Του Γιάννη Λακούτση
Francois Villon,σκιά μου φίλη,
που ταπεινά καθώς οι γρύλλοι
ετραγουδούσες,
πόσο η ψυχή μου θα σ’ επόνει,
όταν σ’ επρόσμενε η αγχόνη
κι έκλαιαν οι Μούσες!
(Κόμησσα Άννα ντε Νοάιγ
Οι Σκιές μτφρ. Καρυωτάκης)
Ο Φρανσουά ντε Μονκορμπιέ, γεννήθηκε το 1431 σε μια
φτωχή οικογένεια, στο Παρίσι. Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και την
μόρφωσή του ανέλαβε ο μακρινός συγγενής του, Γκιγιόμ Βιγιόν,ιερέας, άνθρωπος των
γραμμάτων. Από το 1456 και ύστερα ο ποιητής χρησιμοποιεί το επίθετο του θετού
του πατέρα. Στην ηλικία των 12 ετών, φοιτά στο πανεπιστήμιο και 21 ετών,
παίρνει πτυχίο ως Δάσκαλος των Τεχνών, και συνεχίζει τις σπουδές του, σε κάποια
ανώτατη σχολή πιθανώς στη Νομική. Η ανεμελιά και η σκανταλιά θα δώσουν γρήγορα τη θέση τους στο έγκλημα, στη
ληστεία, στην προστασία γυναικών.
Η παρέα του, είναι όλα τα
μέλη του Παρισινού υπόκοσμου.
Μπλέκει με τη φοβερή συμμορία
των «Κοκιγιάρ» από τους οποίους μαθαίνει το γλωσσικό ιδίωμα « ζαργκόν» στο
οποίο έγραψε και ορισμένες από τις μπαλάντες του. Σ’ αυτές δίνει συμβουλές
στους φίλους, πώς να κάνουν τις δουλειές τους, χωρίς να τους πιάνει η
αστυνομία.
Ο «αλήτης» ποιητής φτάνει σε
άθλια κατάσταση στην πόλη Μπλουά.
Εκει ο Κάρολος , Δούκας της
Ορλεάνης, αξιόλογος ποιητής, του προσφέρει άσυλο. Η περίφημη «Μπαλάντα του
ποιητικού διαγωνισμού του Μπλουά», γράφτηκε εκείνη
την περίοδο, σε ποιητικό διαγωνισμό που οργάνωσε ο Κάρολος.
Το 1462, καταδικάζεται σε
απαγχονισμό, ο οποίος μετατρέπεται σε δεκάχρονη εξορία. Μετά από αυτό το σημείο
κανείς δεν έμαθε που, πότε και πως πέθανε.
Ανάμεσα στις μπαλάντες
ξεχωρίζουν η « Μπαλάντα των Παροιμιών»,