Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

Πληρωμή συντακτών


Κάποτε η πληρωμή συντακτών γινόταν και με …γιουβετσάδες



Του Γιάννη Λακούτση
Οι εφημερίδες σήμερα είναι κατά το πλείστον ισχυροί οικονομικοί οργανισμοί και αρκετοί συντάκτες που εργάζονται σ’ αυτές, πληρώνονται με δεκάδες η και εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ τον χρόνο. Τα παλαιότερα χρόνια κάτι τέτοιο δεν ήταν συνηθισμένο. « Οι συντάκτες και οι συνεργάτες εργάζονταν για την δόξα και έπαιρναν τις γλίσχρες αμοιβές τους στη χάση και στη φέξη». Ο Κλεάνθης Τριαντάφυλλος , εκδότης της εφημερίδας «Ραμπαγάς», πλήρωνε τους συντάκτες του, με… γιουβετσάδες, εφ’ όσον οι εισπράξεις από την πώληση του φύλλου το επέτρεπαν.

Όταν κάποτε ένας συνεργάτης του «Ραμπαγά» κατόρθωσε να του αποσπάσει το σεβαστό ποσό των …οκτώ δραχμών, για ένα άρθρο, ο Κλεάνθης Τριαντάφυλλος είχε κυριευθεί από μαύρη απελπισία. « Μ’ έγδυσε ο αθεόφοβος!» Έλεγε και ξανάλεγε. Και δεν μπορούσε να το χωνέψει. Και ο Βλάσης  Γαβριηλίδης, ο μεγάλος αναμορφωτής της ελληνικής δημοσιογραφίας, εκδότης  της εφημερίδας ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, είχε παρόμοιες αντιλήψεις για την αμοιβή των εργαζομένων.. Όταν κάποτε ο Κώστας Ουράνης νεαρός τότε συντάκτης, του ζήτησε αύξηση γιατί τα χρήματα που έπαιρνε δεν του έφταναν, ο Γαβριηλίδης τον κεραυνοβόλησε. «Αυτό συμβαίνει γιατί δεν ξέρεις να τρως! Μάσα κάθε μπουκιά οκτώ φορές . Όταν τρως

με το σύστημα αυτό, θα σου φθάνουν τα λεφτά που παίρνεις!». Αλλά και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έζησε μαύρες μέρες στην ΑΚΡΟΠΟΛΗ ώσπου αναγκάστηκε να  αποχωρήσει από τη σύνταξη .

«Ο κ. Βλάσσιος, είναι σκληρός άνθρωπος…Δεν με πληρώνει… Και έχω ανάγκη να ζήσω», έλεγε με περάπονο. Δούλευε ατελείωτες ώρες συχνά μέχρι τα μεσάνυχτα χωρίς διακοπή ούτε τις Κυριακές. Σπάνια ο Γαβριηλίδης τον άφηνε να φύγει νωρίτερα. « Για πού τόσο βιαστικός;», τον ρώτησε μια μέρα . « Άφησε με, τρέχω να προφτάσω τον ήλιο. Έχω ένα μήνα να τον δω και τρέχω να τον προφτάσω πριν βασιλέψει», του απάντησε ο Παπαδιαμάντης. Και όταν κάποια Πρωτοχρονιά ο Γαβριηλίδης χρειάστηκε ένα επίκαιρο διήγημα, έστειλε τον Στέφανο Δάφνη, συντάκτη της εφημερίδας, να ζητήσει από τον Παπαδιαμάντη να το γράψει, εκείνος δέχτηκε με τον όρο: «Όταν θα έλθεις να πάρεις το χειρόγραφον, να έχεις και τα χρήματα. Να με δώσετε δέκα πέντε δραχμάς. Όχι γιατί το αξίζει, αλλά τόσα μου χρειάζονται να περάσω τας ημέρας αυτάς».

Ο Γαβρηιλίδης δέχτηκε να του δώσει μόνο τις δέκα δραχμές κι έτσι αναγκάστηκε τις υπόλοιπες πέντε να τις δώσει ο Δάφνης. Ένα από τα ωραιότερα διηγήματα του Παπαδιαμάντη το οποίο κατέλαβε
ολόκληρη την σελίδα, πληρώθηκε με δεκαπέντε δραχμές.

Παρά τη φτώχεια και την κακομοιριά οι Αθηναίοι δημοσιογράφοι δεν έχαναν το κέφι τους ακόμα και όταν κάποια εφημερίδα διέκοπτε την έκδοση της. Όταν

ο αρχισυντάκτης κάποιας εφημερίδας, ενημέρωσε τον Τίμο Μωραϊτίνη, ότι το επόμενο φύλλο θα ήταν το τελευταίο και επομένως έπρεπε οπωσδήποτε να τελειώσει ένα ιπποτικό μυθιστόρημα, που δημοσίευε σε συνέχειες. Η υπόθεση

βρισκόταν στο σημείο όπου οι δύο ήρωες είχαν σταθεί ο ένας απέναντι στον άλλο, για να λύσουν τις διαφορές τους με τα ξίφη. Σε εκείνη την κρίσιμη στιγμή ο Μωραϊτίνης εμφάνισε τον αρχιεργάτη της εφημερίδας, ο οποίος έλεγε στους δύο αντιπάλους: « Κύριοι, είναι περιττόν να διασταυρώσετε τα ξίφη σας. Αύριο δεν βγαίνει φύλλο.



Προς την μητέρα μου



Μάννα μου, εγώμαι τ’ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι,

όπου το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει.

Το δόλιο! Όπου κι αν στραφή κι απ’ όπου κι αν περάσει

δε βρίσκει πέτρα να σταθή, κλωνάρι να πλαγιάσει.



Εγώ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλα αποδαρμένη

μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσ’ αφρισμένη,

παλεβω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι

κι άλλη δεν έχω άγκουρα πλην την ευχή σου μόνη.



Στην αγκαλιά σου τη γλυκειά μαννούλα μου ν’ αράξω,

μες’ το βαθύ το πέλαγο αυτό πριχού βουλιάξω.



Μαννούλα μου, ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω

του ριζικού μου, από μακρυά τη θύρα ν’ αγναντέψω.

Στο θλιβερό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω,

κι εκεί να βρω τη μοίρα μου και να την ερωτήσω.



Να της ειπώ: είναι πολλά, σκληρά τα βάσανα μου,

ωσάν το δίχτυ που σφαλνά θάλασσα, φύκια κι άμμο

είναι κι η τύχη μου σκληρή, σαν την ψυχή τη μαύρη,

π’αρνήθηκε την Παναγιά κι οπώλεος δεν θαύρει.



Κι εκείνη μ’ αποκρίθηκε κι εκείνη απελογήθη:

« ήτον ανήλιαστη, άτυχε, η μέρα που γεννήθης

άλλοι επήραν τον ανθό και συ τη ρίζα πήρες

όντας σε έπλασε ο θεός δεν είχες άλλες μοίρες».



Το ποίημα αυτό ήταν γραμμένο πίσω από ένα γράμμα που είχε γράψει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, στις 18-7-1874, στην μάνα του. Πρωτοδημοσιεύθηκε από τον Οκτάβιο Μερλιέ, το 1934 στο βιβλίο «Α.ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ-ΓΡΑΜΜΑΤΑ».



Πηγές: 1) Εφημ. Τέταρτη Εξουσία 1957. 2) «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης».

Χρήστου Χειμωνα 1974.