Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Το έπος του ’40 μέσα από τα μάτια ενός ποιητή.



Του Γιάννη Λακούτση

Με την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης επιστρατεύεται ως ανθυπολοχαγός. Στις 12 Δεκεμβρίου το τάγμα του εισδύει στη Βόρεια Ήπειρο. Το 1941 τον βρίσκει σχεδόν ετοιμοθάνατο. Μεταφέρεται στα Ιωάννινα και από εκεί στο Αγρίνιο και με τη βοήθεια μιας νοσοκόμας γλιτώνει. Μόλις αναρρώνει, ο ποιητής, αρχίζει να δημοσιεύει έργα που είχαν σχέση με τον πόλεμο. Οι εμπειρίες του από την στράτευση του στο μέτωπο της Αλβανίας καθώς και η φρίκη του πολέμου χαράζονται βαθιά στην μνήμην του και δίνουν τροφή.
Τον Οκτώβριο του1962 το φοιτητικό περιοδικό «Πανσπουδαστική» δημοσιεύει μια συνέντευξη του. Ο Ελύτης με αφορμή  τη δημοσίευση στο ίδιο περιοδικό ενός μέρους από το ατελές έργο του «Αλβανιάδα» ανατρέχει στην εμπειρία που είχε στο αλβανικό μέτωπο ως ανθυπολοχαγός.

« Τι ήταν εκείνο που σας συγκίνησε στο έπος του Σαράντα;»

« Πώς να σας το πω: ήταν όταν διάβαζα στην πράξη, και μ’ ένα σφίξιμο στην καρδιά μην τύχει και δακρύσω, αυτά που με ανία και δυσφορία διάβαζα ως τότε στα βιβλία για την ιστορία της χώρας μου. Ήταν μια βίαιη  φορά προς τα εμπρός του λαού που είχε κάποτε ηττηθεί, όχι εξ αιτίας του, στην Μικρασία, και που τώρα έπαιρνε την εκδίκηση του. Έτσι το έβλεπα εγώ. Σαν άχτι μακροχρόνιο που έβγαινε και ξεθύμαινε. Δεν έπαιζε ρόλο αν ο εχθρός ήταν διαφορετικός. Ο εχθρός ήτανε η Τυραννία, ήτανε η μορφή του άδικου που την είχαμε υποστεί κάτω από διαφορετικές μορφές επί αιώνες και είχε γίνει μοίρα μας.  Αυτή η εξέγερση εναντίον της Μοίρας, χωρίς υπολογισμό, μες στα όλα, αυτή η «όμορφη αφροσύνη» όπως λέω κάπου αλλού, ήτανε που ανέβαζε το γεγονός σε μιαν άλλη σφαίρα, ποιητική. Μέσα μου έγινε τότε μια αναπαρθένευση των τριμμένων εννοιών. Οι λέξεις ξεφουσκώνανε και ξαναγεμίζανε από καθαρή ουσία. Με τη βοήθεια της ουσίας αυτής βρήκα το θάρρος να ξαναπροφέρω λόγια που ως τότε τα φοβόμουνα επειδή τα συναντούσα μόνο στα χείλη των κούφιων πολιτικών και των πατριδοκάπηλων».

« Προσωπικά, εσείς, σαν έφεδρος ανθυπολοχαγός, τι κάνατε στον αγώνα;»

« Τι να έκανα εγώ, ένα χαλασμένο παιδί της Αθήνας. Με κόπο, κόπο
ανυπολόγιστο, κατάφερα να είμαι απλώς συνεπής προς την αποστολή μου. Αλλά είδα στα πρόσωπα των στρατιωτών μου τη λάμψη που είναι ικανός ο ελληνισμός ν’ αναδώσει όταν πιστεύει στο δίκιο του. Και γνώρισα από κοντά την αψηφισιά του θανάτου, την ακατάβλητη θέληση της ζωής που έγινε τελικά και δική μου. Στο μέτωπο, αρρώστησα από βαρύτατο τύφο. Τα νερά που πίναμε όπου βρίσκαμε, ανάμεσα στα πτώματα των μουλαριών, ήτανε μολυσμένα. Χωρίς να γνωρίζω τι έχω, χρειάστηκε
να κάνω τρία μερόνυχτα με τα πόδια και με ζώο για να βρεθώ σε βατό δρόμο και να διακομισθώ στο Νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Έμεινα εκεί σαράντα μέρες με σαράντα πυρετό, ακίνητος, με πάγο στην κοιλιά. Με είχανε αποφασίσει, αλλά εγώ δεν είχα αποφασίσει τον εαυτό μου. Θυμάμαι ότι αρνήθηκα να με μεταφέρουν στο μικρό θάλαμο των ετοιμοθάνατων, όπως κάποιο άλλο βράδυ αρνήθηκα πεισματικά να κοινωνήσω και να εξομολογηθώ στον παπά που μου φέρανε, όταν η κρίση της αρρώστιας έφτασε στο κατακόρυφο. Μόλις αρχίζανε οι βομβαρδισμοί, ανοίγανε το διπλανό μου παράθυρο, μην σπάσουν τα τζάμια και τιναχτούν επάνω μου, και φεύγανε όλοι στα καταφύγια. Έτσι πέρασα όλες τις τρομερές πρώτες μέρες της Γερμανικής επιθέσεως. Κατάμονος, σ’ έναν έρημο θάλαμο και γεμάτος πληγές από την απόλυτη ακινησία. Και την ημέρα που κρίθηκε ότι είχα γλιτώσει και άρχισε να υποχωρεί ο πυρετός, ήρθε διαταγή να εκκενωθεί το Νοσοκομείο. Με βάλανε όπως-
όπως σ’ ένα φορείο, που το χώσανε σ’ ένα φορτηγό αυτοκίνητο. Η φάλαγγα από τα Γιάννενα ως το Αγρίνιο πολυβολήθηκε οκτώ φορές από τα «στούκας».
Οι φαντάροι τρέχανε στα χωράφια, όμως εγώ ήταν αδύνατο να σταθώ όρθιος έστω και για μια στιγμή. Τελικά στο Αγρίνιο με παρατήσανε σ’ ένα πεζούλι και φύγανε.
Μια καλή κοπέλα, εθελοντής νοσοκόμος με άλλη αποστολή, με βοήθησε και μ’ έσυρε ως το υπόγειο μιας καπναποθήκης, όπου σωριάστηκα και έμεινα τρεις μέρες. Αλλά τα υπόλοιπα δεν έχουν σημασία για τους άλλους. Σημασία έχει ότι αν «έζησα το θαύμα» σώθηκα και από ένα θαύμα. Οι γιατροί στην Αθήνα τρίβανε τα μάτια τους. Σύμφωνα με την επιστήμη, θα έπρεπε με την πρώτη παραμικρή μετακίνηση να πάθω
 εντερορραγία και να τελειώσω».


«Λάβατε ποτέ καμιά τιμητική διάκριση;»

«… Βλέπετε αυτή τη γλάστρα με τα μεγάλα γυαλιστερά φύλλα; Μου την έστειλε προχθές μόλις, η ίδια εκείνη νοσοκόμα που σας έλεγα πριν ότι με έσωσε στην υποχώρηση. Περάσανε είκοσι δύο σχεδόν χρόνια και με  θυμάται πάντα. Με τέτοια σώζεται η τιμή ενός λαού και όχι με τις αποφάσεις των Επιτελείων».
Από τη μεγάλη του εκείνη περιπέτεια, ο ποιητής θυμάται με ευγνωμοσύνη αυτή τη μη κατονομαζόμενη νοσοκόμα. Η γυναίκα αυτή ίσως ήταν η αιτία να γράψει το 1943 στη συλλογή του «Ήλιος ο πρώτος» και τον περίφημο στίχο: « έπλεξα πράσινα μαλλιά στης Αιτωλίας τη ράχη».
Η συμμετοχή του Ελύτη στον ελληνοϊταλικό πόλεμο τον καθόρισε ποιητικά, ψυχικά, ιδεολογικά. Ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του παραδεχόταν πως αυτή η εμπειρία «έφερε μια βαθιά τομή στην ψυχική μου ιστορία». Μόλις επέστρεψε από το Μέτωπο και ανάρρωσε, έγραψε  τρία ποιήματα ως απόσταγμα της εμπειρίας του: Το «Άσμα ηρωικό και πένθημο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», Την «Αλβανιάδα» και τη «Βαρβαρία».
Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι το πρώτο ποίημα γράφτηκε για τον φίλο του και συμπολεμιστή του Ελύτη, ποιητή επίσης, Γιώργο  Σαραντάρη, που αρρώστησε στην Αλβανία μεταφέρθηκε στην Αθήνα όπου άφησε την τελευταία του πνοή. Το δεύτερο ποίημα η «Αλβανιάδα», έργο σε τρία μέρη, έμεινε ανολοκλήρωτο και ανέκδοτο. «Ακούστηκε το 1956 από τον ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών με απαγγελία του Θάνου Κωτσόπουλου και Μήτσου Λυγίζου, ραδιοσκηνοθεσία Νίκου Γκάτσου και μουσική Μάνου Χατζηδάκη. Δεν είχε, απ’ όσο ξέρω, καμμίαν απήχηση και έτσι μου έλειψε
η διάθεση να συνεχίσω ένα έργο με τόσο μεγάλες διαστάσεις». Το τρίτο ποίημα η  «Βαρβαρία» δεν εκδόθηκε ποτέ και χάθηκε.
                                  


                 «ΑΛΒΑΝΙΑΔΑ»
                 Οδυσσέα Ελύτη
                   Μέρος πρώτο

-Σπίτια στην ώχρα, κίτρα της θαλάσσης
Θύρες αρχοντικές με σκαλιστό Δικέφαλο

-Πύλες με το διπλό πελέκι
Όπου φυσούν τη σάλπιγγα οι όρθιοι Λέοντες

-Και βουνά θεοτικά βυθίζοντας
Αίσθησες μέσα στο δρυμώνα του Καιρού
(Μέλλοντας κι αυτές οξιές να γίνουν)

-Κι όπου με τη χαρά την ήχινη του μπρούντζου
Τόνα πόδι στ’ αχνάρι τ’ αλλουνού
Μαύρες οχτάδες παν και τυμπανίζουν-

-Εδώ διαβήκανε σειρά οι γενιές
Ποιες με βιβλίο ποιες με το τουφέκι

-Ποιες με τον Ιανό ποιες με τον Καίσαρα

-Νέες που σύρναν τη δροσιά
Γέροι μ’ένα παλιό πουνέντε στο γύρω του προσώπου τους

-Χρόνους πολλούς
Με την πειθώ, το χρήμα, τη φοβέρα

-Αιώνες αιώνων
Με το ψωμί και την ελιά και το πικρό προσκέφαλο!

-Α ν’ αντηχούσε με κλαγγή παρόμοια
Κι η μικρή μενεξεδόχροη χώρα
Πώχει πολύ το φως, το βιός ολίγο
Και σκεπή τη γνώση των ανθρώπων!

Όμως γι’ αυτό και για τ’ αόρατο άλλο
Έλαμπε τώρα στ’ ανοιχτά του Κάστρου
Η μνήμη πυρωμένη σαν θυμάρι αγέραστο…

-Άπραγοι μήνες! Άλω των δεινών!
Του Ζυγού ο Σκορπιός ακροάγγιζε το δίσκο

Κρίνοντας την αμάχη των νερών
Ύψωνε σοβαρό το δάχτυλο η Παρθένος

-Να το Τυρρηνικό! Και να το Λάτιο!
Κι η γνώμη που μεσουρανίς ωσάν  ασώματο
Μελανό πουκάμισο περνά
-Κύττα! Η σκιά του πάνου απ’ τα χωράφια
μοιάζει μαχαίρι που τα κυνηγά

-Η σκιά του πάει με το δικό της δίκηο
και κατά τους Κορφούς το αντιχτυπά-

-Βράχος αστράφτει εκεί και τον πατεί ο Λευτέρης!
Άκουσε πως φυσάει μες στο τραγούδι του!
Η μυρτιά που τρέμει κάτω απ’ τη φωνή
Ο αέρας δεν την καταλυεί

-Ο αέρας τα λάβαρα τινάζει
Βήματα και φωνές κάτω απ’ το Κολοσσαίον
Κιόλας η Λύκαινα στης Αθηνάς το πόδι
Ανοίγει στόμα και βρυχιέται

-Το δίκιο στ’ ουρανού την άπλα λάμπει σαν κιονόκρανο

-Την ώρα που με τη γροθιά κτυπώντας το τραπέζι
Άνθρωποι με  κρανίο γυμνό και με δασό σαγόνι
«Θάλασσα της Μεσόγειος» λεν «δική μας θάλασσα»

-Πάνου της ετοιμάζει τα σεντόνια τώρα
Τώρα ξαπλώνει πάνου της γλυκά ο Λευτέρης

Τη νέα γυναίκα τα παιδιά του

-πέφτει το βράδυ σβύνει ο ήλιος

-Πέφτει το βράδυ ανάφτει ο λύχνος
Η τάξη της αγάπης να! η κουρά να των κυμάτων!

-Η νύχτα να! με το διπλό παιχνίδι των κριμάτων!

-Ο νους και τ’ άστρα κάνουν ψηλά χρυσό σταυρό
Που χαμηλώνει αγιάζοντας το λόγο των γερόντων
Στο σιδερένιο γύρω το τραπέζι
Μυρίζουν ούζο τα πλατάνια και γλυκάνισο

-Μυρίζουν όρη απάτητα οι πνοές
Που μες στο σίδερο ξυπνούν την ηλιοβόρα μνήμη του
Τον σφένταμο τον βουερό πατώντας
Οι ρόδες οι αλυσιδωτές, κράξιμο δεν ακούστηκε

-Μόνο στου Καλαμά το ρέμμα
Δέος αξήγητο περνά
Όπου και η στερνή σταγόνα του Θεού εμπιστεύεται

-Η Μεραρχία Τζούλια

-Κάτω από τα γιοφύρια όπου το μπαρούτι ασκήτευε
Μια πεταλούδα φλόγας δειλιάζει πάει κι έρχεται
Ν’ αγγί- να μην αγγίξει

-Με τη Μεραρχία Φερράρα

-Ένας άγγελος μ’ αμπέχωνο ανοιχτό
Αγουροξυπνημένος γύριζε τ’ αντίσκηνα
Μοιράζοντας «λάμπες θυέλλης»

-Το Α  Σύνταγμα των Γρεναδιέρων
Και το Β  Σύνταγμα των Αλπινιστών

-Άλλοι φαντάροι μπήγανε γερά
Και της Καρτερωσύνης  κόβαν τον αμίαντο

-Οι θωρακισμένοι Κένταυροι

-Ενώ στα πόδια του Ναού με τη μυρτιά του Οκτώβρη
Πλαγιάζοντας η ανίδεη πολιτεία
Έβλεπε μες απ’ τις χαράδρες του ύπνου
Να προβάλλουν μ’ ανοιχτά φτερά
Τα δεκατρία παγόνια:

-Οι Στρατηγοί
Μπεράρντι, Ολεάνο, Αρέτζιο

-Η όργητα δάγκωνε τα σίδερα
Στα ρολόγια μέσα τ’ αργοκίνητα
Σφυροκόποι ατσάλωναν ανόμοιες ώρες

-Μόσσι, Πιατσάν, Γκαμπάρι

-Ένα κοκκόρι λάλησε πάνου απ’ τα παραπήγματα

-Μάλλι, Φερρέρο, Σαντοβίτο

-Άξαφνα στο παλάτι φώτα
Ψιλό ψιθυριτό στους μυστικούς διαδρόμους
Άνθρωποι με φακέλλους ανεβαίνοντας
Την πρώτη σκάλα- η όψη τους χλωμή

-Ρόσσι, Τζανίνι

-Ακαριαία τα δάχτυλα μιλούν και γιγαντώνουνται
Στα μακρυνά και απόκοσμα τηλεγραφεία
Οι αράχνες των σκιών, τ’ ακατανόητα λόγια

-Μερκάλλι, Πιτσολάττο

-Πάνουθ’ ετοιμοξέσπαστη κραυγή
Ξαμώνει πόρτες και παράθυρα:

-Οι Λύκοι

-Όλες μαζί σημαίνουν οι σειρήνες
Μαζί σημαίνουν οι σειρήνες όλες:

-Ο ι Λύκοι της Τοσκάνης!

-Η αιωνόβια η φωτιά τινάζει το καπάκι της!

-Στο Κιάφφα- Κούτσι και στο Μπορς
Στη Σάσσανη και στη Νιβίτσα- Μπούμπαρι

Της Κρυσταλλοπηγής τηλέμετρα τι βλέπετε;

-Κύκλο, τα μαύρα κεφαλαία γράμματα:
REX- DUX, REX-DUX, REX-DUX, REX-DUX

Μέσα στην κοπριά η ζωή
Ετοιμάζει τρέμοντας το νέο σπόρο
Χιλιάδες μάτια σμίγουνται στον ουρανό
Κει που θα χύσει η σάλπιγγα του μέλλοντος το στάρι
Ενώ τα όρη πιο ψηλά του Αλήπασσα

-Οι χιονοδρόμοι του Τσερβίν
Οι Αλπινισταί του Σισμόν και του Μπολτσάνο

-Των πρώτων Χότσκις οι βολές ηχούν
Κι από τη χρόνους χιονισμένη μνήμη

-Διαβαίνουν οι Μελανοχίτωνες Γκαλμπιάτι

-Άντρες θαρρείς απ’ τη γενιά κεινών
Που μ’ ένα λόγο αλλάζανε τα πεπρωμένα
Κάτι μεγάλο μελετούν
Και κατά της Αθήνας γνέφουνε το εικόνισμα

-Πίσω τους οι Μελανοχίτωνες Λενιέτσα

-Που μ’όλα του τα χρώματα και μ’ όλα του τ’ ασήμια
Τρέμει, τραντάζει, τζάμι και μπαλκόνι
Απ’ τον πολύν αχό, το πλήθιο μυριανάθεμα

-Η Μεραρχία Σιέννα, η Μεραρχία Πιεμόντε

-Οέε! Οι αρές που πέφτουνε κι απ’ τις χοντρές νιφάδες
Τραμ με σημαίες, άλλα με στρατιώτες
Κατά το 1ο  δράμουνε Σύνταγμα Πεζικού

-Και τα τρία Συντάγματα Ιππικού
Αόστης, Γκουίντε και Μιλάνου

-Επάνου κει χυμένες αποθήκες
Έξω στον ήλιο τα κομμένα εντόστια
Ουραία κινητά, εξάεδροι τόρνοι
Καττήματα, σκαφευτικά εργαλεία

-LA MILITIA

-Έλεγες μες στον θολωμένο αγέρα
Ένα χέρι αργό με μυρουδιά ζωγράφιζε

Γράσσο, πετσί και σίδερο

-LA MILITIA E

-Γράσσο, πετσί και σίδερο!

-L’ ARISTOCRAZIA DEL FASISMO!

-Α Παναγιά μου σώνει ετούτ’ η μέρα
Κόμπο τη δένω- λύσε τον αλλοιώς
Μισοστοχάζεται ο σκοπός κι ο νους μπρος η πίσω

-          Μπρος οι γενναίοι Τριντεντίνο

-Πίσω τη μάννα γνοιάζεται, μπρος το μικρό του αδέρφι
Το βάραθρο αναντίκρυστο κι από τα συλλοϊκά του
Μάτι σκληρό, φρύδι Κατάρας

-Μπρος οι γενναίοι Πινερόλο

-Κι όλο μαζί κατά δαιμόνων τα’ όρος
Όμως να ζεί στ’ αληθινά φαράγγια
Φόβος δεν είναι, πάθος ούτε
Μόνε σαν πάψη του παντός η κυλισμός ονείρου
Όπου κι εν άστρο να θωρρείς εγγίζεσαι του απείρου

-Από κοντά οι Διλοχίες των Όλμων

-Νάναι που βγαίνει αγιωτικό; η μη που η ίδια Εκείνη
Με το μαγνάδι, σκοτεινό, την κεφαλή γυρμένη
Να τη, στις ράχες δίχως να πατεί, ανεβαίνει!

-Καταπόδι τα Τάγματα Ίντρα και Σούσα

-Σύρει τη δεύτερην αυγή; Μηνά την Τρίτη πίκρα;
Δεύτερη…τρίτη…μα η τέταρτη χαρά!

Οέε! Χυμούν οι Κυνηγοί να βγούν από ζερβά

-Οέε φωνάζουν τα παιδιά
Κι ο αέρας μες στις καστανιές σκαντζάρει το τιμόνι τους
«Οέε ρε σεις! Δώθε μεριά!» κ’ από την άλλη πέφτουν

-Με τους Αλπίνι κάτου στην καταρραχιά…

-Κανείς κανείς εξόν ο Θεός
Δεν είναι να κατέχει
Το δρόμο του αίματος η να κατέχει πως

-Ενώ ζυγιάζεται ψηλά για νέον αρνί ο ιέρακας

-Κιόλας τ’ αρνί έχει νύχια και γαντζώνει
Στη ράχη του φυτρώνουν οι φτερούγες
Της Όσσας και του Παρνασσού!

«Χαίρε ω νεότης του Μαϊού ομορφιά»

-Της Όσσας και του Παρνασσού παιδιά:
Μήτσο! Βαγγέλη! Γιώργαρε! Κανέλλο!

-Κάρλο, Τζοβάνι, Γκουίντο, Αλμπέρτι!  

-Σίδερο κρούει το σίδερο, βρόντος το νου σταυρώνει
Τρίζουν τα δόντια, η μνήμη από το μέλλον κρίνεται

ΝΥΝ ΥΠΕΡ ΠΑΝΤΩΝ Ο ΑΓΩΝ!

Πηγές: Πανσπουδαστική  τεύχος    41/ Οκτ.1962. Στη  Φώτο ο Οδυσσέας Ελύτης με τη στολή του Ανθυπολοχαγού, από το περιοδ. ΕΚΦΡΑΣΗ Οκτ. 1998.