Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

Ο ΠΕΙΡΑΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΑΟΥΛΗΣ



Ο ΠΕΙΡΑΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΑΟΥΛΗΣ  

Του ΔημήτρηΤουτουντζή

Ο ένδοξος Ναύαρχος της επανάστασης του 1821 Ανδρέας Μιαούλης γεννήθηκε στην Ύδρα στις 20 Μαΐου 1769. Πατέρας του ήταν ο Δημήτριος Βώκος από το χωριό Φύλλα της Εύβοιας, αναγκάσθηκε δε να καταφύγει στην Ύδρα διότι σκότωσε έναν Τούρκο ο οποίος βίασε μία θεία του.
    Ο μικρός Ανδρέας ήταν παιδί παράξενο, περήφανο, τολμηρό και πεισματάρικο, από νωρίς κλεισμένο στον εαυτό του. Το όνομα της μητέρας του ήταν Αντριάνα και ήταν η τρίτη γυναίκα του Βώκου, του οποίου οι δύο προηγούμενες είχαν πεθάνει.
    Ο Βώκος μαζί με το σύγαμπρό του Γιώργη Στύπα είχαν ένα πλοίο λατινάδικο, στο οποίο πλοίαρχος κατά την παιδική ηλικία του Μιαούλη ήταν ο θείος του ο Στύπας. Ο μικρός Ανδρέας επίμονα ζητούσε από τον πατέρα του να τον μπαρκάρει στο λατινάδικο, και τελικά τον κατάφερε. Σε ηλικία δέκα ετών μπαρκάρησε μούτσος με πλοίαρχο το θείο του το Στύπα. Τράβηξε τους κόπους, τη βαριά δουλειά, τις πίκρες και τον κίνδυνο σαν όλους τους μούτσους. Πεισματάρης όμως και άφοβος, σε ηλικία δεκατεσσάρων-δεκαπέντε χρόνων είχε αποκτήσει φήμη θαλασσινού γνωστικού και ατρόμητου. Τον θαύμαζαν οι πιο παλιοί της ναυτικής τέχνης. Αυτόν όμως τον έτρωγε η δίψα της πρωτιάς. Ήθελε να γίνει καπετάνιος. Ο Στύπας ήταν να βγει από το λατινάδικο. Ο πατέρας του λογάριαζε να βάλει το πρώτο παιδί του τον Αντώνη. Ο Ανδρέας δυνατά και ξάστερα είπε στον πατέρα του: Εγώ θα πάω καπετάνιος. Ο γέρο Βώκος του λέει: Δεκαπέντε χρόνων μωρέ, δεν μπήκες ακόμα τα δεκάξι και θέλεις να κουμαντάρεις; Γιατί δεν είμαι άξιος; Του απαντάει. Ο πατέρας βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Αγαπούσε και θαύμαζε το μικρό αλλά δεν μπορούσε να στερήσει τα πρωτεία του μεγάλου. Έδωσε λοιπόν την πλοιαρχία στον Αντώνη. Άγριο πείσμα έπιασε το Μιαούλη. Θα τους έδειχνε ποιος είναι. Άναψε το κουρσάρικο αίμα. Θα έβγαινε αλλιώς στο πέλαγο, αφού του έκλεισαν το δρόμο. Θα έβγαινε πειρατής.
    Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ποια είναι η διαφορά μεταξύ
κουρσάρου και πειρατή. Κουρσάρος ονομάζεται ο πειρατής που εντάσσεται στην υπηρεσία κάποιου κράτους και κάνει καταδρομές εναντίον πλοίων και περιοχών εχθρικών ως προς το κράτος που αυτός έχει ενταχθεί.
    Ο Μιαούλης μάταια πάσχισε να αλλάξει την απόφαση του πατέρα του για το ζήτημα της πλοιαρχίας. Ο καυγάς είχε φουντώσει φοβερός μέσα στη φαμίλια. Ο γέρο Βώκος επέμενε. Άξαφνα ο Μιαούλης χάθηκε από την Ύδρα. Ο Μιαούλης είχε αυτόν τον καιρό ένα φίλο της ηλικίας του, το Μιχάλη Χατζημιχάλη. Τα είπαν μαζί, συνεννοήθηκαν μυστικά με ναύτες και το αποφάσισαν. Περασμένα μεσάνυχτα, όταν όλοι κοιμόνταν μπήκαν στο καράβι του Χατζημιχάλη, του πατέρα του φίλου του, που ήταν αραγμένο στο λιμάνι, το ρυμούλκησαν έξω, ύψωσαν τα πανιά και βγήκαν στα πέλαγα. Ο Μιαούλης καπετάνιος σε πειρατικό, σε ηλικία δεκαοχτώ ετών. Έβαλαν πλώρη κατά τα νερά της Κρήτης, της Μάλτας και τα παράλια της Αιγύπτου. Λέγεται μάλιστα ότι μπήκαν στο Νείλο και ανέβηκαν ως το Κάϊρο. Έγιναν ο φόβος και ο τρόμος των παραλίων αυτών.
    Οι πειρατές μας αρμένιζαν νότια από την Πελοπόννησο, οπότε τους ρίχνονται Μαλτέζοι πειρατές. Αρχίζει  φοβερή ναυμαχία κατά τη διάρκεια της οποίας τραυματίζεται ο Μιαούλης και συλλαμβάνεται ενώ οι σύντροφοί του ξεφεύγουν με τη μεγάλη βάρκα του πλοίου. Έρχεται σε συμφωνία με τους πειρατές να εξαγοράσει την ελευθερία του. Έξι πειρατές τον βγάζουν συνοδεία. Επειδή είναι τραυματισμένος μένει τρεις μέρες σε ένα χωριουδάκι κοντά στη θάλασσα. Οι πειρατές περιμένουν να έρθουν τα
2

λύτρα. Ξαφνικά εμφανίζεται ένα τουρκικό πολεμικό και πλησιάζει να χτυπήσει. Οι πειρατές είναι υποχρεωμένοι να τρέξουν στο καράβι τους. Έτσι γλύτωσε ο Μιαούλης και γύρισε λαθραία στην Ύδρα.
    Ο πατέρας του τον δέχτηκε με κρυφή λαχτάρα, του λέει όμως: Που είναι τα καζάντια σου μωρέ; Δεν ήθελες να μ’ ακούσεις. Σήκω να πας με το λατινάδικο. Ποιος καπετάνιος; Ρωτάει ο Μιαούλης. Ο Αντώνης του απαντάει ο Βώκος. Ο Μιαούλης σκύβει το κεφάλι αμίλητος. Μπαρκάρει με το λατινάδικο με στάρι για τη Χίο. Ο Μιαούλης με τον Αντώνη καπετάνιο βράζει. Δε θέλει να το χωνέψει. Όταν έφτασαν και πούλησαν το φορτίο, ξεσπάζει. Ρίχνεται στον αδελφό του, τον βγάζει από το καράβι, του παίρνει και τα λεφτά και αγοράζει στο όνομά του ένα τουρκοκρητικό καράβι, το Μιαούλ από το οποίο του κόλλησαν το παρατσούκλι που του έμεινε επίθετο όπως συνέβη με τους Σαχτούρηδες και τους Τομπάσηδες.
    Η συνέχεια του βίου του λίγο πολύ είναι γνωστή και με το καινούργιο του όνομα έφτασε να γίνει αρχιναύαρχος του Ελληνικού στόλου. Η πειρατεία όμως στις ελληνικές θάλασσες είχε καταντήσει μάστιγα και αμέσως μετά την επανάσταση και την ίδρυση του ελληνικού κράτους, η κυβέρνηση ανέλαβε να πατάξει οριστικά την πειρατεία. Το έργο της πάταξης ανατέθηκε στον αρχιναύαρχο Μιαούλη, που επέδειξε ηρωική και συνεχή δράση κατά των πειρατών καταφέρνοντας να ολοκληρώσει το δύσκολο αυτό εγχείρημα. Το 1828 ο Μιαούλης κατάλαβε τη συστάδα των Διαβολονησιών στις βόρειες Σποράδες, που αποτελούσαν ανέκαθεν σημαντικότατο πειρατικό ορμητήριο. Συλλαμβάνει ογδόντα πειρατικά πλοία, τα μισά εκ των οποίων βύθισε, ενώ τα υπόλοιπα τα διέθεσε για την ενίσχυση του αποκλεισμού της Χίου και του Αμβρακικού κόλπου.

Πηγή: Το βιβλίο του Σπύρου Μελά: Ο Ναύαρχος Μιαούλης. (Εκδόσεις Μπίρης).