37, αν προσθέσουμε και το «Ήθελα...», που δεν υπάρχει παρά μόνο στην Ανθολογία του Αποστολίδη– δεν έχουν ούτε μια λέξη περιττή, ούτε μια ομοιοκαταληξία τυχαία, ούτε ένα στίχο παραπανίσιο.
Καρπός μεγάλης στιχουργικής ευχέρειας αλλά και επίμονης τεχνικής επεξεργασίας, τα ποιήματά του είναι ολοκληρωμένα και με μελετημένες λεπτομέρειες. Όσο κι αν ξαφνιάζουν στην αρχή, γρήγορα συγκινούν και κερδίζουν. Γιατί στέκουν ανάμεσα στην παράδοση και το μοντέρνο, και η διπλή αυτή ιδιότητα τα κάνει γοητευτικά.
Και κάτι άλλο ακόμα. Όσο κι αν φαίνεται τολμηρό αυτό που θα πω, η ποίηση του Καββαδία έχει την ίδια ποιότητα και πυκνότητα με την ποίηση του Καβάφη –τουλάχιστον ως προς την τέχνη. Πράγματι, ενώ από τους άλλους μας ποιητές μπορεί κανείς να διαλέξει εύκολα τα δυο τρία καλύτερα ποιήματά τους, από τον Καβάφη και τον Καββαδία δεν ξέρεις τι να πρωτοδιαλέξεις –και να σκεφτεί κανείς πως ούτε ο ένας ούτε ο άλλος πήραν ποτέ τους κανένα βραβείο! Γι’ αυτό, όταν κατακάτσει ο κουρνιαχτός από τους πολυδιαφημισμένους ποιητές μας κι όταν οι μοντέρνοι μας πάθουν καθίζηση, ο Καββαδίας θα εξακολουθήσει αβίαστα και με το δίκιο του να επιζεί.
Ντίνος Χριστιανόπουλος, Διαγώνιος 1975

ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΙΜΟΥΛΗΣ απαγγέλει ΚΑΒΒΑΔΙΑ