Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Ρακένδυτοι Ήρωες



Ρακένδυτοι Ήρωες
Του Γιάννη Λακούτση
Πληθώρα Αγωνιστών της Επανάστασης του’21 δεν ανέπνευσαν τον άνεμο της ελευθερίας και δεν έφαγαν γλυκό ψωμί. Οι βαυαροί στρατιωτικοί και πολιτικοί αξιωματούχοι,κυνήγησαν τους Αγωνιστές της Επανάστασης, με την βοήθεια και άλλων Ελλήνων Αγωνιστών που συντάχθηκαν μαζί τους, προκειμένου  να αποκτήσουν αξιώματα και οικονομικά οφέλη. Πολλοί από αυτούς τους πολεμιστές που επέζησαν γεύτηκαν την αδικία, την πείνα , τον κατατρεγμό. Ρακένδυτοι  γυρνούσαν στη ρημαγμένη χώρα πεινασμένοι, έχοντας φτάσει στο τελευταίο όριο της ένδειας.
Καπεταναίοι και παλικάρια του Αγώνα λιμοκτονούσαν στο υποτιθέμενα ελεύθερο ελληνικό κράτος που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει. Πολλοί από απόγνωση και άλλοι από τις πιέσεις των δανειστών τους αυτοκτόνησαν. Κάποια κομμάτια γης που δόθηκαν ως δωρεά από το κράτος, άλλα ήταν βαλτώδη, ακατάλληλα για καλλιέργεια, άλλα μετά από λίγα χρόνια πέρασαν στα χέρια των τοκογλύφων. Μέχρι το 1860 μπροστά από την εκκλησία της Παναγίας της Χρυσοσπηλιώτισσας, στο κέντρο της Αθήνας, καθόταν καταγής ένας γέροντας με βρώμικη ξεφτισμένη φουστανέλα που είχε χάσει το φως του στη μάχη του Φαλήρου. Ήταν ένας από τους στρατιώτες
του Καραϊσκάκη. Τραγουδούσε με τη λύρα του τα κατορθώματα του αρχηγού του και τα δάκρυα έτρεχαν στα ρυτιδιασμένα  μάγουλά του. Ζητιάνευε την ελεημοσύνη των περαστικών.
Ο Ματρόζος ο Υδραίος πυρπολητής και συναγωνιστής του Κανάρη, ζητιάνευε επίσης, καθώς και ο Σαχτούρης ο ναυμάχος του Αγώνα. Ο Νικηταράς, σχεδόν τυφλός, βίωσε και αυτός την αχαριστία και την αγνωμοσύνη της ελληνικής πολιτείας. Αντί να του δοθεί μια αξιοπρεπής σύνταξη του δόθηκε «άδεια επαιτείας». Κάθε Παρασκευή μπορούσε να ζητιανεύει στον Πειραιά εκεί που σήμερα είναι ο ναός της Ευαγγελιστριας. Η Μαντώ Μαυρογένους, πέθανε φτωχή και λησμονημένη από την πατρίδα που ελευθέρωσε.
Στην τραγική κατάσταση που ζούσαν οι αγωνιστές του ’21 αναφέρεται σε ένα ποίημά του, γραμμένο τον Ιούνιο του 1831,  ο
θαρραλέος για τις αντικαποδιστριακές του σάτιρες, Αλέξανδρος Σούτσος (1803-1863). Ανάμεσα στον τίτλο «Ο Ψωμοζήτης
στρατιώτης» και στο κείμενο του ποιήματος, ο ποιητής  παρεμβάλλει το ακόλουθο αποκαλυπτικό σημείωμα, το οποίο όμως δεν πέρασε και στα «Απαντά» του.
«Ο Καποδίστριας, ενώ εσκόρπιζεν αφθόνως τον εθνικόν πλούτον εις κατασκόπους του και εις τυχοδιώκτας Υπουργούς του, άφινε της πατρίδος τους προμάχους εστερημένους και του επιούσιου άρτου.
Επί των ημερών του, πολλάκις τα τέκνα του μεγάλου Καραϊσκου επείνασαν,και εις μάτην η ορφανή θυγάτηρ του στρατηγού Χ.Μιχάλη έκρουσε την θύραν του.
Πολλοί Έλληνες υπήρξαν αυτήκοοι μάρτυρες της περιφρονητικής συμβουλής,την οποίαν ο Σατράπης του Βιάρος έδωκεν εις ένα στρατιώτην, κολοβωθέντα εις μάχας και ζητούντα απ’ αυτόν χρηματικήν εξοικονόμησιν –Εύρε λύραν, τον απεκρίθη, παίξε την εις τους δρόμους και ζήτα ελεημοσύνην. Η τραγική στάσις,
εις την οποίαν παρουσιάζω τον Ψωμοζήτην στρατιώτην , επενοήθη επί σκοπώ να κινηθώσιν οι Έλληνες εις την συναίσθησιν των θλιβερών των παθημάτων».
Από τους στίχους αυτούς εμπνεύστηκε ο « εικαστικός» της Επανάστασης Θεόδωρος Βρυζάκης, τον πίνακα «Ανάπηρος του Αγώνα».

Ο ψωμοζήτης στρατιώτης
                     
Ένας γέρος στρατιώτης με του ζήτουλα το δίσκο,
Στο ραβδί ακουμβισμένος και με το σακκί στον ώμο,
Έλεγε σ’ ένα  παιδάκι, που του έδειχνε τον δρόμο.
Μη, παιδάκι μου, μην τρέχης και πολύ οπίσω μνήσκω.
Εσύ εισ’ ευτυχισμένο…Τα ματάκια σου τα έχεις..
Γερά έχεις ποδαράκια κι αλαφρό σαν λάφι τρέχεις.
Εγώ έχασα το φως μου στου Μισολογγιού την πόλι,
Και το ένα μου ποδάρι με το άρπαξε το βόλι.
Που να είμασθαι παιδί μου;…είναι νύκτα;…είναι μέρα;
-Νύκτα είναι…Στο Ανάπλι εζυγώσαμε, πατέρα.
-Στο Ανάπλι!-Κλαίεις γέρο; –Τα παλιά μου ενθυμούμαι…
Τ’ ημην πρώτα, τ’ είμαι τώρα στέκομαι και συλλογούμαι.
-Στο Ανάπλι!!! Εγώ πρώτος και με το σπαθί στο στόμα
Πήδησα στο Παλαμίδι,
Aπό έναν σ’ άλλον βράχο πρώτα ρίπτουμουν σαν φίδι,
Kαι σηκώνω μόλις τώρα  το βαρύνεκρό μου σώμα.
Ετυφλώθηκα…Δεν βλέπω της Ελλάδος τα βουνά,
Κι ο ελεύθερος της ήλιος στα ματάκια μου δεν λάμπει.
Δενδροσκέπαστοι, ωραίοι κι αιματοβαμένοι κάμποι,
Σ’ εσάς τώρα κόσμος άλλος ζωήν ήσυχη περνά.
Εγώ μόνος για να ζήσω, τρέχω και ψωμοζητώ
Στα ερημοκλήσια μέσα και στους δρόμους ξενυκτώ.
Παντού είμαι απορριμένος,
Ξένος είμαι στην Ελλάδα, και στο σπίτι μ’ είμαι ξένος.
Όλος άλλαξε ο κόσμος και την σήμερον ημέρα
Τα παιδιά εις την Ελλάδα δεν γνωρίζουν τον πατέρα.
Ταις θυσίαις τους αγώνας ξέχασαν των παλαιών,
Και τον πλούτον έχουν όλοι δια μόνον τους Θεόν.
Ξένοι, μην περιγελάτε τα χυμένα μου τα μάτια,
Το σπασμένο το ποδάρι
Του μεγάλου Μπότζαρή μας ήμουν πρώτο παλλικάρι.
Η παλιά μου η φουστανέλα οπού βλέπετε κομμάτια,
Χάρισμα του Καραϊσκου, από δόξα με σκεπάζει.
Το σπαθί αυτό που φέρνω στο πλευρό μου κρεμαστό
Αν δεν ηναι με χρυσάφι και κοράλια σκεπαστό,
Ειν’ ενθύμησις φιλίας του Ναυάρχου μας Τομπάζη.
Ήρωες εξακουσμένοι!
Και αν είσθε πεθαμένοι
Στην ενθύμισιν του κόσμου, στην ενθύμισιν μας ζήτε.
Πέθαναν κι αν ζουν ακόμα, όσοι άτιμοι πολίται
Εις τους τάφους σας πατούν,
Να κληρονομήσουν όλας τας θυσίας σας ζητούν
Και αφίνουν της πατρίδας τους πατέρας, τους προμάχους
Να ψωμοζητούν στας πόλεις και να ξενυκτούν στους βράχους.
                                           
 (Αλεξ. Σούτσου- Πανόραμα της Ελλάδος η συλλογή ποικίλων ποιημάτων).

Φωτο: Πίνακας  Θεοδ. Βρυζάκη « Ανάπηρος του Αγώνα».