Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

ΩΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΑΙΕΣ, ΟΙ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΗΓΑΙΝΟΕΡΧΟΝΤΑΙ...



Την έχω χάσει για κανά-δυο χρόνια τώρα, ενώ την έβλεπα τακτικά στη γειτονιά, αλλά που και που την θυμάμαι την Γλυκερία, και μόνος μου αναρωτιέμαι: ζει ακόμη; στο Αγρίνιο, μήπως ; (όπου μέχρι πρότινος περιποιότανε τους αιωνόβιους γονείς της, τα ''γερόντια'' , όπως τους έλεγε), ή έχει πεθάνει; Τα ρολά στα παράθυρα του μικρού ισόγειου διαμερίσματός της, στο διπλανό τετράγωνο του σπιτιού μου, είναι πάντως πολύ καιρό κλειστά.
Αγωνίστρια της ζωής, χωρισμένη απ' τον ''ανεπρόκοπο'', με μια κόρη τη Γιάννα την οποία δούλευε σκληρά στα σπίτια της γειτονιάς για να την μεγαλώσει. Την έπαιρνα τακτικά, ''τσακάλα'' στις βαριές δουλειές του σπιτιού, αλλά αυτό που με γοήτευε σ' αυτήν ήταν κυρίως η σπάνια λαικο-δημοτική φινέτσα του λεξιλογίου που χρησιμοποιούσε μιλώντας. Η ίδια φινέτσα στην οποία αφιερώνει πλήθος εύστοχων σελίδων ο μεγάλος Προυστ ακούγοντας την οικονόμο του την Φρανσουάζ να μιλάει. Δεν είμαι λογοτέχνης για να επεκταθώ αλλά, αναπολώντας, δεν μπορώ να μην σταχυολογήσω κάποιες εκφράσεις της, που τυχαία θυμάμαι. ΄Οταν κατάκοπη απ' τη φασίνα λ.χ., βλέποντάς με να βγαίνω έξω για να πάρω ψωμί, μούλεγε με το αμίμητο εκείνο ύφος της τής οσιομάρτυρος : ''Πάρε μου και μένα μια φρατζόλα, Τάκη μου, γιατί εγώ, μετά από τόσες ώρες εδώ, θε νάμαι για τον λάκκο..''   Καθώς έμενε δίπλα, κάποιες φορές που ξυπνούσε πολύ πρωί, με ειδοποιούσε αποβραδίς τηλεφωνικά : '' Θάρθω αύριο απ' τις εφτά, έτσι;'' Για πλάκα έβγαινα στο μπαλκόνι και την έβλεπα μόλις ερχόταν. Αδιόρθωτος πάντα και παριστάνοντας τον ξαφνιασμένο, πρωί- πρωί, βλέποντάς την να περιμένει να τής ανοίξω την πόρτα, την πείραζα, ο αχρείος: ''Ποια ειν' αυτή η ζητιάνα;" Μετά έφυγε για την πατρίδα της το Αγρίνιο, γιατροπόρεψε τα γερόντια ώσπου πέθαναν, ξαναγύριζε πότε- πότε για λίγους μήνες στο διαμερισματάκι της εδώ, στο μεταξύ πάντρεψε και την Γιάννα, την χαιρετούσα πάντα στο δρόμο, στον χασάπη, όπου την συναντούσα, ώσπου ξανά την έχασα. Και χτες, πέφτω τυχαία πάνω στο μικρότερο αδελφό της τον Τάκη, στη γειτονιά, τι κάνει η Γλυκερία; είναι καλά; δεν έρχεται πια;  “ Το χειμώνα μόνο.. όμως εδώ είναι τώρα.. ήρθε γιατί θα γεννήσει η Γιάννα..’’, συνέχισε ο Τάκης απομακρυνό- μενος και αποζημιώνοντάς με κι εκείνος, με μια θεσπέσια φράση, φράση ζωής που είχα χρόνια να την ακούσω, αντίστοιχη με τις αρχέγονες φράσεις της αδερφής του της Γλυκερίας: '' Σπάσανε, βλέπεις, της Γιάννας τα νερά..."



ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ