Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015

Τα καλοκαίρια στην Ερμιόνη, που με στηρίζουν τόσους χειμώνες τώρα

enfo 
Άφιξη το μεσημέρι. Ο παππούς μας περιμένει στην προκυμαία όπως πάντα. Η μάνα μου μας κατεβάζει από την στενή σκάλα που ενώνει το «Ευτυχία» με τον τσιμεντένιο ντόκο σαν να ΄ναι πολύπειρη ακροβάτισσα• δυο παιδιά, δυο βαλίτσες και μιαν ακόμη τσάντα με ό,τι φανταστεί ο νου σου. Ξαμολιόμαστε στην αγκαλιά του παππού με φωνές κι εκείνος μας αγκαλιάζει με τον πάντα «άγαρμπο» τρόπο του: χωρίς να σκύβει πολύ, μας τυλίγει με τα χέρια του και μας «χτυπάει» στην πλάτη σα να 'μασταν απολυμένοι φαντάροι που ξανασμίγουν σε γλέντι ενώ μας προσφωνεί επαναλαμβανόμενα «καμάρι, καμάρι»!

Μετά αρχίζει ο «Γολγοθάς» της ανάβασης στο σπίτι• έξι μικρές ανηφόρες με αντίστοιχα πλατώματα να τις ενώνουν και να έρχεται μια ζέστη από τις μεγάλες πλάκες του δρόμου - τις βαλμένες από τον καιρό του Όθωνα μάλλον - που λες πως δε θα φθάσεις ποτέ στο τέρμα του. Και σαν φαίνεται στη προ-προτελευταία ανηφόρα

ο Ταξιάρχης (στους Αγίους Ταξιάρχες είναι αφιερωμένος ο ναός αλλά από πάντα η αναφορά ήταν στον ενικό) να ξεθαρρεύουμε λιγάκι . «φθάνουμε-φθάνουμε»! Άμα δη ήταν ανοιχτές οι πόρτες της αυλής του Ταξιάρχη, ουυυυυυυυ «χαράς Ευαγγέλια» που κόβαμε δρόμο!

Αυτήν την χαρά, δυστυχώς, την πήραμε λίγες φορές στα μικράτα μας. Οι παπάδες ενοχλούνταν που περνούσε το ποίμνιο μέσα από

την αυλή χωρίς σκοπό να μπει στην εκκλησία και σφάλιζαν τις αυλόπορτες όταν δεν λειτουργούσε ο ναός, οπότε πηγαίναμε το γύρω - όχι και καμιά τρομερή παράκαμψη δηλαδή, αλλά άμα είσαι στα έξι-επτά κι έχεις ανέβει αντίστοιχου αριθμού ανηφόρες στο λιοπύρι, η επιπλέον στροφή σου φαίνεται βουνό.Έπειτα βλέπουμε το μεγάλο πεύκο στην μέση του πάνω δρόμου με τα τεράστια κουκουνάρια και σε μιαν ακόμα στροφή προς τ΄αριστερά κι σε μιαν άλλη προς τα δεξιά να το το σπίτι της γιαγιάς! Και να την η γιαγιά να φωνάζει «καλώς τα μου» και να μας πιάνει στα μάγουλα με εκείνα τα πάντα απαλά χεράκια της που μοσχοβολούσαν όλα τα καλά: αλεύρι, τυράκι, ξερό κρεμμύδι και λάδι - σκέτη ευλογία σου λέω! Με το που μπαίνουμε στο κατώι μας υποδέχεται μια δροσιά σαν από σπηλιά - από την εποχή της τουρκοκρατίας στέκει το παλιό πέτρινο σπίτι με τα χονδρά δοκάρια στο ταβάνι του κατωγιού, τα λαξεμένα από δένδρα που κόψανε από τον λόφο της Αγ. Ερμιόνης. Κι όλα να είναι εκεί αλλά ποτέ στην ίδια θέση• η γιαγιά κάθε που κατέβαινε έκανε αλλαγές, «redecoration» που λένε στο χωριό μας. Το κατώι είχε πλάκα σαν ήμασταν παιδιά, ακόμα έχει δηλαδή, με τις χαμηλές πορτούλες του και τα σκαλοπατάκια που οδηγούν από το ένα δωμάτιο στο άλλο (σκουντούφλες και χτυπήματα στο «Δόξα Πατρί» ήταν για όλους μας ένα συνηθισμένο φαινόμενο). Έπειτα η αυλή που είχε ασβεστωθεί από την γιαγιά (ο παππούς ήταν υπεύθυνος εξωτερικών κι αγροτικών εργασιών) και μας περίμενε όπως κάθε καλοκαίρι διαφορετική• πότε ολόλευκη, πότε «σπασμένη» με λίγη ώχρα, πότε ομοιόμορφα χρωματισμένη, πότε ζωγραφισμένη με κυκλάκια (είπαμε, decoratrice από την φύση της η συνονόματη).

Μετά το μεσημεριανό φαγητό ο ύπνος του παππού επιβάλει οικογενειακή ησυχία, οπότε μετακινούμαστε στον απάνω όροφο, στην κρεβατοκάμαρη (ααα, έτσι την λέει η γιαγιά), έναν ενιαίο χώρο με αρκετά κρεβάτια για να βολευτούμε όλοι - εγγόνια και παιδιά.

Να είναι μεσημέρι, τα ξύλινα πατζούρια να στέκουν κουφωμένα έτσι που να μπαίνει ίσα-ίσα το φως αλλά ο αέρας να μπορεί ελεύθερα να κουνάει τις λεπτές μπεζ κουρτίνες, να ξαπλώνουμε και τα τρία ξαδελφάκια σε εκείνα τα αμερικάνικα σεντόνια με τον πορτοκαλί ήλιο που είχε φέρει ο παππούς όταν ταξίδευε κάποια στιγμή (την δεκαετία του ΄70 στα σίγουρα) και να μετράμε τις ώρες και τα μισάωρα μαζί με την καμπάνα του Ταξιάρχη μέχρι να μας πάρει ο ύπνος. Για κουβέντι μήτε λόγος! Στους πρώτους παιδικούς ψιθύρους ακούς την γιαγιά να κάνει σουτ από το κατώι• στο σπίτι μας την «ενδοεπικοινωνία» την εγκαταστήσανε μαζί με το πάτωμα από τον προπερασμένο αιώνα.
Το απόγευμα, καφές για τους μεγάλους, καμιά φορά «καφές» και για εμάς - κακάο ΙΟΝ στα μικρά φλιτζανάκια - και το σχετικό χαρτζιλίκι το οποίο μένει στις μικρές χούφτες μας μόνο για όσο χρειάζεται μέχρι να φθάσουμε στου Παγώνη για να πάρουμε παγωτά και να επιστρέψουμε στην αυλή να δροσερέψουμε.

Σαν σουρουπώνει οι επιλογές είναι δυo: είτε βόλτα στο λιμάνι (με την αναγκαστική πολυεπίπεδη ανάβαση μετά) για χάμπουργκερ και συγκεκριμένα για το νούμερο είκοσι οκτώ από τις φωτογραφίες του μενού πάνω από τον πάγκο, εξόν αν είναι ξέμπαρκος ο μπαμπάς ή έχουν κατέβει οι θείοι με άδεια οπότε θα πάμε για πίτσα με το μέτρο (που καλύτερη της μήτε στην Νάπολη), είτε θα παραμείνουμε στην γειτονιά για παιχνίδι στο πλάτωμα μπροστά από το σπίτι της γιαγιάς. Ένα τσούρμο παιδιά που πηγαινοέρχονται μπροστά από την σιδερένια διπλή αυλόπορτα, ξυστά στα τραπεζάκια του Μενεξή, του γείτονα-ταβερνιάρη με το ψηλοτάβανο μαγαζί, τον μεταλλικό πάγκο με την κλασική βιτρίνα-ψυγείο και την γυναίκα του μονίμως χαμένη πίσω από την μικρή πορτούλα (που έσκαγα για να περάσω να δω τι κάνουν εκεί πίσω αλλά μόνο μια-δυο φορές το κατάφερα) και φυσικά το τζουκ-μποξ με τα σουξεδάκια της εποχής.

Κάθε βράδυ κέρματα από το πορτοφολάκι του παππού, εκείνο το πτυσσόμενο οβάλ δερμάτινο που το άνοιγμα του πάντα συνοδευόταν από ένα απότομο τίναγμα του χεριού για να βγουν τα ψιλά και να πάρουμε λεμονίτα και πορτοκαλάδα στο ψηλό γυάλινο μπουκάλι και να την πιούμε με το λεπτό καλαμάκι αφού το βγάλουμε βιαστικά από το χάρτινο περιτύλιγμα. Τα ρέστα και τα «τυχερά», φυσικά, καταλήγουν στο τζουκ-μποξ για να χαζέψουμε όλη την «ιεροτελεστία» του να γυρίσει τα δισκάκια, να ξεχωρίσει την επιλογή μας και να αρχινήσει να παίζει . «παίξει Χρήστο επειγόντως ΄κείνο τον σκοπό» και μια γερή ρουφηξιά από την λεμονίτα μου κι άλλο φράγκο και πάλι να πατάω το μεγάλο κουμπί και πάλι να γυρίζουν τα δισκάκια και . «τι τα θέλεις τα λεφτά, να τα κάψεις, τί τα θες;» και άμα έμπαινε κανένας βαρύς κι έριχνε κι άλλα, ξανάρχιζε το θέαμα μετά λαϊκών ασμάτων . «ασ' τον τρελό στην τρέλα του, ασ' τον στο όνειρο του». Κι όταν σώνονται τα ασημένια δεκάρικα όπως και οι ελπίδες μας να μας δώσουν άλλα, γυρίζουμε τρέχοντας στην αυλή της γιαγιάς περνώντας ανάμεσα από τους θαμώνες και τον κυρ-Μενεξή, που καθόταν πότε όρθιος στην πόρτα και πότε στα τραπεζάκια δίπλα της, πάντα με εκείνη την μυστήρια έκφραση ζωγραφισμένη στο πρόσωπο που πραγματικά ακόμα προσπαθώ να καταλάβω αν γέλαγαν τα μουστάκια του επειδή μας έβλεπε μετά από έναν ολόκληρο χειμώνα ή αν ήθελε να μας ξεφορτωθεί για να μην του κάνουμε καμιά ζημιά.

Και η αυλή να μυρίζει γιασεμί, νυχτολούλουδο και τηγανόψωμα με το τυρί της θειάς-Μαρίας - γεύση από παράδεισο. Απλωνόμαστε στα τσιμεντένια σκαλοπάτια με τα πιάτα στα πόδια, ο παππούς κάθεται στην βεράντα που φυσάει περισσότερο και η γιαγιά κοντά στην αυλόπορτα πίνει κόκα-κόλα. Κι όταν έρχεται η ώρα για ύπνο στα αμερικάνικα σεντόνια με τον μεγάλο πορτοκαλί ήλιο, μας νανουρίζουν τα τριζόνια από την σκεπή, οι περαστικοί με τα πατήματα τους στις πλάκες και οι μουσικές από το τζουκ-μποξ του κυρ-Μενεξή. Και τα πατζούρια πάντα κουφωμένα κι ο Ταξιάρχης πάντα να μετρά τις ώρες του ύπνου μας.