Χρονικό του έτους
67 από Χριστού γεννήσεως
Μιχάλης Καραγάτσης
Αφού έφεραν κι έδιωξαν τα
σύννεφα, οι άνεμοι δίπλωσαν τα φτερά τους και κάπου αποκάτιασαν, να
ξεκουραστούν. Καταγάλανος ο ουρανός, ημέρες τώρα, ημέρες χλιαρές μες’ στην
καρδιά του χειμώνα, και νύχτες δίχως κρύο. Μόνο μια ελαφριά ψύχρα αναδινόταν
απ’ τον αγέρα τον αψύ, πιπέριζε στα ρουθούνια, έκανε το αίμα να βράζει σαν
μούστος στο βαγένι, την ψυχή να χαίρεται την πλάση, το μυαλό να μαντεύει τα πιο
κρυμμένα μυστικά της ζωής.
Μια τέτοια νύχτα ήταν που ένας γέροντας και
μια μεσόκοπη γυναίκα περπάταγαν στον κεντρικό, τον πολύβουο και πολύκοσμο δρόμο
μιας λαϊκής συνοικίας της Ρώμης. Απλά, σχεδόν φτωχικά ήσαν ντυμένοι. Η γυναίκα
κρατούσε αγκαλιά ένα αγοράκι ως δύο χρόνων, καλά τυλιγμένο σε χράμι βαρύ. Κοιμισμένο
φαινόταν να είναι, με μάτια κλειστά και στόμα μισάνοιχτο. Παρ’ όλο το βάρος, η
γυναίκα περπατούσε γοργά κι εύκολα. Το φως κάποιας εσώτερης αγαλλίασης
καθρεφτιζόταν στη μελαψή μορφή της. Έλαμπαν τα μεγάλα κατάμαυρα μάτια της σαν
τα δύο αστέρια – το Δία και την Αφροδίτη – που έτυχαν πολύ κοντά, εκείνη τη
χρονιά, και στόλιζαν περίλαμπρα τον πεντακάθαρο ουρανό, κάθε νύχτα, πριν
βασιλέψουν πίσω απ’ την Όστια, μέσα στα βαθυκύανα νερά της Τυρρηνικής θάλασσας.
- Σιγά, Εσθήρ! Είπε ο γέροντας αγκομαχώντας.
Δεν μπορώ να σε προφτάσω.
Μιλούσε λατινικά, με
προφορά που μαρτυρούσε πως ήταν καθαρός Ρωμαίος κι όχι μέτοικος, άνθρωπος με
μόρφωση κι αρχοντιά. Λατινικά του αποκρίθηκε κι η γυναίκα, μα τα μιλούσε
ανάκατα, κακόζηλα με τρόπο ξενικό. Ασιάτισσα πρέπει να ήταν, όπως μαρτυρούσε η
μορφή της με τη γρυπή μύτη και τα σαρκωμένα χείλια.
- Να με συμπαθάς, κύριε. Είναι τόση η βιασύνη
μου να βρεθώ αναμεταξύ τους, που ξεχνώ πως εσύ… Δεν απόσωσε το λόγο της. Έσκυψε
και κοίταξε το κοιμισμένο αγόρι, με μάτια γεμάτα τρυφεράδα. Χαμογέλασε, και
γυάλισαν τα κάτασπρα δόντια της.
- Θα γίνεις καλά , Αγρίππα, του είπε. Θα σε
γιάνει Εκείνος.
Ο γέροντας αναστέναξε
βαρύθυμα.
- Λες ο θεός σου να κάνει το θαύμα, Εσθήρ;
Από τους άλλους θεούς απελπίστηκα. Οι δικοί μας, οι θεοί της Ρώμης, είναι
καιρός πια που έχασαν κάθε δύναμη. Τους ξανέμισαν οι φιλόσοφοι. Ο Επίκουρος, ο
Λουκρήτιος. Φιλοσοφία για εγκέφαλους δυνατούς, για ψυχές