Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

«Οφείλουμε να είμαστε γενναίοι»

: Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης
Ο πολυμεταφρασμένος έλληνας συγγραφέας μιλάει για το νέο μυθιστόρημά του
« Το ελάχιστο ίχνος »,
για το αλλόκοτο της καθημερινότητας
και για τον αγώνα που απαιτούν η τέχνη και η ζωή


Βαγγέλης  Χατζηγιαννίδης: «Οφείλουμε να είμαστε γενναίοι»
 
«Οταν γράφουμε είμαστε εκτός του κόσμου τούτου. Και όταν διαβάζουμε επίσης» λέει ο γάλλος κριτικός λογοτεχνίας Πιερ Ασουλίν. Αυτό μοιάζει να συμπυκνώνει απόλυτα την εμπειρία του αναγνώστη που πιάνει στα χέρια του ένα βιβλίο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη. Ταξιδεύει στους λαβύρινθους ενός ανεξερεύνητου, ημιφωτισμένου, απροσπέλαστου σύμπαντος. Εκεί ακριβώς που παραδέχεται ότι ταξιδεύει, γράφοντας, και ο ίδιος.

Ο έλληνας διεθνής συγγραφέας (τον περασμένο Μάιο απέσπασε το Βραβείο Κοινού στο ετήσιο Θεατρικό Φεστιβάλ της Χαϊδελβέργης για το θεατρικό του «Στην οθόνη φως», ενώ ο εκδοτικός οίκος Theaterverlag Hofmann-Paul έχει αναλάβει την προώθηση του ίδιου έργου στις γερμανόφωνες θεατρικές σκηνές) είναι πάλι εδώ. Στο νέο μυθιστόρημά του «Το ελάχιστο ίχνος» (πάντα από τις εκδόσεις Το Ροδακιό) διατρέχει ιλιγγιωδώς την πολυτάραχη ζωή ενός ανθρώπου με το αλλοπρόσαλλο όνομα Αυγουστίνος Ψυχός. Μαζί του, τις ανακλάσεις και τις διαθλάσεις από δεκάδες άλλες ζωές που κονταροχτυπιούνται με τη δική τους μοίρα, πέντε «γεμάτες» δεκαετίες Ελλάδας (1943-1998) και μια φρενήρη διαδρομή από ένα μικρό χωριό των αλβανικών συνόρων στην αθηναϊκή θεατρική πιάτσα. Με κινηματογραφική αφήγηση, ηθογραφικές πινελιές και έναν καταιγισμό συναισθημάτων εγκαινιάζει, όπως εξηγεί ο ίδιος, έναν καινούργιο κύκλο: «Είναι πιο γειωμένο σε σχέση με τα προηγούμενα βιβλία μου που βασίζονταν περισσότερο στο φανταστικό, στο μεταφυσικό. Οι ήρωες εδώ είναι πιο αιμάτινοι». Στην εποχή της ταχύτητας και της προχειρότητας, ένα μυθιστόρημα που χρειάστηκε μια επταετία; «Δεν ενδιαφέρει καθόλου τον αναγνώστη αν σου πήρε επτά χρόνια ή αν το έγραψες μέσα σε ένα πυρετικό βράδυ» λέει ψύχραιμα ο ίδιος.

Ανάμεσα στους επινοημένους ήρωες του βιβλίου του παρεμβάλλεται και ένας απρόσμενα σάρκινος: o Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης! Ο συγγραφέας αυτοπροσώπως, εν έτει 1990, όταν ήταν ακόμη ηθοποιός, την εποχή μάλιστα που έπαιζε στον «Σωσμένο» του Μποντ, την εμβληματική παράσταση με την οποία εγκαινίασε τη λειτουργία του το Θέατρο Εμπρός. Είναι «ένας νέος ηθοποιός, γύρω στα 23, ψηλός με ζωηρά μάτια. Οι κινήσεις του, η φωνή του, έδιναν την εντύπωση μιας εσωτερικής ηρεμίας, ένα έμπειρο μάτι ωστόσο θα καταλάβαινε πως ήταν μόνο το προκάλυμμα μιας ενδόμυχης ανησυχίας και νευρικότητας... O Αυγουστίνος έχει σχηματίσει μια ανάμεικτη εντύπωση για εκείνον: συμπαθής, αλλά επιφανειακός». Ο ίδιος μιλάει για αυτό το τολμηρό «χιτσκοκικό» πέρασμα που κάνει στο μυθιστόρημά του: «Είναι μια εποχή του ελληνικού θεάτρου, την οποία έζησα, εκεί μέσα γαλουχήθηκα. Σκέφτηκα ότι θα ήταν ωραίο να περάσω ως πραγματικό πρόσωπο σε μια φανταστική ιστορία. Ηταν περισσότερο σαν ένα παιχνίδι μ’ εμένα και τους αναγνώστες».


Το δικαίωμα στην ελαφρότητα

Εμβαπτισμένος στο «σοβαρό» θέατρο (Σχολή Βεάκη και ύστερα Τερζόπουλος, Μπαντής, Βολανάκης), ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης δεν σταμάτησε να διεκδικεί το δικαίωμά του στην ελαφρότητα. «Δεν σου κρύβω τον φόβο μου μήπως κάποια στιγμή σε δω πρωταγωνιστή στην Ντενίση!» του είχε πει μάλιστα κάποτε ο σκηνοθέτης Θόδωρος Τερζόπουλος. Σημειωτέον ότι ως ηθοποιός βίωσε μέχρι τελευταίας ρανίδος την πόλωση μεταξύ «ποιοτικού» και «εμπορικού» που ανθούσε προ εικοσαετίας στο ελληνικό θέατρο, εκείνον τον υστερικό διαχωρισμό ανάμεσα στον «καλλιτέχνη-ασκητή» και στον «πουλημένο για τα φράγκα»: «Υπήρχε τότε πολύ έντονο αυτό. Αυτοί που επέλεγαν να στρατευτούν στην ασκητική του θεάτρου και να βαφτιστούν στην ιερότητά του κάποια στιγμή έχαναν τον έλεγχο, δεν ήξεραν πόσο αυτό ήταν αυθεντικό και πόσο ήταν σοβαροφάνεια και κάμωμα. Σήμερα αυτό έχει εξομαλυνθεί. Σε βαθμό, όμως, που φτάνει την ισοπέδωση. Υπάρχει, πλέον, η ανάγκη να παίξουμε με το “πάντρεμα”. Δεν είναι απαραίτητα κακό, απεναντίας μπορεί να είναι πολύ ενδιαφέρον. Το θέμα είναι ποια ανάγκη απαιτεί αυτό το “πάντρεμα”. Είναι ένας διαφημιστικός εντυπωσιασμός ή πράγματι θες να φτιάξεις ένα χαρμάνι; Είναι ένα επικίνδυνο εγχείρημα, πρέπει να είσαι διπλά προσεκτικός και δεξιοτέχνης για να τα συνδυάσεις με έναν τρόπο που να έχει καλλιτεχνικό νόημα».

Την ίδια ελαφρότητα μοιάζει να διεκδικεί και για το συγγραφικό έργο του παρά το βαρύτιμο των διακρίσεων που έχει αποσπάσει (με πρώτη την υποψηφιότητά του το 2007 για το Ιndependent Foreign Fiction Prize με το πρώτο μυθιστόρημά του, «Οι τέσσερις τοίχοι»): «Δεν αισθάνομαι ότι τα βιβλία μου έχουν κάτι το ελιτίστικο, ότι δεν μπορεί να τα προσεγγίσει ο μέσος αναγνώστης. Υπάρχει αυτή η παρεξήγηση, ότι κάτι το οποίο είναι εύληπτο από τον μέσο θεατή ή αναγνώστη είναι και μέσης καλλιτεχνικής αξίας».

Μια περίεργη λοξοδρόμηση της τύχης (ένα σπάνιο σύνδρομο που στα 25 του χρόνια τον καθήλωσε σε αναπηρικό καροτσάκι) θα τον διώξει βιαίως από το σύμπαν του θεάτρου. Κάπως έτσι εγκαινιάζει τη δεύτερη «ζωή» του ως συγγραφέας. Σήμερα, στα 46 του, η συγγραφική του ιδιότητα είναι εκείνη που τον φέρνει συχνά πυκνά στα παλιά του λημέρια (την ερχόμενη θεατρική σεζόν δύο έργα του θα ανεβούν σε δύο αθηναϊκές σκηνές). Δηλώνει, πάντως, ανακουφισμένος που έχει αποτινάξει την αγωνία του θεάτρου: «Δεν ξέρω αν απολάμβανα ποτέ το τρακ πριν από την παράσταση, ένιωθα να με ακυρώνει. Ξανάβρισκα τον εαυτό μου μόνο ύστερα από λίγη ώρα, παίζοντας επί σκηνής». Σίγουρα, όμως, δεν έχει και ο ίδιος αποτινάξει αυτό το διαβρωτικό άγχος της αποδοχής, του να ανήκεις στη «ράτσα των προικισμένων» από το οποίο πάσχει και ο κεντρικός ήρωας του καινούργιου μυθιστορήματός του. «Με αυτό αναμετρώνται όχι μόνο οι καλλιτέχνες, αλλά όλοι οι άνθρωποι. Μπορεί, για παράδειγμα, να το έχουν και οι δικηγόροι αυτό. Μπορεί επίσης και ένας αρχιτέκτονας να θέλει οι άνθρωποι που θα κατοικούν στο σπίτι που έφτιαξε να τον ευγνωμονούν ανά πάσα στιγμή, ας πούμε, για το πόσο ωραία σχεδίασε αυτό το χολ. Στους καλλιτέχνες απλώς είναι πιο γνήσια εκφρασμένο».


Τόσο μακριά από την Ελλάδα της κρίσης

Ο ίδιος δεν έχει ενοχές που το καινούργιο μυθιστόρημά του «Το ελάχιστο ίχνος» δεν ακουμπά το φλεγόμενο κοινωνικοπολιτικό τοπίο της Ελλάδας της κρίσης. «Απεναντίας, θα αισθανόμουν ενοχικά αν επέβαλλα στον εαυτό μου να πάρει θέση για ένα θέμα. Παρ’ όλο που τυχαίνει η καθημερινότητα σήμερα να προσφέρει πλούσιο υλικό, πολύ πλούσιο από άποψη συναισθημάτων, ματαιώσεων, αλλαγών και μεταβάσεων, αυτό που πάντα με ενδιαφέρει στην τέχνη είναι ό,τι ξεπερνάει το καθημερινό και το τετριμμένο. Θα δυσκολευόμουν πάρα πολύ αν έπρεπε να πω π.χ. μια ιστορία με ένα ζευγάρι που ζει το 2013 στην Αθήνα, εκείνος άνεργος κτλ. Αναμφίβολα, είναι πολύ σημαντικός ο ρόλος των έργων τέχνης που μιλούν για το σήμερα, ακριβώς γιατί σε κάνουν να σκεφτείς πάνω στο πρόβλημα. Υπάρχουν, όμως, εκείνα που λειτουργούν θετικά με έναν πολύ πιο αόρατο τρόπο. Σου οξύνουν την ευαισθησία, τη σκέψη, τη φαντασία, τη συναισθηματική ανοχή, την ευφυΐα σου, μια πολύ πιο αργή διαδικασία. Αλλά αυτή η εκλέπτυνση που τελικά προσφέρουν σε σένα τον αναγνώστη ή στον θεατή σε κάνει πιο δυνατό, πιο εξελιγμένο ον».

Το «Ελάχιστο ίχνος», βέβαια, αποτολμά και μια εξίσου υπόγεια εξοικείωση με τη διαφορετικότητα, ένα από τα πλέον ακανθώδη ζητούμενα του σήμερα: «Οι πιο πολλοί ήρωες είναι με κάποιον τρόπο “λειψοί” σωματικά ή συναισθηματικά, π.χ. ο υιοθετημένος, η κακάσχημη κοπελίτσα κτλ. Αυτό, βέβαια, έγινε περισσότερο από μια δική μου έλξη προς το αλλόκοτο παρά με σκοπό να μεταφέρει κάποιο μήνυμα για τη διαφορετικότητα».

Ο ίδιος δεν υπήρξε ποτέ του ρίψασπις, ίσως οι βίαιες ανατροπές στη δική του ζωή να μην άφησαν χώρο. «Γιατί δηλαδή η δική μας γενιά δεν θα ’πρεπε να αντιμετωπίσει μια πραγματικά κρίσιμη κατάσταση;» ρωτάει. «Ας αναλογιστούμε τι έχουν τραβήξει οι προηγούμενες γενιές και ας είμαστε πιο ελαστικοί. Αυτό, βέβαια, δεν απαλλάσσει τους υπευθύνους από τις ευθύνες τους και τα κρίματά τους. Δεν λέω “Καλά κάνουν και μας σκληραγωγούν”. Εχει, όμως, έναν απίστευτο εγωισμό να λες “Γιατί εγώ να κακοπαθαίνω; Γιατί εγώ να στενεύομαι και να ζορίζομαι;”. Δεν πρέπει να παραχαϊδεύουμε τον εαυτό μας. Οφείλουμε και εμείς να αποδειχθούμε γενναίοι. Η αποχαύνωση της ευημερίας και της ευτυχίας δεν ωφελεί σε αυτή τη Γη. Μπορεί να είναι πολύ ωραία στον Παράδεισο ή σε μια άλλη συνθήκη, αλλά όχι εδώ». Και όλα αυτά τα ελάχιστα... ίχνη που αφήνουν επάνω μας οι δοκιμασίες και τα χτυπήματα της μοίρας; «Από τη στιγμή που επιβιώνεις ύστερα από κάτι, που το ξεπερνάς, έχεις πια την εμπειρία της αναμέτρησης και είσαι ισχυρότερος. Τα ίχνη και τα τραύματα που μένουν είναι και αυτά μέσα στο πρόγραμμα, είναι η προσωπική σου ψυχική περιουσία».
 

BHmagazino
 
Πρότεινε η Έλλη Βασιλάκη