Κυριακή 17 Απριλίου 2016

Ο επίσκοπος ΑΝΔΡΟΥΣΗΣ ΙΩΣΗΦ και η διέλευσή του από την Ερμιόνη και το Κρανίδι



Ο επίσκοπος ΑΝΔΡΟΥΣΗΣ ΙΩΣΗΦ     και η διέλευσή του από την Ερμιόνη και το Κρανίδι

Γιάννης Σπετσιώτης – Τζένη Ντεστάκου
Διακεκριμένη προσωπικότητα, μεταξύ των εκκλησιαστικών ανδρών και αγωνιστών της Επανάστασης του 21, ήταν ο επίσκοπος Ανδρούσης1 Ιωσήφ. Με την εθνική, θρησκευτική και πνευματική του δράση, κάλυψε πανάξια μια ολόκληρη 50/ετία, σε καιρούς χαλεπούς για την πατρίδα και την εκκλησία.
Οι κάτοικοι της Ερμιόνης αλλά και του Κρανιδίου είχαν την «αγαθή τύχη» να δεχθούν την ευεργετική επίδραση των ιδεών, των λόγων και των πράξεων του Ιεράρχη, καθώς οι εξελίξεις του αγώνα οδήγησαν τα βήματά του στην επαρχία μας.
Θα παρουσιάσουμε τα σημαντικότερα γεγονότα της εποχής που σχετίζονται με τον Επίσκοπο και την περιοχή μας, καθώς θεωρούμε πολύτιμη τη «γνωριμία» με τον σπουδαίο αυτόν άνδρα.
Ο Ιωσήφ, κατά κόσμον Ιωάννης – Ιωσήφ Νικολάου, γεννήθηκε το 1770, την ίδια χρονιά με τον Κολοκοτρώνη, στην Τρίπολη. Ήταν γιος πολυμελούς οικογένειας και είχε ακόμη 4 αδελφούς και 2 αδελφές. Σε ηλικία 11 χρόνων οι γονείς του τον έστειλαν να φοιτήσει στην ξακουστή Σχολή της Δημητσάνας. Μετά από σπουδές 9 χρόνων έγινε δάσκαλος και δίδαξε στην Τρίπολη. Στη συνέχεια εισήλθε στην τάξη των κληρικών. Το 1806, με σημαντικά πνευματικά εφόδια και εμπειρίες, σε ηλικία 36 χρόνων, χειροτονείται Επίσκοπος Ανδρούσης. Η ενάρετη ζωή, η σεμνότητα και η ταπεινότητά του σε συνδυασμό με τα χαρίσματα και τις ικανότητές του, τον είχαν κάνει, ήδη, γνωστό σε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Οι Τούρκοι γρήγορα πληροφορήθηκαν τη δράση του και επεδίωκαν τη φυσική του εξόντωση. Κατά την πολιορκία της Τριπολιτσάς, τον συνέλαβαν μαζί με άλλους 9 επισκόπους και 14 προεστούς και τους κράτησαν ως ομήρους, υποβάλλοντάς τους σε φρικτά μαρτύρια. Ο Ιωσήφ περιέγραψε τα δεινά της φυλάκισής του, ενώ σε όλη του τη ζωή έφερε στο λαιμό και τα χέρια τα σημάδια των φρικτών βασανιστηρίων του.

Η Α΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου στις 15 Ιανουαρίου 1822 ανέθεσε στον Ιωσήφ το «Μινιστέριον της Θρησκείας», ένα από τα 8 «Υπουργεία» που θέσπισε. Στο Υπουργείο της Θρησκείας ο Ιωσήφ παρέμεινε συνεχώς μέχρι τις 22 Μαΐου 1824, για να αποχωρήσει, οριστικά, τον Νοέμβριο του ιδίου έτους. Το αξίωμα, που η πατρίδα τού εμπιστεύτηκε, το άσκησε με σωφροσύνη, εντιμότητα και αρετή. Ποτέ του δεν έλαβε χρήματα. ακόμη και τους μισθούς των υπαλλήλων τούς πλήρωνε με δικά του χρήματα, που του έστελνε ο αδελφός του κάθε μήνα. Κατά τη διάρκεια της Υπουργικής του θητείας ο πολέμαρχος ιερωμένος Παπαρσένης, με επιστολή του,2 του ζήτησε να βοηθήσει τον μοναχό Ανανία.
Με το τέλος της θητείας του στο Υπουργείο, εγκαταλείπει την Αθήνα και έρχεται στη Μεσσηνία, όπου είχαν ξεσπάσει σοβαρές διαμάχες μεταξύ των κατοίκων εξ αιτίας των νέων κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων. Σκοπός του ήταν να τους συμβιβάσει και να τους βοηθήσει να παραμείνουν ενωμένοι. Η αποβίβαση του Ιμπραήμ στη Μεθώνη ματαιώνει το ειρηνοποιό του έργο. Ο βιογράφος του αναφέρει, ότι ο Ιμπραήμ προκήρυξε το κεφάλι του Ιωσήφ έναντι γενναίας αμοιβής. Έτσι μετά από πολλές ταλαιπωρίες και κινδύνους, πιθανότατα τον Σεπτέμβριο του 1825. ο Ιωσήφ με τον αδελφό του καταφεύγουν διωκόμενοι στο Μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων, στην Ερμιόνη.
Ο ηγούμενος της Μονής, Μακάριος Μπουφογγέλης, άνδρας φιλόπατρις και δραστήριος, στενός φίλος του Δημητρίου Βούλγαρη, τον υποδέχεται με εγκαρδιότητα, ευγένεια και, κυρίως, χωρίς δεύτερη σκέψη. Εύλογα προκύπτει το ερώτημα: Γιατί άραγε ο Ιωσήφ με τον αδελφό του επέλεξαν τη Μονή των Αγίων Αναργύρων ως καταφύγιό τους; Και για ποιο λόγο με τόση «άνεση», καθώς αναφέρεται, τους καλωσόρισε ο ηγούμενός της; Ίσως μεταξύ των ανδρών, όντας και οι δυο κληρικοί, να είχε αναπτυχθεί φιλία και σχέσεις αμοιβαίας εμπιστοσύνης από τότε που «η Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος» εγκαταστάθηκε στην Ερμιόνη (1-10- 1822 έως 9-2-1823) και ο Ιωσήφ ήταν Υπουργός της Θρησκείας. Τότε είναι πιθανό να φιλοξενήθηκε ο Ιωσήφ όπως και κάποια άλλα μέλη της Κυβέρνησης στο Μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων. Έτσι ο Ιωσήφ «ήξερε καλά τα κατατόπια». Δεν αποκλείεται, ωστόσο, και η συνεργασία των δυο ανδρών σε διάφορα εκκλησιαστικά θέματα. Άλλωστε είναι γνωστό πως στον Αγώνα του επαναστατημένου Έθνους η Μονή των Αγίων Αναργύρων πρόσφερε και αυτή την πλούσια οικονομική συνδρομή της. Για τους λόγους αυτούς, πιστεύουμε, πως ο Ιωσήφ αισθανόταν στον χώρο της Μονής ασφαλής και προστατευμένος, παραμένοντας εκεί για 3 μήνες περίπου.
Στη συνέχεια, φαίνεται, πως έζησε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, πιθανότατα, ως το 1828, στο Κρανίδι. 3 Κατά τους χρόνους εκείνους η Μητρόπολη Ναυπλίου, Άργους και Κάτω Ναχαγέ δεν είχε δικό της επίσκοπο. Τοποτηρητής είχε οριστεί ο Μητροπολίτης Ρέοντος και Πραστού, Διονύσιος Παρδαλός. Οι κάτοικοι λοιπόν της επαρχίας μας, κυρίως Κρανιδιώτες αλλά και Ερμιονίτες, μη έχοντας δικό τους επίσκοπο ζήτησαν από τον Ιωσήφ «να εκτελή πάντα τα της αρχιεροσύνης καθήκοντα». Από την ενέργειά τους αυτή, αντιλαμβανόμαστε πως ένιωθαν έντονα την έλλειψη του πνευματικού πατέρα. Ήθελαν τον δικό τους επίσκοπο, που θα τους καθοδηγεί, θα τους εμπνέει και θα αποτελεί πρότυπο γι’ αυτούς. Ασφαλώς στο πρόσωπο του Ιωσήφ διέκριναν τον ιδανικό πνευματικό ηγέτη, που θα ήταν το στήριγμά τους στα ζητήματα που προέκυπταν εκείνη την εξαιρετικά δύσκολη εποχή.
Ο Ιωσήφ τούς άκουσε με προσοχή. Διέκρινε την αλήθεια των λόγων τους, τους εμπιστεύτηκε και αψηφώντας τους μεγάλους κινδύνους που διέτρεχε, ικανοποίησε την επιθυμία τους και δέχτηκε την πρότασή τους. Έτσι για όσο χρόνο παρέμεινε στο Κρανίδι, καθώς ο αδελφός του σημειώνει, «ελειτούργει θαμινώς (συχνά) εδίδασκεν εις όλας τας εορτάς τον λόγον της αληθείας, ώστε τας φατρίας των ανέστειλε τα πάθη των καταπράυνε, τους εχθρούς εφιλίωνε, τους γέροντας περικράτει, τους νέους επαιδαγωγεί και τα πάντα τοις πάσιν εγένοντο διά των πατρικών συμβουλών και παραινέσεών του, και ως εκ τούτου των καλών κατορθωμάτων, αμοιβαίως εσεβάζετο. Και φιλοφρονείτο παρά των καλών Κρανιδιωτών, και εδείκνυεν προς αυτούς ευγνωμοσύνην άχρι βιωτής λέγων κατά το χρυσούν στόμα της Εκκλησίας: Ουδέν της αχαριστίας δεινότερον». Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Κρανίδι έκαμε και χειροτονίες νέων, που επιθυμούσαν να γίνουν ιερείς. Μεταξύ αυτών και ο ανιψιός του Νεόφυτος Γεωργίου από την Τρίπολη (με καταγωγή από τη Μεσσήνη), που χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος το 1827.
Όπως γνωρίζουμε, στην Ερμιόνη, από τις 18 Ιανουαρίου έως τις 18 Μαρτίου 1827 συνήλθε η Γ΄ Εθνοσυνέλευση. Μεταξύ των 141 πληρεξουσίων ήταν και ο Ανδρούσης Ιωσήφ με άλλους 4 αρχιερείς από την Πελοπόννησο και 7(;) ακόμη κληρικούς. Στις 21 Φεβρουαρίου οι 5 αρχιερείς4 υπέβαλαν αναφορά στο Προεδρείο της Εθνοσυνέλευσης ζητώντας να εξετάσει προσεκτικά τα θέματα της θρησκείας και της ηθικής του Έθνους. Η ανάγνωση της αναφοράς των αρχιερέων έγινε στις 24 Φεβρουαρίου κατά την 8η συνεδρίαση του Σώματος. Στη 13η  συνεδρίαση της 3ης Μαρτίου, η Εθνοσυνέλευση όρισε 9μελή επιτροπή, αποτελούμενη από 8 λαϊκούς και 1 κληρικό, τον αρχιμανδρίτη Λεόντιο Καμπάνη. για την επίλυση των θρησκευτικών θεμάτων.
Τον Αύγουστο 1828 επισκέφθηκε το Κρανίδι ο έκτακτος Επίτροπος Αργολίδος Νικόλαος Καλλέργης, για να διενεργήσει τις εκλογές των Δημογερόντων στην επαρχία Ερμιονίδας (Κάτω Ναχαγιέ). Με λύπη του, όμως, διαπίστωσε την έλλειψη Αλληλοδιδακτικού Σχολείου. Για τον σκοπό αυτό στις 26 Αυγούστου συνεκάλεσε συνέλευση των κατοίκων της πόλης στον ενοριακό ναό του Αγίου Βασιλείου. Σ’ αυτή προσκλήθηκε να μιλήσει «ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Ανδρούσης Ιωσήφ», που ανέκαθεν, από την εποχή που είχε καταφύγει στη Μονή των Αγίων Αναργύρων, διατηρούσε άριστες σχέσεις με τους Κρανιδιώτες. Ο επίσκοπος δέχτηκε την πρόσκληση και με λόγια θερμά και ενθουσιώδη αναφέρθηκε στην άμεση ανάγκη ίδρυσης και στέγασης σχολείου. «Η μόρφωση των νέων είναι προς το συμφέρον όλων, ενώ η αγραμματοσύνη, τόνισε, έχει δυσμενείς επιπτώσεις στη ζωή των ανθρώπων, τον τόπο και την πατρίδα». Ο λόγιος Ιεράρχης, ως βαθύς γνώστης της ανθρώπινης ψυχής, ήταν ιδιαίτερα πειστικός, με αποτέλεσμα, πρώτος, ο έκτακτος Επίτροπος να προσφέρει 500 γρόσια5 για την ανέγερση του διδακτηρίου, ενώ στη συνέχεια το παράδειγμά του ακολούθησαν κι άλλοι.6
Η ζωή του Ιωσήφ στο Κρανίδι ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Δεν είχε χρήματα ούτε για τον καθημερινό άρτο και ζούσε από την ελεημοσύνη των πιστών. Απευθύνθηκε με επιστολή του προς τον Κυβερνήτη, Ιωάννη Καποδίστρια, ζητώντας οικονομική ενίσχυση. Του γράφει με παρρησία: «Συνεφυλακώθην μετά των Αρχιερέων και προεστώτων εν Τριπολιτζά. Ηλευθερώθην ημίθνητος…. επεφορτίσθην το Υπουργείον της Θρησκείας.  Εδούλευσα τρία έτη μετά πάσης ειλικρινείας και πίστεως. Εν αυτή τη τριετία μήτ’ άρτον εθνικόν έφαγον, μηδ’ οβολόν εκ του ταμείου έλαβον… τριτάκις ελαφυραγωγήθην… εν Κρανιδίω ζω από ελεημοσύνας. Καταφεύγω εις σε τον Κυβερνήτην και πατέρα της Ελλάδος, ίνα με εξοικονομήσει. Αν δε ανάξιον με κρίνης της τοιαύτης βοηθείας, ευχαριστούμε μόνον να μην μεφθώ, δια ταύτην μου την τολμηρήν αίτησιν».7 
Ο Ιωσήφ, γνώριμος πλέον του Καποδίστρια, συμμετείχε στην προσπάθεια ανασυγκρότησης του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Ύστερα από πρόσκληση του Κυβερνήτη, με 4 ακόμη Μητροπολίτες, συγκέντρωσαν, με μεγάλη προθυμία, σαφείς πληροφορίες για την κατάσταση των εκκλησιαστικών πραγμάτων της χώρας. Η νεοσυσταθείσα Εκκλησιαστική Επιτροπή (Ψηφ. Δ, Αριθ. Ιδ/23 Ιανουαρίου 1828) στη συνέχεια θα υπέβαλε σχέδιο για την ευνοϊκότερη ρύθμισή τους, γεγονός που δεν επιτεύχθηκε λόγω της δολοφονίας του Κυβερνήτη την 27η Σεπτεμβρίου 1831. Στη νεκρώσιμη ακολουθία ο Ιωσήφ εκφώνησε τον επικήδειο λόγο εκ μέρους της εκκλησίας.
Στις 13 Μαρτίου 1844, σε ηλικία 74 ετών, ο Ιωσήφ εκπλήρωσε «το κοινόν χρέος». Τον ενταφίασαν τιμητικά μπροστά στην Ωραία Πύλη του Ι.Ν. του Αγίου Ιωάννη στη Μεσσήνη, ενώ το 1900 στήθηκε η προτομή του στον προαύλιο χώρο του Ναού.
Συνοψίζοντας την αναφορά μας στον επίσκοπο Ανδρούσης συμπεραίνουμε πως υπήρξε πολυσχιδής προσωπικότητα πανελλήνιας εμβέλειας, με καθοριστικό ρόλο στα θρησκευτικά, εκπαιδευτικά και κοινωνικά ζητήματα και της τοπικής μας κοινωνίας, κατά τους χρόνους της Επανάστασης του 1821. Ήταν ο πρώτος Επίσκοπος, μετά την απελευθέρωση, που ασκούσε, ταυτόχρονα, εκκλησιαστικά και πολιτικά καθήκοντα, διδάσκοντας με το παράδειγμά του αναλλοίωτες αξίες: της εντιμότητας, της αξιοπρέπειας, «της υπεράσπισης της εύρυθμης λειτουργίας των θεσμών», της ελευθερίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της αξιοκρατίας. Αξίες απαραίτητες για τη συνέχεια ενός κράτους πολιτισμένου και ισχυρού με πολίτες ενωμένους, αισιόδοξους και υπερήφανους. Η ουσιαστική και ανεκτίμητη προσφορά του Ανδρούσης Ιωσήφ θεωρούμε πως είναι ένας καλός οδηγός για όλους μας στη δύσκολη εποχή που διανύουμε.
Σημειώσεις

1.    Ανδρούσα: Κωμόπολη του Νομού Μεσσηνίας. Την εποχή της Τουρκοκρατίας ήταν πρωτεύουσα της περιοχής γύρω από την Καλαμάτα.

2.    Μαρία Στρίγκου – Κατσίνα, «Στη θυσία για τη λευτεριά (Ιστορικά Διηγήματα)», Αθήνα 1989(σελ.26-27)

3.    Σχεδίασμα περί του βίου του Ανδρούσης Ιωσήφ (δια χειρός του αδελφού του)

4.     Σχετική με τους πέντε αρχιερείς η ομιλία του Πανοσιολογιότατου αρχιμανδρίτη π. Δημητρίου Βλάσση στο Ι.Λ.Μ.Ε. την 26η Μαρτίου 2011.

5.    Το γρόσι: αργυρό τούρκικο νόμισμα που αντιστοιχούσε στο 1/100 της τουρκικής λίρας. Υποδιαιρείται σε 40 παράδες και κάθε παράς σε 3 άσπρα.

6.    Μεταξύ αυτών που βοήθησαν στην ίδρυση του Αλληλοδιδακτικού Σχολείου Κρανιδίου ήταν και ο Κρανιδιώτης Νικόλαος Νάκης, μετέπειτα Νομάρχης Μεσολογγίου, όπως φαίνεται σε έγγραφό του, προς τον συντάκτη της «Γενικής Εφημερίδας της Ελλάδος».

7.    Φερέτος Μίμης, Ο Ανδρούσης Ιωσήφ προς τον Ιωάννην Καποδίστριαν, Μεσσηνιακά 1969-70, Αθήναι 1972, σελ.159