Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

Εκεί στο Ορλάντο

Στο Ορλάντο, καθώς οι αστυνομικοί βρίσκονταν στον τόπο του εγκλήματος με τα πτώματα ολόγυρά τους, τα κινητά που παρέμεναν στις τσέπες των θυμάτων χτυπούσαν διαρκώς. Απεγνωσμένες κλήσεις. Άνθρωποι που προσπαθούν να επικοινωνήσουν μαζί σου, να μάθουν αν είσαι καλά κι άνθρωποι που φρόντισαν να μην είσαι πια καλά. Άνθρωποι που δολοφονούν μαζικά, που δεν δολοφονούν καν το συγκεκριμένο εσένα, που σε δολοφονούν στο πλαίσιο άλλοτε μιας ατζέντας, άλλοτε μιας ψυχικής διαταραχής, καμιά φορά και των δυο μαζί.
Στην προκειμένη περίπτωση άνθρωποι που εκτελέστηκαν επειδή είναι «γκέι», σε άλλες περιπτώσεις άνθρωποι που εκτελούνται επειδή είναι κάτι άλλο στην ταυτότητά τους που δεν αρέσει, στις ΗΠΑ πολλές φορές και χωρίς κανένα θρησκευτικό, πολιτικό ή ιδεολογικό πρόσημο, έτσι στα εντελώς τυφλά, έτσι χωρίς κανένα απολύτως νόημα, έτσι σαν να ήταν όλα ψέμματα και κενό και πόνος που πια θα φύγει.
Τα κινητά να χτυπούν ξανά και ξανά και ξανά, όλα αυτά τα διαφορετικά ringtones να δημιουργούν μια παράφωνη συμφωνία που δεν αντέχουν τα αυτιά και το μυαλό, να σημαίνουν ότι δεν ήμασταν μόνοι στη ζωή που προλάβαμε να ζήσουμε, ότι άνθρωποι μας αγάπησαν και νοιάστηκαν για μας και πανικοβλήθηκαν για μας. Και όταν μαθεύτηκαν τα νέα της σφαγής, μάς παίρνουν ξανά και ξανά και ξανά. Για να το σηκώσουμε επιτέλους και να τους πούμε ότι είμαστε καλά. Εμείς οι εντελώς συγκεκριμένοι άνθρωποι. Εμείς που εκτελεστήκαμε σαν ταμπέλες.
γράφει o οld boy