Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

Η ιστορία της Ψωροκώσταινας του Αναπλιού που έδωσε το όνομά της στην Ελλάδα













Ναύπλιο, 1824. Μόνη, άγνωστη και άνεργη, η Πανώρια Αϊβαλιώτη βγάζει το ψωμί της πότε κάνοντας τον αχθοφόρο και πότε τη ζητιάνα...
Παρά τα προβλήματά της ζητά και παίρνει υπό την προστασία της δεκάδες ορφανά παιδιά που άφηνε στο πέρασμά του ο Ιμπραήμ. Για να τα θρέψει περνούσε από σπίτι σε σπίτι και ζητιάνευε. Είχε παραμελήσει σε τέτοιο βαθμό τον εαυτό της, που τα αλητάκια της παραλίας την πείραζαν και τη φώναζαν Ψωροκώσταινα.
Η Πανώρια Αϊβαλιώτη έζησε στο Ναύπλιο στις αρχές του 19ου αιώνα. Αγαπήθηκε πολύ από τον απλό κόσμο και πέθανε σχετικά νέα. Και όμως τόσα χρόνια μετά εξακολουθεί να συμβολίζει τη φτώχεια, την αθλιότητα και ποτέ τον ηρωισμό και τον αλτρουισμό που την διέκρινε. Χλευάστηκε όσο κανένας η Πανώρια Αϊβαλιώτη, η οποία έγινε γνωστή σε όλη την Ελλάδα ως Ψωροκώσταινα.
Οι Βαυαροί του Όθωνα όταν δεν είχαν χρήματα έλεγαν "τι περιμένεις από την Ψωροκώσταινα". Οι δε αγωνιστές της Επανάστασης του 1821 όταν ήθελαν να μειώσουν τη μισητή αντιβασιλεία την αποκαλούσαν με τη σειρά τους Ψωροκώσταινα.
Οι σύγχρονοι Έλληνες πολιτικοί πολλές φορές παρομοίαζαν την

Ελλάδα με την Ψωροκώσταινα, άλλοτε για να απορρίψουν οικονομικά αιτήματα ή να δικαιολογήσουν υποχωρήσεις έναντι των ξένων και άλλοτε για να δείξουν ότι η εποχή της ζητιανιάς και της σφαλιάρας έχει περάσει οριστικά.
Και η μία και η άλλη άποψη αδικεί την Πανώρια, η οποία αφιέρωσε τη ζωή της στην υπηρεσία της πατρίδος, βοηθώντας τα ορφανά που άφησαν πίσω τους οι επιδρομείς του Ιμπραήμ. Και ενώ μέχρι τον θάνατό της ήταν γνωστή ως Ψωροκώσταινα στους "μοσχόμαγκες του λιμανιού", πέρασε στην ιστορία με το αυτό το παρατσούκλι κατά την επιλογή του Όθωνα ως βασιλέα της Ελλάδος.
Ήταν το 1832. Η Ελλάδα περίμενε τον Όθωνα και τους Βαυαρούς αντιβασιλείς. Πριν από τη άφιξη η κατάσταση για το νέο κράτος ήταν τραγική. Τα ταμεία άδεια. Οι πληγές πολλές. Πείνα και δυστυχία παντού. Η δολοφονία του Καποδίστρια είχε βυθίσει τη χώρα στο χάος. Πολλοί αγωνιστές Ρουμελιώτες είχαν εγκλωβιστεί στο Ναύπλιο περιμένοντας τους μισθούς τους. Μη έχοντας τι άλλο να κάνουν για πληρωθούν, όρμησαν στην παράγκα που είχε στηθεί για Βουλευτήριο, για τις εργασίες της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης ή οποία θα επικύρωνε την εκλογή (επιλογή) του Όθωνα για βασιλιά. Με φωνές και απειλές συνέλαβαν τους προύχοντες και τους οδήγησαν στην Άρια ως ομήρους ζητώντας "για λύτρα" τους μισθούς τους.
Η κυβέρνηση δεν είχε την δυνατότητα να τους εξοφλήσει και τότε οι προύχοντες (έπειτα από 20 ημέρες ομηρίας) αποφάσισαν να πληρώσουν από την τσέπη τους 100.000 γρόσια και έτσι αφέθηκαν ελεύθεροι. Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν στη δημόσια βιβλιοθήκη του Ναυπλίου και τα οποία είχε συγκεντρώσει ο Γιάννης Μακρής, τότε αγωνιστές και προύχοντες ονόμασαν την κυβέρνηση Ψωροκώσταινα.
Λίγο αργότερα όταν ανέλαβαν την εξουσία οι Βαυαροί και διέλυσαν τα άτακτα στρατιωτικά τμήματα των αγωνιστών της Επανάστασης του 1821 η φράση "Τι να περιμένεις από μια Ψωροκώσταινα" πέρασε στην ιστορία.
Οι αγωνιστές αποκαλούσαν την αντιβασιλεία ειρωνικά Ψωροκώσταινα και οι Βαυαροί από την πλευρά τους όταν ήθελαν να απαντήσουν σε όσους ζητούσαν τη βοήθεια του κράτους για να συντηρηθούν έλεγαν περιφρονητικά: "Όλοι από την Ψωροκώσταινα ζητούν να ζήσουν". Το "παρατσούκλι" το οποίο απέδιδε με μοναδική ευστοχία την άθλια οικονομική κατάσταση της χώρας από τότε και έως τις ημέρες μας αναφέρεται συχνά.

Ηρωική μορφή της Επανάστασης
Μπορεί σήμερα η λέξη Ψωροκώσταινα να χρησιμοποιείται ειρωνικά και να έχει καταγραφεί στην ιστορία ως συνώνυμο της ζητιανιάς και της ανέχειας, ωστόσο η ίδια η γυναίκα που ονομάστηκε περιπαικτικά έτσι, ήταν μια ηρωική μορφή του Ναυπλίου τα χρόνια της Επανάστασης.
Η γυναίκα – σύμβολο ήταν η Πανώρια, σύζυγος του Κώστα Αϊβαλιώτη, η οποία καταγόταν από τις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας. Μετά την καταστροφή των Κυδωνιών από τους Τούρκους η Πανώρια αναγκάζεται να εγκαταλείψει τον τόπο γέννησης της και να εγκατασταθεί στο Ναύπλιο. Στην αρχή όλα πάνε καλά, αφού ζει από τις υπηρεσίες τις οποίες προσφέρει στον δάσκαλο και φιλόσοφο Βενιαμίν Λέσβιο. Ο Λέσβιος πέθανε από τύφο του Αύγουστο του 1824. Από τότε για την Πανώρια άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Μόνη και άγνωστη, βγάζει το ψωμί της πότε κάνοντας τον αχθοφόρο και πότε την ζητιάνα.

Την περίοδο εκείνη η Επανάσταση δοκιμαζόταν από την επέλαση του Ιμπραήμ, ο οποίος εκτός από τις άλλες καταστροφές άφηνε στο πέρασμα του και εκατοντάδες ορφανά που συγκεντρώνονταν στο Ναύπλιο. Παρά τα προβλήματά της, η Πανώρια ζήτησε και πήρε υπό την προστασία της παιδιά ορφανά.
Για να τα θρέψει περνούσε από σπίτι σε σπίτι και ζητιάνευε. Είχε παραμελήσει σε τέτοιο βαθμό τον εαυτό της, που τα αλητάκια της παραλίας την πείραζαν και την φώναζαν Ψωροκώσταινα.
Όταν ο Καποδίστριας ίδρυσε στο Ναύπλιο το πρώτο ορφανοτροφείο, η Πανώρια ζήτησε και προσελήφθη στο ίδρυμα για να πλένει τα ρούχα των παιδιών, χωρίς καμιά αμοιβή. Και εκεί που άρχισε να χαίρεται για τα "παιδιά της" που είχαν βρει ρούχα και φαγητό, λίγους μήνες μετά τη λειτουργία του ιδρύματος η Πανώρια πέθανε.
Οι επίσημοι δεν την τίμησαν. Την τίμησαν όμως με τον καλύτερο τρόπο τα παιδιά του ορφανοτροφείου, τα οποία μέσα σε λυγμούς την συνόδευσαν ως την τελευταία της κατοικία.
Από τότε δεν σταμάτησαν ποτέ οι αναφορές στην Πανώρια, την Ψωροκώσταινα. Μάλιστα το 1842, κατά τη συνεδρίαση της πρώτης Βουλής κάποιος βουλευτής χαρακτήρισε την Ελλάδα Ψωροκώσταινα.
Όλοι είχαν αποδεχθεί τον χαρακτηρισμό. Έναν χαρακτηρισμό τον οποίο έχουν αποδεχθεί και οι σημερινοί πολιτικοί, υιοθετώντας μια φράση την οποία χρησιμοποιούσαν περιφρονητικά για την Ελλάδα οι Βαυαροί και περιφρονητικά για τον Όθωνα και την αντιβασιλεία οι βετεράνοι αγωνιστές του 1821.

Όταν συνάντησε τον Καποδίστρια
Για το πώς η Ψωροκώσταινα έγινε "σύμβολο" υπάρχει και μια άλλη εκδοχή, η οποία μάλλον οφείλεται στην αγάπη που έτρεφε ο απλός κόσμος για την Πανώρια. Σύμφωνα με αυτήν, η Ψωροκώσταινα, όπως την έλεγαν λόγω της φτώχειας της, ήταν σύζυγος αγωνιστή. Δεν είχε καμιά βοήθεια από πουθενά και ζητιάνευε στους δρόμους του Ναυπλίου. Κάποια στιγμή την είδε ο Καποδίστριας και της έδωσε κάτι. Τότε εκείνη, κατανοώντας το οικονομικό αδιέξοδο της χώρας, έδωσε στον κυβερνήτη όσα χρήματα είχε συγκεντρώσει. Ο Καποδίστριας συγκινήθηκε από τη χειρονομία και έδωσε εντολή να συνταξιοδοτηθεί.

(Τα κείμενα είναι του Πάνου Μπαϊλη και δημοσιεύτηκαν στα "ΝΕΑ" στις 10 Αυγούστου 2002)
argolika