Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

Του Κίτσου η μάνα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι



            Του Γιάννη Λακούτση

 Η «εξαρχαίωσις» δημοτικών τραγουδιών

Του Κίτσου η μάνα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι
και το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε,
ποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι στρέψε πίσω
για να περάσω αντίπερα, κάτω στα κλεφτοχώρια
πούχουν οι κλέφτες μάζωξη, πούχουνε τα λημέρια.
…Τον Κίτσο τον επιάσανε και παν να τον κρεμάσουν…
Χίλιοι τον παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω,
Κι ολοξωπίσω πήγαινε η μαύρη του μανούλα!
« Κίτσο μου πούναι τ’άρματα, τα έρμα τα τσαπράζια;»
« Μάναμ’ τρελή, μάναμ’ χωλή, μάναμ’ ξεμυαλισμένη,
μάναμ’ δεν κλαις τα νιάτα μου, δεν κλαις την λεβεντιά μου
Μον’ κλαις τα μαύρα τ’ άρματα, τα έρμα τα τσαπράζια;»

Τελη του 19ου αιώνα υπήρξε η μόδα της γλωσσικής «εξαρχαιώσεως»
δημοτικών τραγουδιών, ποιημάτων, παροιμιών. Έτσι διαβάζουμε στην εφημερίδα
«Μη χάνεσαι» του 1880 τους στίχους:

« Κατηγορούν τη γάτα μας
και τηνε λένε γραία
που’χει τα μάτια γαλανά
και την ουρά μακραία»

να μετατρέπονται σε   

« Και την γαλήν μας μέμφονται
αποκαλούντες γραίαν
έχουσα τ’ όμμα μεν γλαυκόν
ουρά δε οργυιαίαν»

Ένας παρόμοιος « εξωφρενισμός» ήταν και ο παρακάτω:

Του Κίσσου η μήτηρ κάθητο επ’ όχθης ποταμίου,
ήριζε τοίνυν μετ’ αυτού και το ελιθοβόλει
μειώθητι, ω ποταμέ, τράπηθι κατά νώτου,
ιν αντιπέραν πορευθώ εις των κλεπτών τους τόπους,
ενθ’ εχουσ’ ούτοι σύγκλητον και δη ολημερίας.
…Τον Κίσσον φευ! συνέλαβον άγουσι δ’ εις αγχόνην…,
χίλιοι προηγούνται μεν δισχίλιοι δε τούτω
έπονται, πορωθ’ έβαινε δ’ η τάλαινα του μήτηρ.
« Ποι εισι, Κίσσε, η οπλή, σαπράσσα τα μονήρη;»
« Παράφρων μήτερ, φρεναλγής, κενή δε εγκεφάλου,
την τάλαιναν μου ου θρηνείς νεότητα κι ανδρείαν,
αλλά θρηνείς τα όπλα μου, σαπράσσα τα μονήρη;»