Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

ΕΝΑ ΝΗΣΙ ΑΝΑΔΥΕΤΑΙ (1707 μ. Χ.)




Δημήτρης Τουτουντζής

    Στις αρχές του ΙΗ΄ αιώνα το ηφαίστειο της Σαντορίνης αφυπνίζεται και πάλι. Πενήντα εφτά χρόνια μετά την έκρηξη του 1650 μια καινούργια γεωλογική αναστάτωση σημειώθηκε  στην καλντέρα της Θήρας. Την έκρηξη του 1707 που δημιούργησε τη νησίδα Νέα καμένη, παρακολούθησε και περιγράφει με δραματικές λεπτομέρειες και ημερολογιακό συναρπαστικό ύφος, ακριβώς όπως και ο Πλίνιος την έκρηξη του Βεζούβιου, ένας Ιησουίτης μοναχός περιηγητής εγκατεστημένος στη Σαντορίνη, ο πατήρ Tarillon, σε μια έκθεση προς τους προϊσταμένους του.
   Στις 23 Μαϊου 1707 είδε να βγαίνει από τη θάλασσα ένα καινούργιο νησί, ανάμεσα στη Μικρή και τη Μεγάλη Καμένη. Ας δούμε πως περιγράφει τα γεγονότα.
    «Πέντε μέρες, πριν στις 18 Μαϊου, δύο μικρές σεισμικές δονήσεις έγιναν αισθητές στο νησί. Δεν έδωσε ωστόσο κανείς προσοχή. Φαίνεται πως από κείνη τη στιγμή άρχισε να αναδύεται το νησί στα βάθη της θάλασσας και να ανεβαίνει στην επιφάνεια
των νερών. Όπως κα να έχει το πράγμα, οι ναυτικοί βλέποντας εκείνο το πρωί να ξεμυτίζουν οι κορφές του νησιού πάνω από τα κύματα, φαντάσθηκαν πως ήταν απομεινάρια από νυχτερινό ναυάγιο. Μπήκαν λοιπόν στα πλεούμενα και έσπευσαν επί τόπου να μαζέψουν τα λείψανα του «καραβιού». Αλλά αντί να βρουν ναυάγιο έπεσαν πάνω σε βράχους. Έντρομοι οι Σαντορινιοί γύρισαν γρήγορα στο νησί και διηγήθηκαν το παράξενο φαινόμενο που είδαν».
    Πανικός απλώθηκε σ’ ολόκληρη τη Σαντορίνη. Οι κάτοικοι αλλοπαρμένοι ζούσαν στιγμές αγωνίας περιμένοντας εκρήξεις και καταποντισμούς.
    «Πέρασαν όμως τρεις μέρες και καμιά  συμφορά δεν έγινε. Τότε μερικοί θαρραλέοι Σαντορινιοί αποφάσισαν να ζυγώσουν και να δουν από κοντά τι συμβαίνει. Γύρισαν γύρω γύρω με τις βάρκες τους μελετώντας προσεχτικά το καθετί. Έπειτα βλέποντας πως δεν υπήρχε κίνδυνος, ζύγωσαν ακόμα πιο κοντά και πάτησαν στην πρωτοφανέρωτη στεριά. Από περιέργεια πέρασαν από βράχο σε βράχο και διαπίστωσαν πως βρίσκονται πάνω σε μια άσπρη λιθόμαζα που κοβόταν σαν ψωμί. Μάλιστα έμοιαζε τόσο πολύ στο χρώμα, στη σύσταση και στη γεύση ακόμα, που μερικοί έλεγαν πως ήταν κριθαρόψωμο. Το καλύτερο ωστόσο εύρημα ήταν τα αναρίθμητα στρείδια, που κολλημένα πάνω στους βράχους, αποτελούσαν κάτι πολύ σπάνιο στη Σαντορίνη. Βάλθηκαν λοιπόν όλοι να μαζεύουν όσα περισσότερα μπορούσαν. Ξαφνικά ένοιωσαν να σαλεύουν οι βράχοι και όλα να τρέμουν κάτω από τα πόδια τους. Έντρομοι, παράτησαν το νησόπουλο και πήδηξαν στις βάρκες τους. Αυτή η δόνηση ήταν απλούστατα μια ανεπαίσθητη κίνηση του νησιού, που μεγάλωνε. Μέσα σε λίγες μέρες απόχτησε δώδεκα μέτρα φάρδος και έξη ύψος.  
    Ωστόσο το νησάκι δε μεγάλωνε κανονικά ούτε ομοιόμορφα. Πολλές φορές κατέβαινε και μίκραινε σ’ ένα σημείο ενώ σε άλλο φούσκωνε και άπλωνε. Μια μέρα πρόβαλε ένας πελώριος βράχος στη μέση ακριβώς της ξέρας και υψώθηκε κάπου 15 μέτρα. Τον παρατηρούσα με προσοχή τέσσερες μέρες. Ξαφνικά ξαναβούλιαξε στη θάλασσα και χάθηκε. Άλλοι όμως βράχοι, αφού βούλιαξαν μερικές μέρες, έβγαιναν και ξανάβγαιναν από τα νερά και τελικά στέριωναν. Όλοι αυτοί οι κλυδωνισμοί συγκλόνιζαν τη Μικρή Καμένη. Μια βαθειά ρωγμή φάνηκε για πρώτη φορά στην κορφή της.
    Στο μεταξύ η θάλασσα του κόλπου άλλαζε αδιάκοπα χρώματα. Από ζωηρή πράσινη 
γινόταν κοκκινωπή και ύστερα ανοιχτοκίτρινη. Μια βαριά μυρουδιά ανέβαινε από τα βάθη των νερών.
    Στις 16 Ιουλίου φάνηκε για πρώτη φορά να βγαίνει καπνός από το καινούργιο νησί. Αλλά όχι από το ορατό τμήμα του. Ο καπνός τιναζόταν από ένα κομπολόι μαύρους βράχους που είχαν αναδυθεί στο σημείο όπου η θάλασσα ήταν ως τότε άπατη. Από αυτούς τους βράχους σχηματίσθηκαν δύο χωριστά νησόπουλα. Το ένα ονομάσθηκε Ασπρονήσι και το άλλο Μαυρονήσι, από το χρώμα τους. Σε λίγο ωστόσο ενώθηκαν και οι μαύροι βράχοι έγιναν το κέντρο του νησιού. Πυκνός και ασπρουδερός καπνός ανέβαινε αδιάκοπα.
    Τη νύχτα της 19 προς τις 20 Ιουλίου, από το κέντρο αυτού του καπνού ξεπήδησαν φλόγες. Οι Σαντορινιοί του Σκάρου πανικοβλήθηκαν. Τα σπίτια ήταν χτισμένα  σε απόσταση μισής λεύγας και το κάστρο κρεμόταν μετέωρο πάνω σε κάθετους γκρεμούς που κατέληγαν στη θάλασσα. Περίμεναν να ανατιναχθούν από στιγμή σε στιγμή από τη φωτιά που άπλωνε σίγουρα τα πλοκάμια της και στα έγκατα του δικού τους βράχου. Αποφάσισαν λοιπόν να παρατήσουν το κάστρο, και με τα υπάρχοντά τους να φύγουν σε άλλο νησί ή σε μια άλλη γωνιά της Σαντορίνης.
    Οι Τούρκοι που βρίσκονταν εκείνες τις μέρες στο νησί για να συγκεντρώσουν τους φόρους είχαν κατατρομοκρατηθεί. Ξέφρενοι μπροστά στο θέμα της φωτιάς που ανέβαινε από τα σπλάχνα της θάλασσας εξόρκιζαν τον κόσμο να αρχίσει δεήσεις στο Θεό και καλούσαν τα παιδιά να βγουν στους δρόμους και να φωνάζουν «Κύριε Ελέησον». Γιατί όπως έλεγαν, τα αθώα παιδιά δεν είχαν βλαστημήσει ακόμα το Θεό όπως οι μεγάλοι, ήταν αγνά και η δέησή τους μπορούσε να κατασιγάσει τη θεϊκή οργή».
    Οι Τούρκοι συνήθιζαν κατά τις θεομηνίες να ζητούν τη συμπαράσταση του Θεού των Χριστιανών. Αλλά μόλις περνούσε το κακό οι Έλληνες ξαναγίνονταν «επικατάρατοι άπιστοι». Ένα περιστατικό της οθωμανικής κουτοπονηριάς, αφηγείται ο Ντελαρόκα, καθολικός εφημέριος στη Σύρο κατά τις τελευταίες δεκαετίες του ΙΗ΄ αιώνα: «Πριν μερικά χρόνια σε μια περιοχή της Μ. Ασίας, κοντά  στη Σμύρνη, φοβερή αναβροχιά αφάνιζε την παραγωγή. Οι Τούρκοι πλημμύριζαν τα τζαμιά και δέονταν για τη βροχή της σωτηρίας. Μα καθώς συνεχιζόταν η ξηρασία πρόσταξαν τους Χριστιανούς να προσθέσουν και τις δικές τους προσευχές στον Ύψιστο. Δεν είχε τελειώσει η ελληνική λιτανεία και άνοιξαν οι καταρράχτες του ουρανού. Γενική αγαλλίαση ακολούθησε στην περιοχή. Αλλά σε λίγο άρχισαν οι ψίθυροι εναντίον των Χριστιανών. Γιατί ο θεός εισακούει τις προσευχές των Ελλήνων και γιατί οι ικεσίες των Τούρκων δεν μπόρεσαν να μαλακώσουν την οργή του; Τα πνεύματα ηλεκτρίζονταν όλο και πιο πολύ. Αλλά ο ιμάμης βρήκε τρόπο να καθησυχάσει τους Οθωμανούς. Οι προσευχές σας, τους είπε, φθάνουν στο Θεό σαν μεθυστικό άρωμα. Και καθώς ο Θεός χαίρεται να απολαμβάνει τους θεσπέσιους ατμούς της προσευχής των πιστών, δεν βιάζεται να ικανοποιήσει τις ικεσίες τους. Αντίθετα οι προσευχές των Χριστιανών είναι η μπόχα που αναδίδουν τα σαπισμένα πτώματα. Γι’ αυτό, μόλις τον ικετεύουν για κάτι, σπεύδει να ικανοποιήσει τις δεήσεις τους για να γλυτώσει από τη δυσάρεστη οσμή που φθάνει στα ρουθούνια του». Τι να θαυμάσει κανείς, αναρωτιέται ο Ντελαρόκα, την ευστροφία του ιμάμη ή την ηλιθιότητα του ποιμνίου του;     
    Ας συνεχίσουμε όμως την διήγηση του Ιησουίτη μοναχού.
   «Ωστόσο η φωτιά δεν ήταν ακόμα τίποτα γιατί έβγαινε από ένα μονάχα σημείο του Μαυρονησιού και δε διακρινόταν διόλου την ημέρα. Το Ασπρονήσι φαινόταν ήσυχο, ούτε καπνοί ούτε φωτιά. Το άλλο όμως όλο και μεγάλωνε. Κάθε μέρα έβλεπες να
προβάλλουν πελώριοι βράχοι. Έτσι το νησί γινόταν πότε μακρύτερο πότε φαρδύτερο, οι βράχοι άλλοτε έσμιγαν με τον κύριο όγκο του νησιού και άλλοτε χώριζαν και αλάργευαν. Μέσα σε ένα μήνα έγιναν τέσσερα μαυρονήσια. Ύστερα έσμιξαν και έγιναν όλα μια μάζα.
    Οι καπνοί πύκνωναν ολοένα και καθώς επικρατούσε άπνοια, ανέβαιναν ψηλά, έτσι που διακρίνονταν από την Κρήτη, τη Νάξο και άλλα μακρινά νησιά. Τη νύκτα ανέβαινε μια φλεγόμενη στήλη και στη θάλασσα γύρω επέπλεε ένας αφρός κοκκινωπός  και αλλού υποκίτρινος. Η καπνούρα απλώθηκε ύστερα και τύλιξε ολόκληρη τη Σαντορίνη. Οι κάτοικοι πνίγονταν, αγκομαχούσαν και για να περιορίσουν τη φοβερή δυσωδία έκαιγαν λιβάνια και άναβαν φωτιές στους δρόμους. Αυτό ωστόσο δεν κράτησε παρά δύο μέρες μονάχα. Φύσηξε μια δυνατή σοροκάδα και σκόρπισε τον καπνό. Αλλά στο μεταξύ είχε περάσει πάνω από τα αμπέλια και έκαψε τα σταφύλια, που είχαν κιόλας αρχίσει να ωριμάζουν. Ασημικά και χαλκώματα άλλαζαν χρώματα από την καπνούρα, θάμπωναν. Στο μεταξύ το άσπρο νησί χαμήλωσε ξαφνικά κάπου τρία μέτρα.
    Στις 31 Ιουλίου η θάλασσα άρχισε να κοχλάζει σε δύο κυκλικά σημεία, 9 και 18 μέτρα από το μαύρο νησί. Σ’ αυτά τα δύο σημεία το νερό καιγόταν σαν λάδι στη φωτιά. Ο βρασμός κράτησε ένα μήνα. Νύχτα μέρα ψόφια ψάρια ξενέριζαν στη στεριά.
    Στην 1 Αυγούστου ακούστηκε ένας βαθύς, υπόκωφος βρόντος, λες και χτυπούσαν πολλά κανόνια μαζί κάπου μακριά. Και σε λίγο δύο φλόγες τινάχτηκαν από το υποθαλάσσιο καμίνι, υψώθηκαν κατακόρυφα  και έσβησαν.
    Στις 17 Αυγούστου πίδακες περιφλεγείς ξεπηδούσαν από το νησί και η θάλασσα γύρω κάπνιζε και κόχλαζε αφρίζοντας. Από εξήντα και πάνω στόματα ξεχυνόταν φωτιά. Η θάλασσα ήταν ακόμα σκεπασμένη με κείνο τον κοκκινωπό αφρό που ανάδινε μπόχα αβάσταχτη.
    Κάθε νύχτα, ύστερα από τους συνηθισμένους υπόκωφους βρυχηθμούς, έβλεπες να ξεπηδούν από τα έγκατα της θάλασσας γλώσσες πύρινες απαστράπτουσες, με εκατομμύρια φώτα που ανέβαιναν μεσούρανα και ύστερα ξανάπεφταν, ίδια βροχή αστεριών πάνω στο νησί που φεγγοβολούσε ολόκληρο. Μέσα σ’ αυτό το πύρινο παιγνίδι ένα παράξενο φαινόμενο ήρθε να συνταράξει τους κατοίκους. Καθώς φτεροκοπούσαν στον αέρα οι φωτιές, ξαφνικά ξεχώρισαν μια πύρινη γλώσσα, και μακρόσυρτη υψώθηκε και στάθηκε κάμποσο ακίνητη πάνω στο κάστρο του Σκάρου. Και ενώ σφιγγόταν η ψυχή των Σαντορινιών γι’ αυτό το κακό σημάδι, η γλώσσα της φωτιάς, τινάχτηκε ψηλά και χάθηκε μέσα στα σύννεφα ».
    Στις 26 Αυγούστου 1707 έφθασε στα νερά της Σαντορίνης ο Γάλλος περιηγητής Λα Μοτραί. Την προηγούμενη νύχτα, ενώ βρισκόταν το καράβι του έξω από τη Νάξο, άκουγε βρόντους σαν κανονιές ή σαν αστροπελέκια και ένα μουγκρητό όπως τις ώρες που αγριεύει το θαλασσινό μπουρίνι. Όταν ζύγωσε το καράβι είδε να τινάζονται ψηλά φλόγες μαζί με βράχους πυρακτωμένους από ένα μαύρο νησάκι. « Στα ρουθούνια μου έφθασε σε λίγο η βαριά μυρουδιά του θειαφιού. Πνιγόμουν, δεν μπορούσα να βγάλω φωνή. Ακολούθησε πονοκέφαλος, λιγοθυμιά, ναυτία . Βγήκα στο Σκάρο της Σαντορίνης. Ερημιά. Μονάχα δύο Σαντορινιοί είχαν απομείνει στο χωριό. Ο ένας ήταν παπάς. Οι αναθυμιάσεις του ηφαιστείου είχαν αλλοιώσει όλα τα μέταλλα και κυρίως τα ασημικά, που έγιναν ολόμαυρα. Καπνούρα τύλιγε το νησί, η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Στις 2 Σεπτεμβρίου σημειώθηκε σεισμός που συνοδευόταν από φοβερή έκρηξη. Από τον κρατήρα του ηφαιστείου τινάχτηκαν πελώριοι βράχοι πυρακτωμένοι. Η αναπνοή έγινε δύσκολη και ο ύπνος αδύνατος από αδιάκοπα μπουμπουνητά ».
    Ο Ιησουίτης μοναχός συνεχίζει τη διήγησή του.
    « Στις 9 Σεπτεμβρίου τα δύο νησόπουλα έσμιξαν κι’ έγιναν συμπαγής μάζα. Από τους εξήντα κρατήρες μονάχα τέσσερις εξακολουθούσαν να ξεχύνουν φωτιά. Καπνός και φλόγες έβγαιναν από τα στόματα, άλλοτε με βρόντους και άλλοτε με άγρια σφυρίγματα που σου θύμιζαν ουρλιαχτά αγριμιών.          
    Από τις 12 Σεπτεμβρίου ο υποθαλάσσιος ορυμαγδός καταλάγιασε κάπως. Ακούγονταν μονάχα κάθε τόσο βρόντοι που σου θύμιζαν ομαδική δράση μεγάλου αριθμού πυροβολαρχιών. Κάπου – κάπου τινάζονταν από κάθε κρατήρα πελώριες πυρακτωμένες πέτρες. Τα σύννεφα του καπνού γίνονταν ανεμοστρόβιλοι και μια ατέλειωτη βροχή τέφρας έπεφτε πάνω στο νησί.
    Από τις 18 Σεπτεμβρίου οι εκρήξεις δυνάμωσαν. Ολόκληροι βράχοι ξεπηδούσαν από τους κρατήρες και καθώς χτυπούσε ο ένας τον άλλο στον αέρα προκαλούσαν βρόντους τρομακτικούς. Ύστερα ξανάπεφταν πάνω στη Σαντορίνη και στη θάλασσα με χλαπαταγή. Η Μικρή Καμένη πολλές φορές φαινόταν ολότελα σκεπασμένη από αυτούς τους πυρακτωμένους ογκόλιθους και άστραφτε μέσα στη νύχτα.
    Στις 21 Σεπτεμβρίου η Μικρή Καμένη φλεγόταν ολόκληρη. Ξαφνικά τρεις αστραπές φώτισαν τον ορίζοντα απ’ άκρη σ’ άκρη. Ύστερα το νέο νησί σείστηκε συθέμελα, αναταράχτηκα και σάλεψε πέρα δώθε. Ο ένας κρατήρας καταποντίστηκε και θεόρατα βράχια εκσφενδονίσθηκαν σε απόσταση τριών μιλίων. Ακολούθησαν τέσσερες μέρες ηρεμίας. Ύστερα η θεομηνία ξαναφούντωσε. Εκρήξεις απανωτές, τόσο δυνατές που δύο πρόσωπα, ενώ ξεφώνιζαν πλάι – πλάι, δεν μπορούσαν να ακουστούν διόλου. Ο κόσμος έτρεξε στις εκκλησιές. Ο βράχος του Σκάρου τραμπαλίστηκε κι’ όλες οι πόρτες των σπιτιών άνοιξαν από τη βουή.
    Ως το Φεβρουάριο του 1708 οι εκρήξεις δε σταμάτησαν διόλου. Στις 10 Φεβρουαρίου το ηφαίστειο ξέσπασε. Ολόκληρα βουνά τινάχτηκαν από τον κρατήρα, το νησί έτρεμε, μουγκρητά υποχθόνια έκοβαν την ανάσα, η θάλασσα έβραζε. Κάθε δύο λεπτά και μια έκρηξη. Οι φλόγες διακρίνονταν τώρα για πρώτη φορά και την ημέρα. Αυτή η κόλαση συνεχίστηκε ως τις 23 Μαϊου. Το καινούργιο νησί άπλωνε και ψήλωνε αδιάκοπα. Ο μεγάλος κρατήρας μεγάλωσε από τη λάβα. Ύστερα κόπασε η θεομηνία ».
    Στις 15 Ιουλίου 1708 ο Ιησουίτης μοναχός αποφάσισε να δει από κοντά το καινούργιο νησί. Μπήκε με άλλους Σαντορινιούς σ’ ένα καϊκι καλά καλαφατισμένο. Η τολμηρή συντροφιά ζύγωσε σ’ ένα σημείο που η θάλασσα δεν έβραζε, αλλά κάπνιζε μονάχα . Ο μοναχός έγειρε στην κουπαστή, βύθισε το χέρι του στο νερό, δεν ήταν καυτό. Το νέο νησί είχε ύψος εξήντα μέτρα στο υψηλότερο σημείο, πάνω από τριακόσια μέτρα πλάτος και περίμετρο πέντε περίπου μίλια.. Ζύγωσαν για να ξεμπαρκάρουν, αλλά σε απόσταση διακοσίων μέτρων από την ακτή το νερό ήταν ζεματιστό. Μια νέα έκρηξη τους ανάγκασε να ξαναγυρίσουν στη Σαντορίνη.
    Οι εκρήξεις, οι δονήσεις, ο βρασμός της θάλασσας και οι υποβρύχιες φλόγες θα συνεχισθούν πολλά χρόνια ακόμα ώσπου να ηρεμήσει το ηφαίστειο.
    Ένα γράμμα από τη Σαντορίνη (Σεπτέμβριος 1712) προς τον Ιησουίτη συγγραφέα, που βρισκόταν πια στο Παρίσι, δίνει νεότερα στοιχεία:
    « Πολλές φορές έκανα το γύρο του νέου νησιού, από αλάργα όμως γιατί τα νερά βράζουν σε απόσταση ενός τετάρτου της λεύγας από τις ακτές. Ενώ κωπηλατούμε κάποιος πρέπει να βυθίζει το χέρι του στη θάλασσα. Γιατί υπάρχει κίνδυνος να λειώσει ξαφνικά η πίσσα , όπως έγινε άλλοτε, στο σκαρί και να βουλιάξουμε. Οι Σαντορινιοί ονόμασαν τον κρατήρα του ηφαιστείου Μεγάλο Καμίνι (Είναι η Μεγάλη Καμένη). Κάτω
από τον κρατήρα υπάρχουν τρία στόμια που μοιάζουν με πελώριες θρακιές ».  
    Την έκρηξη του 1707 περιγράφουν και άλλοι δύο αυτόπτες, ένα άλλος Ιησουίτης μοναχός , ονόματι  Goree και ένας ντόπιος Σαντορινιός, Ιωάννης Δελέντας. Στις άμεσες αυτές μαρτυρίες πρέπει να προστεθεί και το χρονικό του Γάλλου περιηγητή Aubry de la Motraye, που ταξίδεψε στη Σαντορίνη δύο φορές, τον Αύγουστο του 1707 και το 1710. Στο δεύτερο ταξίδι του, το ηφαίστειο βρισκόταν ακόμη σε δράση. Φλόγες, αλλά όχι μεγάλες, ξεπηδούσαν από τον κρατήρα του και λάβα λιγοστή κυλούσε στην πλαγιά. « Οι ψαράδες μου είπαν πως, αψηφώντας τη ζέστη που αναδινόταν από το ηφαίστειο, βγήκαν στο νησόπουλο και μάζεψαν κομμάτια θειάφι τόσο λεπτό, τόσο καλοδουλεμένο από τη φύση, που θα ήταν αδύνατο να βγει από ανθρώπινο χέρι ».
    Σήμερα οι Σαντορινιοί, όταν θέλουν να καθαρίσουν τα ύφαλα στις βάρκες τους από τη μαλούπα, τις δένουνε κοντά στην ακτή της Μεγάλης Καμένης σε ένα σημείο όπου το χρώμα της θάλασσας είναι κίτρινο και μετά από 24 ώρες τα ύφαλα έχουν καθαρίσει.

Πηγή: Δεύτερος τόμος του Κυριάκου Σιμόπουλου, «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα».