Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Η μικρή ροδιά



Το ένα και μοναδικό…ρόδι.

Ένα παραμύθι για μικρούς και μεγάλους

Η μικρή ροδιά


   Ήτανε κάποτε μια μικρή ροδιά. Ζούσε στην αυλή ενος σπιτιού όπου έμενε μια οικογένεια με τρία παιδιά. Ήταν ένα νεαρό, όμορφο και καλοφτιαγμένο δέντρο, που όταν ύθι μεγάλωνε, θα ήταν σίγουρα πολύ δυνατό και θα έδινε πολλούς καρπούς. 

   Όλη η οικογένεια αγαπούσε πολύ τη ροδιά. Τη φροντίζανε. Ο πατέρας σκάλιζε το χώμα γύρω της για να είναι μαλακό. Η μητέρα την πότιζε κάθε βράδυ με το που έπεφτε ο ήλιος. Αλλά πιο πολύ από όλους τη ροδιά την αγαπούσαν τα παιδιά. Όλη μέρα τρέχαν στην αυλή και παίζανε, σκαρφάλωναν στα κλαδιά της, ένα ένα, γιατί τα κλαδιά της ήτανε λεπτά και δεν θα τα κρατούσε όλα μαζί. Και όχι όταν παίζανε κρυφτό, γιατί τα φύλλα της ήταν αραιά, και δεν θα τα έκρυβε καλά. Στη ροδιά μπορούσε να σκαρφαλώνει ακόμη και το μικρότερο παιδάκι, γιατί ακόμη ο κορμός της ήταν χαμηλός και έφτανε εύκολα τα κλαδιά της. Και κατά το μεσημέρι, αποκαμωμένα από το παιχνίδι, κάθονταν κοντά της, της τραγουδούσανε, και της λέγανε ιστορίες... Και η ροδιά ήξερε όλα τα νέα του σχολείου, και της γειτονιάς. Και έμαθε και πολλά παραμύθια. Αλλά το πιο αγαπημένο της ήταν όταν τα παιδιά της τραγουδούσαν... Κι όταν τα έβλεπε ιδρωμένα και κουρασμένα να κάθονται γύρω της, φούντωνε όσο μπορούσε τα κλαδιά της, να τους κάνει ίσκιο πυκνό να τα δροσίσει. Α, τα αγαπούσε πολύ τα παιδιά η ροδιά...

   Έφτασε καλοκαίρι, και η ροδιά άνθισε! Τα κλαδιά της γεμίσανε με μικρά ροζ ανθάκια. Ήταν τόσο όμορφη... Η μητέρα κάθε πρωί τη χάζευε, και τα παιδιά τώρα ανέβαιναν με πολύ προσοχή στα κλαδιά της, μην της χαλάσουν τα λουλούδια. Όλη μέρα είχε επισκέψεις από μέλισσες και πεταλούδες που ξεδιψούσαν με το
νέκταρ της, και ξεκουράζονταν στα πέταλά της. Αλλά η ροδιά δεν το ευχαριστιότανε. Ένα ήταν το μέλημά της. Να κάνει όλα τα άνθη της καρπούς. Να δέσει πολλά ρόδια. Να τα κάνει μεγάλα και ζουμερά. Να τα πάρουν τα παιδιά... να γευτούν το αρωματικό της φρούτο... να ευχαριστηθούν. Πόσο χαρούμενη θα' ταν τότε η ροδιά... Κι όσο τα σκέφτονταν αυτά όλο και ψήλωνε, και η κορφή της ανέβαινε κατά τον ουρανό... Και μετά ξυπνούσε, μόνο λουλούδια είχε για την ώρα, είχε καιρό μπροστά της. Βάθαινε τις ρίζες της στη γη, ρουφούσε και έβαζε τα δυνατά της και όλο και έβγαζε ευωδιές από τα άνθη της, κι όλο καλούσε κι άλλες μέλισσες, κι άλλες πεταλούδες, να φέρουνε γύρη με τα ποδαράκια τους ίσαμε τους ύπερούς της καθώς θα πίνανε απ' το πολύτιμο νέκταρ. 

   Όμως η ροδιά ήτανε μικρή, και όσο και να τό 'θελε αλλιώς, αυτό που έκανε τώρα ήταν να μεγαλώνει, να δυναμώνει τον κορμό της, να βαθαίνει τις ρίζες της και να ψηλώνει τα κλαδιά της. Όλοι οι πολύτιμοι χυμοί που ρουφούσε με δίψα από τη γη και όλα τα συστατικά που με μανία έφτιαχνε στα φύλλα της καθώς δεχότανε τη δύναμή της από τις ζεστές αχτίδες του ήλιου, ήταν απαραίτητα για να μεγαλώσει και να δυναμώσει η ίδια. Δεν είχε φτάσει ακόμα η ώρα της να κάνει πολλούς και μεγάλους καρπούς.

   Και πέρασε ο καιρός, και έφτασε φθινόπωρο. Και η ροδιά είχε δέσει ένα μόνο ρόδι... Ήταν τόσο απογοητευμένη, τόσο λυπημένη... Ας είχε κάνει τουλάχιστον τρία, νά 'τρωγε ένα ρόδι το κάθε παιδί. Έστω αυτό, ένα για το καθένα. Αλλά τώρα... Ένα; Ένα ρόδι; Ποιος θα το φάει; Να το πάρει ο Δημήτρης, ο μικρούλης, σκέφτηκε η ροδιά, που είναι ο πιο μικρός και έχει ανάγκη για να μεγαλώσει. Γιατί μωρέ, σάματις δεν έχει ανάγκη ο μεγάλος ο Κωστής, που πήρε δύο κεφάλια μπόι μέσα σε ένα καλοκαίρι, και συνεχίζει; Αμ η Αννούλα; Που έχει την πιο γλυκιά φωνούλα, και της έχει ιστορήσει τα πιο όμορφα παραμύθια; Κι ο Δημήτρης όμως λέει ωραία τραγουδάκια. Άσε τον Κωστή, που της έβαλε και κούνια στο πιο γερό κλαδί της, και παίζει όλη μέρα μαζί της. Ποιος να το πρωτοπάρει το ρόδι της; Κι αν... κι αν τα παιδιά τσακωθούν; Ωχού... είναι τόσο αγαπημένα τα παιδιά, και παίζουν τόσο όμορφα και τα τρία μαζί, και τώρα να τσακωθούν εξαιτίας της; Κι αν πάνω στον καυγά, σπρωχτούν και πέσει κανένα και χτυπήσει; Πο πο συμφορά, τα αγαπημένα της παιδιά και να πάθουν κάτι; Άσε που αν τσακωθούν, σίγουρα θα τα μαλώσουν οι γονείς και μπορεί και να φάνε και καμιά τιμωρία και θα φταίει για όλα αυτή... Πο πο τί έπαθε, τί το ήθελε και το' κανε κι αυτό το ρόδι; Καλύτερα να μην είχε κάνει κανένα αφού δεν κατάφερε να κάνει τρία. Αυτά σκεφτόταν η ροδιά, και μάζευε θλιμμένη τα κλαδιά της προσπαθώντας να κρύψει το ρόδι της στα φύλλα της, μην το δουν τα παιδιά και γίνει η πηγή τόσων κακών.

   Ώσπου μια Κυριακή, μετά το φαγητό, η μητέρα βγήκε από το σπίτι και πήγε προς τη μικρή ροδιά. "Τί μας έχεις εδώ καλή μου;" Έφτασε το κλαδί με το ρόδι και το έκοψε. "Ευχαριστούμε ροδούλα μας! Και του χρόνου!" Και γύρισε στο σπίτι. Πήρε μια μεγάλη πιατέλα, άνοιξε το ρόδι. Μυριάδες ρουμπίνια σκόρπισαν στη λευκή πιατέλα. Και τότε η μάνα πήρε τρία πιάτα και μοίρασε σ' αυτά τα σπειριά από το ρόδι. 

   Η ροδιά περίμενε ντροπιασμένη με αγωνία να ακούσει φωνές. Άκουσε όμως χαρούμενες φωνές, και γέλια και επιφωνήματα ευχαρίστησης από τρία παιδικά στοματάκια. Από το ανοιχτό παράθυρο που έβλεπε στην κουζίνα του σπιτιού, φαινότανε τρία χαρούμενα παιδιά, που κρατούσανε από ένα πιάτο το καθένα γεμάτο με το γλυκό καρπό της ροδιάς. "Πο πο τί μας χάρισε η ροδιά μας...!" λέγανε σπάζοντας τα γλυκά ρουμπίνια στο στόμα τους και με λίγο χυμό να στάζει στα πηγουνάκια. Κι η ροδιά φούντωσε περήφανη τα κλαδιά της.

ΤΕΛΟΣ

Μυρσίνη Σαμαρά