Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

ΚΑΙ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ


Κατηφορίζοντας, επί καθημερινής βάσεως, απ' τον σταθμό του ηλεκτρικού προς το σπίτι μου, μεσ' από μικρές, μισοσκότεινες παρόδους (αλλά κι η κεντρική λεωφόρος δεν πάει πίσω σε υποφωτισμό), και, συνειδητοποιώντας την φράση του γείτονά μου Χρήστου Γκ. ''Βγαίνω στο μπαλκόνι, μισοσκότεινος δρόμος, δεν περνάει και ψυχή, νομίζω ότι είμαι σε χωριό...'', βυθίζομαι σ' ένα υποβλητικό σκοτάδι -συνοδό των επιστροφών μου στο σπίτι, στο οποίο έχω εθιστεί σχεδόν όλη μου τη ζωή - μισού αιώνα και βάλε ιστορία.Τότε -παιδί-, ανηφόριζα βέβαια από ένα μικρό λιμάνι, τρεμόσβηναν τα φτωχικά φώτα των στύλων της Ηλεκτρικής, η θάλασσα ήταν σαν γεμάτη αναμμένα φυτίλια.. τρεμάμενα... καντηλιών.Τι κι αν κανά πλεούμενο με φωτισμένη πρύμνη έβαζε που και που ένα κόμα στα μαύρα νερά; - το σκοτάδι παρέμενε ασύνορο.Μοναδική εξαίρεση τα φώτα από κανά δυο μαγαζάκια της παραλίας- καφενείο, ταβερνάκι-, τα οποία τ' άφηνα πίσω μου, ανηφορίζοντας. Με μάλωναν στο σπίτι, ίδίως άν είχα αργήσει -, χαμός. ΄Ομως εγώ λάτρευα το σκοτάδι, έβλεπα καλά σ' αυτό, μάθαινα να μη φοβάμαι. ΄Ηταν κι εκείνα τα τραγούδια που άκουγα απ' τα τζουκ μποξ, που ήταν ταμάμ με την περίσταση - ούτε παραγγελιά να τάχαν : ''Nύχτωσε χωρίς φεγγάρι, το σκοτάδι είναι βαθύ...'', που μούμαθαν από νωρίς την μοίρα των ταπεινών, πέστε και ξεγραμμένων. Κι αργότερα, επίτηδες διάλεξα το σπιτάκι όπου ζω τριάντα χρόνια, δίπλα σε δυο αντικρυστά μαγαζάκια, σε βουναλάκι τώρα, κι όχι σε μικρό λιμάνι. Με τα συντροφικά φωτάκια τους τη νύχτα, τις παρείτσες να μάς προστατεύουν κάπως απ' τους αυξανόμενους διαρρήκτες. Ν' απειλούν τους σκοτεινούς ίσκιους μέχρι να χαθούν. Και με τα άφοβα τραγουδάκια τους: 
'' Αργό το βήμα μεσ' στη νύχτα...''

TAΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ