Τρίτη 31 Μαΐου 2016

Ο ΕΛΓΙΝ ΚΑΙ Η ΛΕΗΛΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ



Ο ΕΛΓΙΝ ΚΑΙ Η ΛΕΗΛΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ


Δημήτρης Τουτουντζής

    Ο λόρδος Έλγιν τοποθετήθηκε στην πρεσβεία της Πόλης αρχές 1799 και παρέμεινε πρέσβης έως το 1841. Προηγουμένως είχε διατελέσει πρεσβευτής στη Βιέννη, στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο. Οι προετοιμασίες για την αρπαγή άρχισαν λίγους μήνες αργότερα, όπως μας πληροφορεί το χρονικό του Ιωάννη Μπενιζέλου. «Περί τα τέλη Ιουλίου 1799 ο λόρδος Έλγιν, πληρεξούσιος πρέσβης της Βρετανίας στην οθωμανική Πόρτα, έστειλε στην Αθήνα τεχνίτες Ρωμαίους και Ναπολιτάνους για να κατασκάψουν και να ερευνήσουν στα ενδόμυχα της γης για μάρμαρα και κτίρια παλαιά και να κατεβάσουν από τον περίφημο ναό της Αθηνάς εκείνα τα αξιολογότατα μάρμαρα και ανδριάντες τα οποία έδιναν θάμβος και έκπληξη σε όλους τους περιηγητές».
    Ολοφάνερο πως η επιχείρηση είναι προγραμματισμένη και συμπίπτει με το διορισμό του Έλγιν στην πρεσβεία της Πόλης. Οι έρευνες, η απασχόληση μεγάλου αριθμού ειδικών (αρχαιολόγων, καλλιτεχνών, τεχνικών), οι δωροδοκίες, απαιτούσαν τεράστιες
δαπάνες που καλύπτονταν από τον κρατικό προϋπολογισμό και όχι από τα θυλάκια του πρεσβευτή. Είναι άλλωστε γνωστό ότι αμέσως μετά το διορισμό του Έλγιν πραγματοποιήθηκε δοκιμαστική έρευνα στους ελληνικούς αρχαιολογικούς χώρους.
    Το ότι η επιχείρηση αρπαγής των αρχαιοτήτων σχεδιάστηκε από την ίδια την αγγλική κυβέρνηση και ότι ο Έλγιν ανέλαβε την εκτέλεση των αποφάσεων των προϊσταμένων του προκύπτει και από τις παράλληλες αποστολές που είχαν επίσημα ανατεθεί στους ακολούθους του πρεσβευτή, στον Καρλάιλ και στον Χάντ, αρχαιογνώστες ιερωμένους και κυνηγούς χειρογράφων στο Άγιον Όρος. 
    Οι Ρωμαίοι και Ναπολιτάνοι τεχνίτες που αναφέρει το χρονικό του Μπενιζέλου στρατολογήθηκαν από τον Ιταλό ζωγράφο Τζιοβάνι Μπατίστα Λουζιέρι που ανέλαβε τη διεύθυνση των αρχαιοσυλλεκτικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Ήταν άνθρωπος των Άγγλων και ο διορισμός του έγινε με συστάσεις του φιλάρχαιου πρεσβευτή της Βρετανίας στη Νεάπολη Γουίλιαμ Χάμιλτον. Ο Λουζιέρι, πιο γνωστός ως Δον Τίτα, ζωγράφιζε τις αρχαιότητες της Σικελίας για λογαριασμό του βασιλιά της Νεάπολης. Επιτήδειος, τυχοδιώκτης και στυγνός αρχαιοκάπηλος, ανέλαβε το έργο του κατεδαφιστή με μισθό 200 λίρες το χρόνο εκτός από τις δαπάνες συντήρησής του. Ήταν, γράφει ο Μπάιρον, «το κατάλληλο όργανο της λαφυραγωγίας»
    Η ομάδα των τεχνιτών, εφοδιασμένη με υλικά και εργαλεία, έφτασε στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1800. Ιστορεί  ο Αντ. Μηλιαράκης: «Μια μέρα οι κάτοικοι της Αθήνας είδαν να διέρχονται τους δρόμους της πόλης έξη ξένοι, οδηγημένοι από τον υποπρόξενο της Μεγάλης Βρετανίας στην Αθήνα, Σπυρίδωνα Λογοθέτη Χωματιανό, και περιεργάζονταν με μεγάλο ενδιαφέρον τα αρχαία μνημεία». Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η συγκρότηση του πολυδάπανου αυτού συνεργείου έγινε πριν ακόμα εκδοθεί το φιρμάνι που επέτρεπε την απόσπαση των καλλιτεχνημάτων από τα αρχαία μνημεία. Κι’ αυτό σημαίνει πως η αγγλική κυβέρνηση έθετε σε εφαρμογή μακροπρόθεσμο σχέδιο. Καθορίζοντας τους στόχους, την αρπαγή των αρχαιοτήτων σε ευρύτατη κλίμακα, δημιουργούσε τις τεχνικές προϋποθέσεις και βρισκόταν σε ετοιμότητα ώστε σε περίπτωση που θα εξασφαλιζόταν η άδεια από την Πύλη να αρχίσει αμέσως η λεηλασία  και να υπερφαλαγγισθούν οι ενδεχόμενες αντενέργειες των ανταγωνιστών. Σ’ όλα αυτά πρέπει να προστεθεί ότι ο επικεφαλής του συνεργείου των κατεδαφιστών Λουζιέρι είχε εφοδιασθεί από το 1799 με
έγγραφο κανονισμό (από 22 άρθρα) για τα καθήκοντά του.
    Το συνεργείο εγκαταστάθηκε κάτω από την Ακρόπολη περιμένοντας την επίσημη άδεια της Πύλης για την έναρξη των εργασιών. Η ευκαιρία δεν άργησε. Η στρατιωτική βοήθεια των Άγγλων στα τουρκικά στρατεύματα που αντιμετώπιζαν τη στρατιά του Βοναπάρτη στην Αίγυπτο απαιτούσαν γενναίες και όχι μόνο πολιτικές και οικονομικές παραχωρήσεις. Στο φιρμάνι που υπόγραψε ο σουλτάνος κατά τις διαπραγματεύσεις του 1801, αναφερόταν ότι «η Πύλη επιθυμεί μ’ αυτό να εκδηλώσει το σεβασμό της προς τον πρεσβευτή της Μεγάλης Βρετανίας, της σεπτής και αρχαίας συμμάχου της». Στο φιρμάνι ορίζονταν λεπτομερώς τα δικαιώματα του συνεργείου, τα πλαίσια των εργασιών του και οι υποχρεώσεις των οθωμανικών αρχών. Ότι ανέλαβαν την υποχρέωση, να μην αντιμετωπίσει το συνεργείο εμπόδια όταν τα μέλη του επισκέπτονται και μελετούν τα ανάγλυφα και το οικοδόμημα από όπου επιθυμούν να πάρουν αποτυπώματα ή σκιαγραφήματα ή όταν στήνουν σκαλωσιές και μεταχειρίζονται διάφορα εργαλεία. Τους διέτασσαν: μόλις λάβετε αυτή την επιστολή να συμμορφωθείτε αμέσως με τα αιτήματα του πρεσβευτή σ’ όλο το διάστημα που οι παραπάνω καλλιτέχνες θα ασχολούνται μέσα και έξω από την Ακρόπολη των Αθηνών, που είναι ο τόπος της εργασίας τους, ή θα στήνουν σκαλωσιές γύρω από τον αρχαίο ναό των ειδώλων ή θα εφοδιάζονται με γύψινα αποτυπώματα από τις διακοσμήσεις και τα ανάγλυφα ή θα ενεργούν ανασκαφές, όπου νομίζουν απαραίτητο για την ανεύρεση επιγραφών στα χώματα, και να μην ενοχληθούν διόλου από τον δισδάρη (το διοικητή του κάστρου), ούτε από άλλον κανένα, ούτε από σας να προξενήσει κανείς ζημιές στις σκαλωσιές και τα εργαλεία, ούτε να τους εμποδίσει κανείς να παραλάβουν οποιαδήποτε πέτρα με επιγραφή ή ανάγλυφο.
    Έτσι άνοιξε ο δρόμος για τη λεηλασία των μνημείων. Ο Λουζιέρι έστησε τις σκαλωσιές και οι τεχνίτες άρχισαν να ξηλώνουν και να λιανίζουν μετόπες και ανάγλυφα εκτελώντας τις εντολές του πρεσβευτή. Έγραφε από την Πόλη ο Έλγιν στον πράκτορά του. «Πρέπει να προτιμηθούν οι μετόπες, τα ανάγλυφα και τα λείψανα των αγαλμάτων. Και το ελάχιστο αντικείμενο από την Αθήνα είναι ανεκτίμητο!»
    Η ιστορία της λεηλασίας των αρχαιολογικών θησαυρών και της καταστροφής των μνημείων από τα συνεργεία του Έλγιν, το ναυάγιο του έμφορτου καραβιού στα Κύθηρα, η ανέλκυση των γλυπτών, η μεταφορά τους στην Αγγλία ύστερα από τρία χρόνια και η αγορά τους από το Βρετανικό Μουσείο είναι γνωστά. Τα περιστατικά ωστόσο της αρπαγής και η έκταση των βανδαλισμών φωτίζονται από τα χρονικά των περιηγητών που βρέθηκαν στην Αθήνα  κατά τη διάρκεια των κατεδαφίσεων. Είναι οι αυθεντικότερες πηγές πληροφοριών για τη λαφυραγώγηση του Παρθενώνα, για την έκταση των καταστροφών, για τις μεθόδους που χρησιμοποίησαν οι οργανωτές της αρχαιοσυλίας, για τις αντιδράσεις των Ελλήνων και τους αντίκτυπους του ακρωτηριασμού των γλυπτών στην ευρωπαϊκή Κοινή Γνώμη. Γιατί οι μαρτυρίες των ταξδιωτών είναι άμεσες, σύγχρονες ή πολύ κοντινές στα γεγονότα, οι κρίσεις αυθόρμητες και ειλικρινείς, τα στοιχεία ημερολογιακά και γι’ αυτό έγκυρα.
    Στις 29 Οκτωβρίου έφτασε στην Αθήνα ο Άγγλος περιηγητής Έντουαρντ Ντάνιελ Κλάρκ και συνάντησε το γνώριμό του από την περιοδεία στην Τρωάδα Λουζιέρι. Ο Κλάρκ βρέθηκε στην Ακρόπολη τη στιγμή ακριβώς που τα συνεργεία δούλευαν πάνω στις σκαλωσιές και είδε με τα μάτια του τους βανδαλισμούς.
    Ανεβαίνοντας στην Ακρόπολη πρόσεξε σ’ ένα μαντρότοιχο κοντά στα προπύλαια ένα
κομμάτι μάρμαρο με ανάγλυφη ανδρική μορφή. Κατάλαβε πως ήταν τμήμα από την
μετόπη του Παρθενώνα και έργο του Φειδία. Πώς να αποχτήσει το γλυπτό; Μπορεί να
ήταν παρατημένο και περιφρονημένο. Αλλά ο Έλγιν είχε εξασφαλίσει διαταγή των τουρκικών Αρχών που απαγόρευε τη μετακίνηση οποιουδήποτε αρχαιολογικού αντικειμένου. Μόνο στις αποθήκες του, επιτρεπόταν η μεταφορά μαρμάρων. Ωστόσο έπεισε το δισδάρη (το διοικητή του κάστρου) να το παραλάβει. «Και τώρα βρίσκεται στην είσοδο της βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ», σημειώνει με περηφάνια ο περιηγητής.
    Βρήκε τον Λουζιέρι ανάμεσα στα ερείπια του Ερεχθείου να σχεδιάζει. Ο Ιταλός τον κράτησε όλη την ημέρα στην Ακρόπολη και φρόντισε να τον στεγάσει στο άνετο σπίτι της Θεοδωρούλας Μακρή, αδερφής του άλλοτε πρόξενου της Αγγλίας. Γευμάτισαν μαζί με τον δισδάρη και άρχισε αμέσως η ξενάγηση στα μνημεία.
    «Μερικοί εργάτες που δούλευαν υπό τη διεύθυνση του Λουζιέρι, κατέβαζαν από τον Παρθενώνα χρησιμοποιώντας σκοινιά και μακαράδες, τις μετόπες με τα εντελώς άθικτα γλυπτά. Κι’ ενώ παρατηρούσαμε τα διάφορα μέρη του ναού, έρχεται ένας εργάτης και λέει στον Λουζιέρι ότι θα κατέβαζαν μια από τις μετόπες. Είδαμε αυτό το εξαίσιο γλυπτό να ανασηκώνεται από τη θέση του ανάμεσα στα τρίγλυφα. Αλλά ενώ προσπαθούσαν οι εργάτες να του δώσουν την κατάλληλη προεξέχουσα θέση για να αρχίσει η κάθοδος, ένα κομμάτι από την παρακείμενη τοιχοδομή χαλάρωσε εξ’ αιτίας των μηχανημάτων. Και τότε γκρεμίστηκαν τα ογκώδη πεντελίσια μάρμαρα με φοβερό βρόντο και τα θρυμματισμένα κομμάτια διασκορπίστηκαν ανάμεσα στα ερείπια. Ο δισδάρης βλέποντας την καταστροφή, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τη συγκίνησή του. Παραμέρισε το τσιμπούκι του και δακρύζοντας φώναξε: - Τέλος! (Ελληνικά στο κείμενο). Δήλωσε δε με αποφασιστικότητα πως δεν θα επέτρεπε με κανέναν τρόπο να συνεχιστεί η κατεδάφιση του Ναού».
    Το βανδαλισμό ομολογεί ο ίδιος ο Λουζιέρι σε επιστολή του (16 Σεπτεμβρίου 1802) προς τον Έλγιν: «Έχω την ευχαρίστηση να σας αναγγείλω την απόσπαση της όγδοης μετόπης. Είναι εκείνη που παριστάνει Κένταυρο ενώ αρπάζει γυναίκα. Αυτό το μάρμαρο μας προκάλεσε πολλές φροντίδες και αναγκάστηκα να γίνω λίγο βάρβαρος».
    Η οργή και η αντιδράσεις του Τούρκου διοικητή απέβλεπαν στην εκβιαστική απόσπαση ρεγάλων. Ήταν η καθιερωμένη τακτική όλων των Οθωμανών αξιωματούχων. Και συνεχίζει: «Κοιτάζοντας ψηλά είδαμε με θλίψη το χάσμα  που δημιουργήθηκε από την πτώση. Αυτό το κενό δεν θα μπορέσουν να το καλύψουν ποτέ πια όλοι οι πρεσβευτές της γης με όλους τους μονάρχες που εκπροσωπούν και με όλα τα πλούτη και τους σοφούς που έχουν στη διάθεσή τους. Ούτε ένας από τους Ιταλούς τεχνίτες που ήρθαν γι’ αυτό το σκοπό δεν παρέλειψε να εκφράσει την αγανάκτησή του για την καταστροφή που γινόταν. Όλοι βεβαίωναν ότι δεν ήταν διόλου απαραίτητη αφού είχαν εκμαγεία των γλυπτών που έπρεπε τώρα να αποσπάσουν από το ναό. Θα μπορούσα να αποφύγω την αναφορά σ’ αυτό το θέμα, αλλά η σιωπή μου σε ό,τι αφορά τη λαφυραγώγηση των αθηναϊκών ιερών θα σήμαινε επιδοκιμασία των ενεργειών που οδήγησαν στην καταστροφή τους».
    Ο Κλάρκ στιγματίζει τον συμπατριώτη του για τη λεηλασία των μνημείων. Αλλά και ο ίδιος υπήρξε μέγας λαφυραγωγός. Με δωροδοκίες κατόρθωσε να αρπάξει από τον κάμπο της Ελευσίνας το περίφημο άγαλμα της Δήμητρας Κιστοφόρου χρησιμοποιώντας ολόκληρη στρατιά εργατών για τη μεταφορά του στο καράβι.
    Για να υπογραμμίσει ο Κλάρκ την έκταση της καταστροφής και κυρίως την αισθητική εκμηδένιση των γλυπτών μετά την απόσπασή τους από το ναό διατυπώνει μια παρατήρηση πραγματικά συντριπτική:
    «Σε μια άκρη του αετώματος, πάνω από την ανατολική πρόσοψη του ναού υπήρχε η κεφαλή ενός αλόγου, ίσως του αλόγου που αναπήδησε από τη γη όταν ο Ποσειδώνας την έκρουσε με την τρίαινα κατά την έριδα με την Αθηνά για την κατοχή της πόλης. Η κεφαλή αυτή είχε τοποθετηθεί από τον Φειδία τόσο μελετημένα που ο θεατής από κάτω είχε την αίσθηση πως το άλογο τιναζόταν από την άβυσσο, αφρίζοντας και παλεύοντας να λυτρωθεί από τα δεσμά του. Όλη η προοπτική του γλυπτού, όλη η αρμονία και η τελειότητα των αναλογιών, όλος ο δυναμισμός που απέπνεε η σύνθεση εξαρτιόταν από τη θέση του καλλιτεχνήματος. Έπρεπε να το βλέπει κανείς από την απόσταση ακριβώς που όρισε ο Φειδίας. Με τη μετακίνησή του όμως ματαιωνόταν ο σκοπός του καλλιτέχνη, εξαφανιζόταν αυτόματα η δημιουργία του. Θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι όλα αυτά θα γίνονταν εν ονόματι ενός έθνους περήφανου για τις επιτεύξεις του στον τομέα των Καλών Τεχνών; Οι καταστροφές που σημειώθηκαν στο ναό ήταν μεγαλύτερες από εκείνες που είχε υποστεί από το πυροβολικό των Βενετών (με την έκρηξη της μπαρούτης που ήταν συγκεντρωμένη στον Παρθενώνα , από βολή κανονιού στην πολιορκία του Μοροζίνι). Η κεφαλή του αλόγου μετακινήθηκε. Κι’ εκεί που θα τοποθετηθεί τώρα είναι εντελώς αδύνατο να αναπλάσει  στο θεατή την αρχική εντύπωση.
     Τους βανδαλισμούς των συνεργείων του Έλγιν παρακολούθησε και ένας άλλος Άγγλος περιηγητής, ο Έντουαρντ Ντόντγουελ, κατά το πρώτο του ταξίδι στην Αθήνα το 1801. Ο Ιταλός ζωγράφος Πομάρντι που τον συνόδευε είχε σχεδιάσει τα γλυπτά πριν από την επιδρομή του Έλγιν και μετά την απόσπασή τους. Τα σχέδια αυτά είναι σπουδαία ντοκουμέντα γιατί αποκαλύπτουν την έκταση της καταστροφής των μνημείων. Το χρονικό του Ντόντγουελ αποτελεί δεινό κατηγορητήριο εναντίον των πρωτεργατών της λεηλασίας. Ο Άγγλος περιηγητής εκφράζει τον αποτροπιασμό του για την απογύμνωση του Παρθενώνα. Και φαίνεται ειλικρινής γιατί ο ίδιος, μ’ όλο που ήταν φανατικός αρχαιοσυλλέκτης, απέφευγε αρπαγή ή ακρωτηριασμό ελληνικών μνημείων. Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι πληροφορίες του σχετικά με τις αντιδράσεις των Ελλήνων, την εξέγερση και τη θλίψη τους για το βάρβαρο αφανισμό των γλυπτών.
    «Κατά το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα, δοκίμασα την ταπείνωση να παραβρεθώ στην απογύμνωση του Παρθενώνα από τα λαμπρότερα γλυπτά του και να παρακολουθήσω το γκρέμισμα μερικών αρχιτεκτονικών μελών, του ναού. Είδα να κατεβάζουν πολλές μετόπες της νοτιοανατολικής πλευράς. Ήταν σφηνωμένες ανάμεσα στα τρίγλυφα και για να αποσπαστούν έπρεπε να γκρεμιστεί το εξαίσιο γείσωμα που τις κάλυπτε. Το νοτιοανατολικό αέτωμα είχε την ίδια τύχη. Είχα θαυμάσει το γραφικό κάλλος όταν το πρωτοείδα διατηρημένο σε λαμπρή κατάσταση. Τώρα είναι κατερειπωμένο, όλο συντρίμματα. Τα σχέδια που έγιναν πριν και ύστερα από αυτά τα γεγονότα αποκαλύπτουν τι ακριβώς έχει αποσπαστεί και καταστραφεί καθώς και την αξιοθρήνητη αντίθεση ανάμεσα στη σημερινή και την προηγούμενη όψη των σεπτών και ένδοξων μνημείων. Με θλίψη αναλογίζεται κανείς ότι αυτά τα τρόπαια της μεγαλοφυίας που αντιστάθηκαν στην αδιόρατη φθορά του χρόνου επί είκοσι δύο και πλέον αιώνες, που σώθηκαν από την καταστροφική μανία των εικονοκλαστών, την αρπακτικότητα των Βενετών που δε σεβάστηκαν τίποτα, και τη βαρβαρότητα των Μωαμεθανών, είχαν την τύχη να υποστούν την εξολοθρευτική κακουργία που θα θρηνούμε πάντοτε.
Δεν πρόκειται μονάχα για το ηθικό στίγμα που παρακολουθεί αυτήν την πράξη. Το κακό είναι που στο μέλλον καθένας θα μπορεί να επικαλείται το προηγούμενο του Έλγιν για να δικαιολογεί παρόμοιες αρπαγές. Έτσι οι ναοί της Αθήνας αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο καταστροφής εξ’ αιτίας των γλυπτικών τους διακοσμήσεων, που αντί να παραμείνουν στην αρχική τους θέση, κτήμα της οικουμένης, θα λαφυραγωγούνται από τους ισχυρούς κάθε εποχής. Αν θελήσουμε να ερευνήσουμε τα βαθύτερα αίτια του κακού θα διαπιστώσουμε ότι η ευθύνη βαραίνει εκείνους που πρώτοι παραβίασαν ανόσια όσα σέβεται και καθιερώνει η αγάπη του ωραίου».
    Η αρπαγή των μνημείων συγκλόνισε τους Αθηναίους που με κάθε τρόπο εκδήλωναν την αγανάκτησή τους. Ακόμα και οι Τούρκοι είχαν δυσαρεστηθεί: «Δεν υπήρξε περιηγητής που είδε τους ναούς πριν και μετά την ερείπωσή τους και δεν έσπευσε να εκφράσει τη θλίψη του. Και δεν διστάζω να βεβαιώσω ότι όλοι οι Αθηναίοι αναστατώθηκαν από την καταστροφή. Ακόμα και οι Τούρκοι κατέκριναν ανοιχτά το σουλτάνο για τη χορήγηση της άδειας. Βρισκόμουν τότε επί τόπου και είχα  την ευκαιρία να παρατηρήσω και να συμμεριστώ την αγανάκτηση που προκάλεσε η λεηλασία των μνημείων. Ήταν τόσο μεγάλη η κατακραυγή, που έπρεπε να καταβληθούν υπέρογκα μεροκάματα για να βρεθούν εργάτες πρόθυμοι να συμπράξουν στην ιεροσυλία».
    Αντίδωρο για τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς που άρπαξε από την Ακρόπολη ο Έλγιν, ήταν ένα ρολόι το οποίο όμως δημιούργησε πρόβλημα. Για να τοποθετηθεί έπρεπε να χτιστεί ένας πύργος. Έτσι η δωρεά έγινε χαράτσι για τους Αθηναίους. Ακουστήκαν διαμαρτυρίες και εκδηλώθηκαν αντιδράσεις. Τελικά χτίστηκε ο πύργος.
    Ήταν κωμικοτραγική η ιστορία του ρολογιού του Έλγιν. Η πρόταση στο λόρδο για τη δωρεά έγινε από τον κατεδαφιστή εργολάβο του, Λουζιέρι. Άγνωστο αν η ιδέα ήταν δική του ή την εισηγήθηκε κάποιος μικρόμυαλος Αθηναίος. Ο Έλγιν πάντως έταξε το ρολόι τον Ιούνιο του 1806 και επειδή ήθελε να χαραχθεί σε αυτό μια επιγραφή, ρωτούσε από το Λονδίνο πως πρέπει να χαραχτούν τα ψηφία, ελληνικά ή τουρκικά. Έφτασε το ρολόι το 1813 αλλά που θα τοποθετηθεί; Χρειαζόταν πύργος και για την ανέγερσή του σημαντική δαπάνη. Προθυμοποιήθηκε ο Fred. North, ο λόρδος Γκίλφορντ, να προσφέρει 1.500 γρόσια με τον όρο να χαραχτεί στον πύργο το όνομά του. Ο Λουζιέρι αρνήθηκε. Θα καταβάλει ο Έλγιν τη δαπάνη, είπε στους Αθηναίους. Τελικά οι μωροί Αθηναίοι έχτισαν τον πύργο με δικά τους έξοδα. Ήταν το αποκορύφωμα του εξευτελισμού. Με την ελαφρότητά τους επιβεβαίωναν την κατηγορία πως δεν ενοχλήθηκαν από τη λεηλασία των μνημείων, ότι εξαγοράστηκαν με το δώρο του συλητή, ότι δέχτηκαν συναλλαγή για τα ιερά και τα όσια. Αυτός ο πύργος – όνειδος θα διατηρηθεί, θλιβερή ενθύμηση, εφτά περίπου δεκαετίες. Καταστράφηκε κατά την πυρκαγιά της 8ης Αυγούστου 1884. Ο Έλγιν ήταν πανίσχυρος στα χρόνια της λεηλασίας των μνημείων. Θα μπορούσαν οι Έλληνες να αξιώσουν κάποια παροχή δημοσίου συμφέροντος. Και τι έκαναν; Κατά την περιήγηση του Έλγιν στο Μωριά όπως γράφει ο Ιω. Γεννάδιος: «χωρικοί τινες Έλληνες εζήτησαν ουχί τι άλλο, αλλ’ ίνα μεσιτεύση παρά τοις Τούρκοις να τοις επιτραπή η επισκευή της εκκλησίας των».       
    Ο θόρυβος για την αρπαγή των γλυπτών αποκορυφώθηκε όταν ο Έλγιν ζήτησε να πουλήσει τη συλλογή του στο αγγλικό Δημόσιο. Άρχισε τότε άγρια διαμάχη γύρω από την αξία των μαρμάρων και τις δαπάνες, Οι περισσότεροι τάχθηκαν υπέρ της αγοράς. Ο λόρδος Βύρων στάθηκε αντίμαχος στο ρεύμα. Τελικά αγοράστηκαν από το Δημόσιο και ως γνωστό βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο λόγιος Γιαννιώτης Αθανάσιος Ψαλίδας, είπε στον Άγγλο περιηγητή Hobhouse όταν συναντήθηκαν στα Ιωάννινα: «Σεις οι Άγγλοι παίρνετε τα έργα των Ελλήνων, των προγόνων μας, αλλά να τα φυλάξετε καλά γιατί οι Έλληνες θάρθουν να τα ζητήσουν».

Πηγή: Τρίτος τόμος του Κυριάκου Σιμόπουλου «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα».