Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Περί δουλείας στην Αρχαία Ελλάδα



Περί δουλείας στην Αρχαία Ελλάδα  (Α μέρος)


ΠΗΓΗ 

Ας δούμε κατ αρχάς τι μας λέει ο Ξενοφών για την Δουλεία στην Αρχαία Αθήνα:  
Πολύ μεγάλη ασυδοσία των Δούλων και Μετοίκων στην Αθήνα και εκεί δεν επιτρέπεται να χτυπήσεις Δούλο ούτε ο Δούλος να σου κάνει τόπο να περάσεις.

Εκεί ο Δημότης δεν φοράει καλύτερα ρούχα ούτε στην εμφάνιση είναι καλύτερος από ότι οι Δούλοι και οι Μέτοικοι.

Απορεί κανείς που εκεί αφήνουν τους Δούλους να καλοπερνούν και μερικούς μάλιστα να ζουν με μεγαλοπρέπεια.

Γι’ αυτό κάναμε ίσους απέναντι στον νόμο τους Δούλους με τους ελεύθερους και τους Μετοίκους με τους καλύτερους της πόλης, γιατί η πόλη έχει ανάγκη τους Μετοίκους για το πλήθος των τεχνών και για το ναυτικό.

- Ξενοφώντος "Αθηναίων Πολιτεία" στίχοι 10-12



Ενώ ο Αριστοτέλης μας ενημερώνει:


Οι άποροι ήταν αναγκασμένοι να χρησιμοποιούν τα παιδιά και τις γυναίκες τους στις δουλειές αφού δεν είχαν δούλους

Αριστοτέλους Πολιτικά [1323a - 5]

 Αν λοιπόν η κατάσταση δουλείας ήταν στα επίπεδα που κάποιοι θέλουν να νομίζουμε ότι ήταν, οι φτωχοί θα είχαν και έναν και δύο και πολλούς δούλους για να τους κάνουν τις δουλειές.

Ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του μας ενημερώνει ότι δούλοι ήταν μόνο όσοι ήταν γεννημένοι γι αυτό. Όσοι έγιναν δούλοι ενώ δεν τους άξιζε κάτι τέτοιο, τους ανέβαζαν στην τάξη των "απελεύθερων"

«Η βασιμότητα της επίκρισης, ότι οι Αθηναίοι ζούσαν απ' τους δούλους, δεν έχει αποδειχθεί».



Αθανάσιος Κανελλόπουλος

(Σύγχρονες Οικονομικές Σκέψεις των Αρχαίων Ελλήνων)



«Κανείς οραματιστής δεν υπήρξε τόσο ρηξικέλευθος ή τόσο ρομαντικός ώστε να φανταστεί μία ζωή χωρίς δούλους. Οι μεγαλύτεροι διανοούμενοι ή ηθικολόγοι δεν σκέφτηκαν την δουλεία ως κάτι κακό. Αυτό που εκπλήσσει, δεν είναι ότι οι Έλληνες δέχονταν για αιώνες την δουλεία ως κάτι δεδομένο, αλλά ότι τελικά κάποια
στιγμή άρχισαν να προβληματίζονται και να την αμφισβητούν».
Έντιθ Χάμιλτον (The Great Age of Greek Literature)


Έχουν γραφτεί πάμπολλα άρθρα και βιβλία παγκοσμίως με θέμα την εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο που στην πλειοψηφία τους ανάγουν την έναρξη του επαίσχυντου θεσμού της δουλείας στην αρχαία Ελλάδα, παρ' ότι ως θεσμός προϋπήρχε σε όλους τούς αρχαίους πολιτισμούς τού κόσμου, συμπεριλαμβανομένου τού κινεζικού, τού ιαπωνικού, τού πολυνησιακού, τού ινδικού, τών λαών της Αφρικής και τής Νότιας Αμερικής όπως και πολλών λαών τής Ευρώπης, περιλαμβανομένου τού ελληνικού και τού ρωμαϊκού. Θα πρέπει να διευκρινιστεί εξ αρχής, πως η ύπαρξη του θεσμού της δουλείας στον αρχαιοελληνικό κόσμο δεν αμφισβητείται. Είναι γνωστό ότι οι αρχαίες κοινωνίες υπήρξαν δουλοκτητικές. Ο νικημένος εχθρός γίνονταν δούλος του νικητή και παρέμενε στην υπηρεσία του, εκτός εάν οι συγγενείς του τον απελευθέρωναν καταβάλλοντας λύτρα. Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση όμως συχνά στη δουλεία στην Αρχαία Ελλάδα, όχι επειδή ήταν σκληρότερη, αλλά επειδή η διεθνής κοινότητα και πολλοί Έλληνες θεωρούν αυτονόητο ότι μια χώρα που διέθετε ανεπτυγμένο πολιτισμό και γέννησε τη δημοκρατία, δεν θα έπρεπε να ανέχεται τη δουλεία.

Από την άλλη όμως δεν θα πρέπει να προκαλείται σύγχυση με τις πιο πρόσφατες μορφές δουλείας (π.χ. Αφρικανοί σκλάβοι στην Αμερική των προηγούμενων αιώνων) και ειδικότερα με τη σχέση κύριου και δούλου και την μεταχείριση του δεύτερου απ' τον πρώτο. «Στρατόπεδα συγκεντρώσεως» και «φυλακές» δεν υπήρχαν. Ο δορυάλωτος εχθρός δεν ήταν δυνατόν να αφεθεί ελεύθερος, αφού κατά την αναμέτρηση με τον αντίπαλο (σύμφωνα πάντοτε με τα ελληνικά ιδεώδη) δεν νίκησε αλλά ούτε έπεσε μαχόμενος (« τάν πί τς»). Παραδόθηκε, ανεδείχθη ήσσων, ήττων (κατώτερος, ολιγώτερος), δηλαδή ηττήθηκε. Γι' αυτό στην αρχαία ελληνική γλώσσα η λέξη «δουλέμπορος» δεν υπάρχει. Δουλεμπορικά πλοία και δουλεμπορικά πρακτορεία είναι πολύ μεταγενέστερα, νεώτερα κατασκευάσματα, ενώ υποτίθεται ότι ο θεσμός της δουλείας έχει πλέον εκλείψει.

Οι καθηγητές Hanson και Heath, στο βιβλίο τους «Ποιος σκότωσε τον Όμηρο» σημειώνουν ενδεικτικά ότι ό Αριστοτέλης θα έλεγε «ότι οι Αμερικανοί έθεσαν εκτός νόμου τη δουλεία μόνο και μόνο για να μεταχειρίζονται εκατομμύρια ελευθέρων ανθρώπων χειρότερα από δούλους» (σελ. 173). Ο Πλάτων στους ΝΟΜΟΥΣ συνιστά αφ' ενός να μην υποδουλώνονται Έλληνες, αφ' ετέρου να γίνεται καλή μεταχείριση των δούλων. Και πράγματι, στην Ελλάδα συνέβαινε αυτό ακριβώς. «Δούλοι» και «κύριοι» ζούσαν αρμονικά, συνδεόμενοι με στοργή, φροντίδα, συμπάθεια, οικειότητα, όπως γίνεται ολοφάνερο, και πάλι μέσα από τους στίχους του Ομήρου. Ο Όμηρος, ο «ποιητής που μόρφωσε την Ελλάδα» τρέφει μία γλυκιά τρυφερότητα για ολους εκείνους τους ανθρώπους που υπηρετούν τους βασιλείς και τους πρίγκιπες των έργων του. Χρησιμοποιεί γι' αυτούς, λέξεις όπως «αμφίπολος» (αυτός που βρίσκεται πέριξ, ο ασχολούμενος με κάτι), «δμως» (ημερωμένος), «θεραπαινίς» (αυτή που περιποιείται), «οικέτης» (άνθρωπος του σπιτιού), «παις» (παιδί). Οι ομηρικοί ήρωες όχι μόνον δεν μιλούν υποτιμητικά στους υπηρέτες τους αλλά έχουν μαζί τους οικογενειακή σχέση.

Όταν λ.χ. ο Τηλέμαχος γυρίζει από το ταξίδι του στην Σπάρτη, οι «δούλες» τρέχουν και τον φιλούν με αγάπη στην κεφαλή και στους ώμους («κύνεον γαπαζόμεναι κεφαλήν τε και μους».) Ο Τηλέμαχος προσφωνεί τον δούλο χοιροβοσκό Εύμαιο «ττα» (=πατερούλη, παππούλη), η Πηνελόπη προσφωνεί με σεβασμό την ταμία (=οικονόμο) Ευρυνόμη «μαία» (=σεβαστή μητέρα), οι δε δούλοι απευθύνονται προς τους κυρίους τους καλώντας τους με το όνομα τους. Ο Ετεωνεύς π.χ. ο δούλος του Μενελάου: «ω Μενέλαε» (δ. 26). Η δούλη του Έκτορα στον Έκτορα: «Έκτορ»(Ζ,382) κ.ο.κ.



Ο Εύμαιος, ο χοιροβοσκός, είναι ο πιο διάσημος δούλος τής Οδύσσειας, ο άνθρωπος τον οποίο ο Οδυσσέας εμπιστεύεται και αγαπά (ξ 62) και πού υποφέρει για την απουσία του κυρίου του (ξ 39). «Γιατί δεν πρόκειται να βρω πια άλλον κύρη τόσο καλό. Όπου κι αν πάω, έστω κι αν πάω πάλι στον πατέρα και στη μάνα μου, στο σπίτι όπου πρωτόειδα το φως και με μεγάλωσαν αυτοί. Σέβομαι ξένε μου να φέρω στα χείλη μου τ' όνομά του και τώρα πού δεν είναι εδώ, γιατί μ' αγαπούσε πολύ και φρόντιζε για μένα, παρά τον ονομάζω αγαπημένο, παρ' όλο πού είναι μακριά μου» (ξ 138-147).

Ο Εύμαιος συμπεριφέρεται παράξενα ως «δούλος», ένα πλάσμα δηλαδή πού «στερείται την προσωπική του ελευθερία και αποτελεί ιδιοκτησία τού κυρίου του». Πρώτα απ' όλα φέρει όπλα, ξίφος και ακόντιο (ξ 528-531) και έχει δικό του δούλο τον Μεσαύλιο (ξ 449-452) «πού μόνος του ό χοιροβοσκός τον είχε πάρει στην εξουσία του, αφού έφυγε ο κύρης του χωρίς τη γνώμη της αφέντρας και τού γέροντα Λαέρτη, τον αγόρασε από τούς Ταφίους δίνοντας δικά του πράγματα», πού σημαίνει ότι έχει και δική του προσωπική περιουσία (Η Επιγραφή της Γόρτυνος (Κρήτη) αναφέρει ότι ο δούλος μπορούσε να έχει ζώα δικά του και διάφορα περιουσιακά στοιχεία, έστω και περιορισμένα. Οι χρηματικές οικονομίες ενός δούλου άνηκαν στον κύριό του αλλά εκείνος, συνήθως, του επέτρεπε να τις διαθέτει όπως ήθελε). Ο Εύμαιος θλίβεται πού οι Μνηστήρες κατασπαταλούν το βιος τού κυρίου του και μιλά σαν να είναι και δικό του: «σφέτερα κτήματα», τα κτήματα μας (ξ 91). Κι όταν καλοδέχεται τον Οδυσσέα (πού είναι μεταμφιεσμένος), ο Τηλέμαχος προθυμοποιείται να στείλει για τον φιλοξενούμενο ρούχα και φαγητά όσα χρειάζονται για να τρώει και να μην δίνει βάρος στον Εύμαιο και τούς συντρόφους του, τούς άλλους βοσκούς (π 83). Μα ο Εύμαιος και οι άλλοι βοσκοί είναι «δούλοι» τού Τηλέμαχου. Δεν δικαιολογείται ο αφέντης να μην θέλει να γίνεται βάρος στο δούλο του παρά μόνον από μία σχέση στοργής πού έχει εδραιωθεί ανάμεσα τους.

Γι' αυτό και ο ιστορικός Κορδάτος παραδέχεται: «Οι δούλοι δεν είναι σκλάβοι με την πραγματική σημασία τής λέξης. Είναι παραγιοί και ψυχογιοί του αρχηγού της οικογενείας. Το ίδιο και οι σκλάβες, είναι ψυχοκόρες και παραδουλεύτρες, γιατί δεν έχουν ακόμα ωριμάσει οι αντικειμενικοί όροι, ώστε από την εργασία τους να βγαίνει χρήσιμη υπεραξία. Η εργασία γίνεται από κοινού από όλα τα μέλη του γένους. Ακόμα και οι βασιλείς και οι άνακτες δουλεύουν. Ο Οδυσσεύς φτιάνει μόνος του το κρεββάτι του. Ο Τηλέμαχος καταπιάνεται με δουλειές του χεριού. Η Ναυσικά πλένει τα ρούχα της μαζί με τις δούλες στο ποτάμι. Το ίδιο γίνεται και στα αμπέλια και στα χωράφια. Κι εκεί πηγαίνουν όλοι μαζί και δουλεύουν. Δεν υπάρχουν αφέντες και εργάτες…».

Όταν ο Ισχόμαχος, ο φίλος του Σωκράτη, φέρνει την νιόπαντρη σύζυγό του στο σπίτι, και τής διδάσκει πώς θα το διοικεί, θα επιβλέπει, θα μοιράζει, θα προνοεί και θα εξοικονομεί, τής λέει: «Ανάμεσα στις εργασίες σου υπάρχει μία πού μπορεί να σου φανεί δυσάρεστη: Όταν κάποιος υπηρέτης («τών οίκετών») αρρωστήσει, πρέπει να τον φροντίσεις με κάθε τρόπο ώστε να θεραπευθεί» και ή σύζυγος του απαντά: «Αντίθετα, να και μία εργασία πού θα μου είναι τελείως ευχάριστη, αν αυτοί πού θεράπευσα μου χρωστούν χάρη και μου είναι πιο αφοσιωμένοι από πριν» (Ξενοφών, Οικονομικός VII 37).
Οι Έλληνες, φορείς υψηλού πολιτισμού και παιδείας, συμπεριφέρθηκαν στους δούλους με τρόπο ανθρωπιστικό:
«Κ
ν δολος τις, οδέν ττον νθρωπος οτος στίν…» (Φιλήμων).

«Κν δολος τις, σάρκα τήν ατήν χει· φύσει γάρ οδείς δολος γεννήθη ποτέ, δ' α τύχη τό σμα κατεδουλώσατο».

Στην αρχαία Ελλάδα οι δούλοι εκτελούσαν χρέη θυρωρού, μαγείρου, παιδαγωγού, αγροκαλλιεργητού, βοσκού. Οι θεραπαινίδες ασχολούνταν με τα οικιακά. Υπήρχαν επίσης οι δημόσιοι δούλοι οι όποιοι εκτελούσαν χρέη οδοκαθαριστή, αστυνομικού, κλητήρα της Βουλής και του Δικαστηρίου, αλλά και χρέη δημίου, επειδή κανένας ελεύθερος πολίτης δεν δέχονταν να γίνει δήμιος ή, έστω, να αστυνομεύσει. Αυτοί απολάμβαναν ιδιαίτερα προνόμια όπως μισθό και δικό τους σπίτι. Οι σκληρότερα εργαζόμενοι δημόσιοι δούλοι ήσαν οι απασχολούμενοι στους μύλους και στα μεταλλεία του Λαυρίου. Συνήθως έστελναν εκεί τους ανέντιμους και κακού χαρακτήρας δούλους, ως τιμωρία.

Η αρχαία οικογένεια υποδέχονταν τους νέους δούλους με μία θρησκευτική τελετή. Τους έβαζαν να καθίσουν στην εστία της οικίας και η δέσποινα τού οίκου άπλωνε στο κεφάλι του τα «καταχύσματα» (Αριστ. Πλούτος 795) «για το καλό», όπως λέμε. Τα καταχύσματα ήταν μείγμα μελιού και ξηρών καρπών από αμύγδαλα, καρύδια, σύκα, χουρμάδες και κόκκους δημητριακών και προοιώνιζαν την ευδαιμονία και την ευπραγία (το ίδιο γινόταν και με τούς νεόνυμφους, όπως σήμερα ρίχνουμε ρύζι, κουφέτα, άνθη). Συγχρόνως τους δίνονταν και όνομα. Ο δούλος στο εξής αποτελούσε μέλος της οικογενείας. Συμμετείχε στις προσευχές, στις θρησκευτικές εορτές και θάβονταν στον οικογενειακό τάφο. Διαβάζουμε στους «Παπύρους επιλογής»: «…πως τό το -δούλου – σμα τύχη τς δεούσης περιστολς καί καταθέσεως…».

Ο Γ. Βουλόδημος (Περί Ιδ. Βίου Αρχ. Ελλ.-Οδησσός 1875) γράφει: «Η τοιαύτη ελευθερία και άνεσις των δούλων, ως υπό του Αριστοτέλους καλείται, ην συνέπεια της ηπιωτέρας αττικής νομοθεσίας, ήτις παρείχε τω δούλω πλείονα προστασίαν και ευρύτερον στάδιον ενεργείας ή αλλαχού, ώστε σχεδόν και τα χαρακτηριστικά του ελευθέρου ανδρός, ή παρρησία και ισηγορία απεδίδοντο αυτοίς. Τοιούτον ην το έθος του δέχεσθαι τους νεωνήτους δούλους δι' αστείας καταχύσεως μίγματος εκ διαφόρων εδεσμάτων και τρωγαλίων, ατινα εκαλούντο καταχύσματα, και άτινα όντα εν χρήσει και κατ' άλλας ιερωτέρας τελετάς της οικογενείας, οίον κατά την υποδοχήν νύμφης, ήσαν η ζώσα έκφρασις της ευγενούς φιλανθρωπίας ήτις εθεώρει τον δούλον ουχί μόνον ως οικέτην, αλλά και ως σύντροφον και ομοτράπεζον. Έτι δε και εν ταις θρησκευτικαίς τελεταίς, και ο δούλος μετείχε των θυσιών και εορτών του οίκου. Πάντες οι εν ταις θυσίαις παριστάμενοι ερραντίζοντο και εκαθαίροντο δι' ύδατος, λαμβανομένου εκ του βωμού∙ τούτο ήσαν οι χέρνιβες… διο και παρ Αισχύλω καλούνται οι δούλοι χερνίβων κοινωνοί. Εν εορταίς δε οι δούλοι ουχί μόνον ελάμβαναν ανακούφισιν της καταστάσεως αυτών, αλλά και ισοτιμίας μετά των δεσποτών απήλαυον…συμπεριελαμβάνοντο και αυτοί εν τη γενική αναπαύσει και ευθυμία. Πολλαχού δε υπήρχον εορταί, καθ' ας εχορηγείτο τοις δούλοις ελευθερία και ραστώνη…Τοιαύτα ήσαν τα εν Κρήτη Έρμαια, εν οις ευωχουμένων των οικετών οι δεσπόται υπηρετούν προς τας διακονίας- τοιούτο τι συνέβαινε και εν Τροιζήνι κατά τον μήνα Γεραίστιον, οτε εγίνετο πανήγυρις πολλών ήμερων, ως εν μια οι δούλοι μετά των πολιτών κοινή ηστραγάλιζον, και οι κύριοι τους δούλους ειστίων∙ τοιαύτα ήσαν και τα παρά τοις Θεσσαλοίς Πελώρια, εορτή προς τον Δία τον Πέλωρον, εις ανάμνησιν της ευωχίας και εορτής της λαβούσης χωράν επί τη αγαθή αγγελία της εκ σεισμού διαρρήξεως των Τεμπών και της ανακύψεως των μεγάλων θεσσαλικών πεδιάδων…» (Άρα, αρχαιότατος ο προς τους δούλους σεβασμός, η οικειότητα και η συμπάθεια).
Και συνεχίζει:

«Διό οι Θεσσαλοί, ως απομίμημα της τότε γενομένης εορτής, θύοντες Διί Πελώρω και τράπεζας κοσμούντες, ούτως φιλάνθρωπον συνετέλουν την πανήγυριν, ώστε παρελάμβανον και τους ξένους άπαντας και τους δεσμώτας έλυον, και τους οικέτας κατακλίναντες, ειστίων μετά πάσης παρρησίας και διηκόνουν αυτοίς οι δεσπόται».
Και καταλήγει:
«Η κατάστασις των παρ' Έλλησι δούλων ην ήττον καταπιεστική και μάλλον άνετος ή των παρά Ρωμαίοις… Θανατική ποινή, και επί δούλων, ώφειλεν εφαρμόζεσθαι μόνον δια δικαστικής αποφάσεως, και ενταύθα το ελληνικόν έθος και δίκαιον διέφερε του παρά Ρωμαίοις, παρ' οις ο κύριος κατά το δοκούν επέβαλλε τω δούλω την θανατικήν ποινήν. Ούτως αναγινώσκομεν παρ' Αντιφώντι ότι «ο
δέ ο τούς δεσπότας ποκτείναντες, άν π' ατοφώρ ληφθσιν, οδ' οτοι θνήσκουσιν π' ατν τν προσηκόντων, λλά παραδιδόασιν ατούς τ ρχ κατά νόμους πατρίους, καί ψφος σον δύναται τ δουλον ποκτείναντι καί τ λεύθερον».
Ο δεσποτισμός των Ρωμαίων προς τους δούλους άγγιζε την σκληρότητα των Ασιατών ηγεμόνων. Και είναι γνωστό ότι ορισμένοι Ρωμαίοι δεν δίσταζαν να ρίξουν δούλους σε «κιστέρνες» με ανθρωπόφαγα ψάρια, για να παρακολουθήσουν διασκεδάζοντας ποιος δούλος θα καταβροχθισθεί γρηγορότερα. Είναι δε απίστευτο (αλλ' όμως αληθινό) ότι εάν κάποια Ρωμαία δέσποινα πλάγιαζε με τον δούλο της, δεν παραπέμπονταν «επί μοιχεία», επειδή ο δούλος δεν εθεωρείτο άνθρωπος αλλά απλώς res (=πράγμα, αντικείμενο). Γενικά, στην αρχαία Ρώμη η ζωή των δούλων ήταν χειρότερη και από των κατοικίδιων ζώων.

 Συνεχίζεται
Δημήτρης Τουτουντζής