Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2016

Βάλτε να πιούμε



Του Γιάννη Λακούτση

Ο  ποιητής  Κ.  Καρθαίος  (1878-1955),  το  πραγματικό  όνομα  του  οποίου  είναι  Κλέανδρος  Λάκων,  δεν  είναι  γνωστός  στο  ευρύ  κοινό. Ο  πατέρας  του  καταγόταν  από  την  Κέα  (Τζια),  απ’  όπου  πήρε  και  το  ψευδώνυμο (στην  Κέα  κατά  την  αρχαιότητα  αναπτύχθηκαν  τέσσερις  πόλεις- κράτη,  η  Καρθαία,  η  Ιουλίδα,  η   Κορησσία  και  η  Ποιήεσσα).  Στρατιωτικός,  πήρε  μέρος  στους  Βαλκανικούς  πολέμους,  συμμετείχε  στον   Νουμά,  όπου  και  δημοσίευσε  αντιπολεμικά  ποιήματα.  Συμμετείχε  επίσης   στους  γλωσσικούς  αγώνες,  πράγμα  ασυνήθιστο  για  αξιωματικό.  Ο  Καρθαίος  ήταν  μαχόμενος  δημοτικιστής  και  ήταν  αυτός  που  έπλασε  τον  όρο  «μεχριτισμός»  που  σημαίνει  την  κακή  χρήση  του  «μέχρι».  Οι  σημερινοί  νεοκαθαρευουσιάνοι   χρησιμοποιούν  επίσης  τον  όρο  αυτόν  ως  ένα  από  τα  υποτιθέμενα  αμαρτήματα  της  δημοτικής  γλώσσας. Λένε  δηλαδή  ότι  το  «μέχρι»  συντάσσεται  μόνο  με  γενική  και  ότι  είναι  μεχριτισμός  να  το  συντάσσεις  με  αιτιατική.  Ο  Κ.  Καρθαίος  ( πάντα  έτσι  υπέγραφε),  εμφανίστηκε  στα  γράμματα  το  1917  με  τη  μετάφραση  «  Η  μπαλάντα  της  φυλακής  του  Ρέντινγκ»  του   Όσκαρ  Ουάιλντ.  Αργότερα  μετάφρασε  Θερβάντες,  Σαίξπηρ,  Λόπε  ντε  Βέγκα κ. α.  Το  1935  διορίστηκε  διευθυντής  του  Εθνικού  θεάτρου,  ενώ  υπήρξε  επίσης  διευθυντής  στο  περιοδικό  Νεοελληνικά  Γράμματα.  Ήταν  μέλος  της  επιτροπής  για  τη  σύνταξη  της  Νεοελληνικής  Γραμματικής  (1941).  Η  ποίησή  του  « είναι  χαμηλόφωνη  και  κυριαρχεί   ο  άνθρωπος  και  ο  έρωτας».  Ένα  από  τα  ομορφότερα  ποιήματά  του,  που  είχε  δημοσιεύσει  και  στον  Νουμά  στις 20  Απριλίου  1919, ήταν   «Το  τραγούδι  του  μπεκρή»,  που  αργότερα  έγινε  « Βάλτε  να  πιούμε»,  το  οποίο  έχει  μελοποιηθεί  στο  δίσκο  « Κάτι  σαράβαλες  καρδιές»  (1998),  από  τα  Διάφανα  Κρίνα,  ένα  ελληνικό  συγκρότημα  που  συνδυάζει  την  ποίηση  με  τη  ροκ  μουσική. Ακούστε  το…