Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

Μιλώντας με ένα σκιάχτρο

Το ζητούμενο για τον Χιώτη ακτιβιστή και συγγραφέα Γιάννη Μακριδάκη είναι ένα κίνημα ανατροπής, που θα επνεύσει και θα βοηθήσει την Ελλάδα του σήμερα. Ένα κίνημα που θα έπειθε και τον ήρωα του βιβλίου του να κάνει την υπέρβαση του. Μια χώρα χαμογελαστών δούλων. Μια χώρα εξαρτημένων επιχειρηματιών και κοστουμαρισμένων στελεχών, μια χώρα εργατών με στολές, με κράνη, με γιλέκα, μια χώρα που ξεπουλά τη γη και τους φυσικούς πόρους της, ώστε να μη σηκώσουμε κεφάλι ποτέ.
Αυτή είναι η εικόνα της σημερινής Ελλάδας για τον Γιάννη Μακριδάκη, κάπως έτσι την περιγράφει στη δημοφιλή ιστοσελίδα του (www.yiannismakridakis.gr) και μέσα απ' αυτήν την Ελλάδα ξεχώρισε τα τελευταία χρόνια ο ίδιος, μ' όλες του τις ιδιότητες: ως ζωντανή μνήμη του νησιού του, της Χίου, ως οικολόγος-ακτιβιστής και, πάνω απ' όλα, ως συγγραφέας που προτείνει κι ενσαρκώνει ένα εναλλακτικό μοντέλο ζωής, μέσα στη φύση, ριζωμένο στην παράδοσή μας.
Το καινούργιο βιβλίο του Μακριδάκη, «Του Θεού το μάτι» (εκδ. Εστία), το έβδομο από το 2008, είναι μια νουβέλα-σχόλιο για την Ελλάδα της κρίσης, με κεντρικό ήρωα ένα γέροντα Χιώτη, σε κουβέντα με το σκιάχτρο που φτιάχνει για το χωράφι του. «Παραδοσιακός σε όλα του», ο Θόδωρος Πεπόνας φυτεύει
σπόρους από καλή γενιά που δεν θέλει να χαθεί, απεχθάνεται τα μεταλλαγμένα όπως ο διάολος το λιβάνι και η παραγωγή του είναι ελάχιστη - ούτε εμπόριο κάνει ούτε φιλοδοξεί να ταΐσει τον κόσμο ολόκληρο.
Ο Πεπόνας δεν ήταν ανέκαθεν αφοσιωμένος στη γη. Για ένα μικρό φεγγάρι υπήρξε ναυτικός και επί δεκαετίες ήταν ένας βολεμένος, όσο και ολιγαρκής, δημόσιος υπάλληλος. Τώρα όμως είναι συνταξιούχος κι απολαμβάνει ψυχή τε και σώματι την καθημερινότητά του, συντροφιά με τον Διομήδη, όπως έχει βαφτίσει το σκιάχτρο του, με τον μπαξέ, τα φιντάνια και τα πουλιά τριγύρω, που όλα τα ξέρουν και όλα τα ακούν. «Τα πουλιά είναι του Θεού το μάτι από πάνω μας, Διομήδη. Είναι η συνείδησή μας τα πουλιά»...
Οσα διαβάζουμε στη νουβέλα δεν είναι παρά ένας χειμαρρώδης εσωτερικός μονόλογος του γέροντα αγρότη, πυροδοτημένος από τις «πιο κρίσιμες» εκλογικές αναμετρήσεις από την εποχή της Μεταπολίτευσης. Γι' άλλη μια φορά, ο Μακριδάκης επιστρατεύει ένα γεγονός του δημόσιου βίου για να το παντρέψει με μυθοπλαστικά στοιχεία, χωρίς ο ίδιος ν' απομακρύνεται από το μικρόκοσμο του γενέθλιου τόπου του. Στο πιο επιτυχημένο πεζό του, τη «Δεξιά τσέπη του ράσου», η ιστορία του μοναχού ήρωά του διαδραματίζεται παράλληλα με την κηδεία του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, ενώ στο «Λαγού μαλλί», που ακολούθησε, όλα συμβαίνουν καθώς ο Γιώργος Παπανδρέου ανακοινώνει την ένταξή μας στο ΔΝΤ από το Καστελόριζο. Τώρα, σειρά παίρνουν οι διπλές εκλογές του περασμένου καλοκαιριού.
Το ευρωπαϊκό μέλλον της χώρας κρέμεται από μια κλωστή, ο Πεπόνας έχει βαρεθεί να τ' ακούει από τα κανάλια νυχθημερόν. Κι ενώ ο ίδιος δεν θέλει να προδώσει την παράταξη που τον τάιζε τόσα χρόνια, φίλοι και συγγενείς τον πιέζουν να σηκώσει ανάστημα. Επειδή μάλιστα δεν είναι σίγουροι για το τι θα ψηφίσει, απειλούν ότι θα τον κλειδώσουν σπίτι την ημέρα των εκλογών!
Να τος, λοιπόν, απαυδισμένος, να μουρμουράει: «Ακυβέρνητη πολιτεία έχουμε καταντήσει, Διομήδη. Για βάλε με το νου σου να μείνει ακυβέρνητος ο μπαξές. Σε μια βδομάδα θα 'χει γίνει να σιχαίνεσαι να τον βλέπεις... Ετσι θα την καταντήσουν και την καψερή την Ελλάδα μας... Κι ας αγωνίζεται ο πρόεδρός μας να τους συμμορφώσει, διότι αλλιώς θα μας πετάξουν οι εταίροι απ' όξω κι όλες μας οι θυσίες θα πάνε χαμένες. Τίποτε αυτοί. Μόνο κούφια λόγια κι επανάσταση».
Εκείνον που έχει άχτι πάνω απ' όλους ο γέροντας είναι τον «αναρχικό» που τριγυρνάει τελευταία στο νησί και ξεσηκώνει τον κόσμο με τις ιδέες του. Κάποιον που εγκατέλειψε την πόλη για να δοκιμάσει να ζήσει εκτός συστήματος, και ο οποίος λίγο έλειψε να σαγηνεύσει ακόμα κι αυτόν: «Μου 'λεγε πως ήθελε να παράγει το φαΐ του και να μην πληρώνει για να το βρίσκει, τέτοια μου 'λεγε.
»Και πως αυτό που είχε καταλάβει, λέει, ήτανε πως δεν συμφέρει να δουλεύεις, όσο μεγάλο μισθό κι αν έχεις, διότι το χρήμα που σου δίνουνε σ' το παίρνουν πάλι πίσω, ένα γρανάζι στις μηχανές τους είσαι και στο τέλος ούτε σου απομένει τίποτε και σου 'χουνε ρουφήξει τα πιο καλά σου χρόνια».
Ο Πεπόνας κατά βάθος συμφωνεί και προσυπογράφει. Πώς όμως να φανεί αχάριστος στη βουλευτίνα, που ώς και το γιο του βόλεψε στο Δημόσιο; Η συνείδησή του δεν το αντέχει.
Αυτό το μπέρδεμα αφηγείται ο Μακριδάκης στη νουβέλα του, βάζοντας τον ήρωά του στη μέγκενη ενός διλήμματος που ταλάνισε πρόσφατα πολλούς. Οσο κι αν ο γέροντας εθελοτυφλεί, όσο κι αν αδυνατεί να συνειδητοποιήσει τι κόστος έχουν οι κομματικές δουλείες που σέρνει πίσω του, έτσι όπως εμφανίζεται ταγμένος στη γη και στο δικό του κώδικα αξιών, παραμένει συμπαθής, κι ας μην προβαίνει σε κανένα «επαναστατικό» άλμα. Ο ίδιος ο Μακριδάκης, πάντως, όπως και ο «αναρχικός», το μυθιστορηματικό alter ego του, έχει ξεσηκωθεί για τα καλά.
Απευθυνόμενος σε «πρώην συναγωνιστές», μέσα από την ιστοσελίδα του πάντα, έγραφε τις προάλλες πως ο ΣΥΡΙΖΑ «έχει εκφυλιστεί, έχει χάσει τον όποιο ριζοσπαστισμό του». Το ζητούμενο για τον Χιώτη ακτιβιστή είναι ένα κίνημα ανατροπής, τοοποίο θα εμπνεύσει και θα βοηθήσει πολιτικά την Ελλάδα που σήμερα «βράζει από συλλογικότητες». Ενα κίνημα που ενδεχομένως θα έπειθε και τον μπαρμπα-Πεπόνα να κάνει επιτέλους την υπέρβασή του...