Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

Ρόδια στα άγουρα χείλη των παιδιών


Ένα άρθρο όπου ο συντάκτης του στοχάζεται τη ζωή μέσα από το σπάσιμο του ροδιού. Είναι στιγμές από το «αυτεξούσιον της φύσης» 

Το χάρισμα της κριτικής λίγοι το έχουν.

Μυρσίνη Σαμαρά 

Ρόδια στα άγουρα χείλη των παιδιών


  
Του Γιώργου Σταματόπουλου
Η παρουσία της προκαλεί. Πανέμορφη, ισοκλαδής, ανυπότακτη μέσα στον κήπο, βέβαιη -λες- για την πανθομολογούμενη ομορφιά της. Κατάφορτη από ολοστρόγγυλα, κατακόκκινα, πορφυρά, μεγάλα ρόδα. Ενστικτικοί σίελοι γεύσης πλημμυρίζουν τη στοματική κοιλότητα, οι κόγχες των ματιών διαστέλλονται.
Οι καρποί λοιδορούν το άγριο ύφος του φθινοπώρου, ατίθασοι και αλαζονικοί. Σπάζεις ένα ρόδι και η ζωή αλλάζει! Οι χυμοί στα χείλη των παιδιών που απολαμβάνουν αυτή την εσωτερικότητα του ροδιού συνθέτουν πίνακες συμπαντικούς, έξω τέλος πάντων από άγευστους, συρρικνωμένους καταναλωτισμούς. Τι γεύση, τι όσφρηση, τι εικόνα, τι χρώματα. Και να το αχ από την απώλεια τέτοιων στιγμών. Ολη η ζωή το αποτύπωμα των χυμών των καρπών στα άγουρα χείλη των παιδιών.
Εδώ η λογοτεχνία (και η ποίηση) σηκώνουν τα χέρια. Οπως και κάθε κριτική διάθεση. Αλλά τέτοια έχουν συνήθως όσοι δεν μπορούν να γευτούν το ρόδι ή η όσφρησή τους αδυνατεί να απολαύσει τις ευωδιές του τριαντάφυλλου και του κάθε λουλουδιού, όλοι μας όσοι δεν μάθαμε να σεβόμαστε το αυτεξούσιον της φύσης.
Οι κριτικοί δεν έχουν δικαίωμα να αποφανθούν για τη γεύση του ροδιού, εάν δεν δοκιμάσουν το ρόδι. Διότι, εάν το δοκιμάσουν αυτομάτως θα απολέσουν κάθε διάθεση για κριτική! Αλλά εκεί αυτοί. Εκεί εμείς. Να κρίνουμε κι ας είμαστε ανεπαρκείς,
ημιτελείς, αδαείς.
Πίσω στο ρόδι, στην τρυφερή βία του ανοίγματός του. Τι γονιμότητα θεέ μου. Τι πληρότητα. Τι θέληση για ζωή. Τι αισθητικό φαινόμενο. Και πόση θλίψη για τα εκατομμύρια των συνανθρώπων που δεν θα αποκτήσουν ποτέ την εμπειρία αυτή!
Απειρία είναι η επιθυμία μας για κριτική. Πόσο πάθος και πόση βία υποκρύπτει αλήθεια ετούτη η επιθυμία. Να που η κριτική, όπως και κάθε γλωσσική δύναμη, δεν είναι γλώσσα μόνο, δεν είναι λόγος μόνο, αλλά και ένστικτο.
Θα ήταν πιο λογικό να κρίνουμε όχι εκείνο που ακμάζει, που ανθεί, που ευωδιάζει, παρά μόνο το παρακμάζον, εκείνο που εμφανίζει σημάδια κατάπτωσης.
Ο,τι και να κάνουμε στην ουσία δεν καταφέρνουμε τίποτε περισσότερο από το να εκλογικεύουμε (με εκ των υστέρων επιχειρήματα θεμελίωσης) τα λάθη μας ή τις ανόητες πράξεις μας (ή και πιθανά εγκλήματα). Αχ, να ήταν ροδόμορφη, ροδόσχημη ακόμη, η κριτική, με χυμούς και πορφύρες στα πάθη και στα αισθήματα. Δεν θα αναγκαζόμασταν ποτέ να κομπάζουμε τάχα δημοκρατικά ότι «και οι κρίνοντες κρίνονται». Χαιρόμαστε.
Ολο αυθάδεια και ψεύδος εκείνα τα όντα που αποφάσισαν ότι το σύμπαν στρέφεται γύρω από το λεκτικό και κριτικό τους οικοδόμημα. Γελάνε κι οι πέτρες βέβαια, αλλά άμα καβαλήσεις τον κάλαμο, χαιρετίσματα… Τι σημασία έχουν όλα τούτα όταν αντικρίζεις το σύμπαν της πολυκαρπίας του εκρηκτικού μείγματος των πορφυρών σπόρων; Ακόμη και ο πανέμορφος Κορινθιακός υποκλίνεται σε τούτο, το μικρό ερυθρό θαύμα. Μέρες τώρα μας προσκαλούσε φίλος να επισκεφτούμε τις ροδιές του. Τις επισκέφτηκα και ταραγμένος μυήθηκα στο σπάσιμο του ροδιού (το κάθε φορά σπάσιμο, εννοείται, αλλά η επανάληψη δεν αναιρεί τη μύηση όση αντίφαση κι αν περιέχει). Γροθιά, κόκκινη, στα στομάχια της απληστίας, δροσιστική, ελαφρά μέθη, του απομεσήμερου, τότε που κρατάει ακόμη λίγο η ζέστη, λίγο μετά το γεύμα στις φυλακές και τα νοσοκομεία (και τις ψυχιατρικές κλινικές).
Ομορφα τα ρόδια στην αυλή, στο στερέωμα των καρπών, στις νεφέλες της γεύσης, στον μυστικισμό των συμβόλων, στην ταχύτητα του προαστιακού. Δεν έχει νόημα να κρίνεις τα ρόδια, όταν μπορείς να τα γευτείς. Αλλά οι πολλοί, μάλλον, δεν μπορούμε.

Εφημερίδα των Συντακτών