Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

Το Ναυάγιο και ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων


ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΚΑΙ Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ

Δημήτρης Τουτουντζής 

    Ήταν φθινόπωρο του 1900, όταν ο καπετάν Δημήτρης Κοντός και το πλήρωμά του είχαν πάρει το δρόμο του γυρισμού στην πατρίδα τους τη Σύμη, επιστρέφοντας από την ακτή της Τυνησίας όπου αλίευαν σφουγγάρια, ακολουθώντας βορειοανατολική ρότα με προορισμό το ακρωτήριο Μαλέα. Έπεσαν όμως σε ένα άγριο μπουρίνι και ο αέρας τους παρέσυρε προς ένα γυμνό και σχεδόν ακατοίκητο νησάκι. Κατά τη μακραίωνη ιστορία του, αυτό το νησί έχει αλλάξει πολλά ονόματα. Οι αρχαίοι Έλληνες το έλεγαν Αιγιλία, και οι λιγοστοί του κάτοικοι το ονόμασαν Σιτζίλιο, ενώ οι περαστικοί ναυτικοί που μιλούσαν ιταλικές διαλέκτους το αποκαλούσαν Τσεριγότο, την εποχή του καπετάν Κοντού όμως, λεγόταν Αντικύθηρα. Σε σχήμα ρόμβου και με πλάτος μόλις 3 χιλιόμετρα, το νησί βρίσκεται 35 μίλια από το γειτονικό του νησί, τα Κύθηρα και ακριβώς στη μέση  της διόδου μεταξύ Μαλέα και Κρήτης.
    Η τρικυμισμένη θάλασσα γύρω από αυτό το θανάσιμο βράχο
θέλει γερά νεύρα. Σε τέτοιες ώρες τα νερά γίνονται κατάμαυρα, και τα αγριεμένα κύματα κατατρώνε τα βράχια, ενώ κατάλευκα κύματα καλύπτουν τις απόκρημνες ακτές. Όποιο σκάφος έχει την ατυχία να βρεθεί σ’ αυτό το δρόμο, ο λυσσασμένος πόντος μπορεί να το κάνει κομμάτια. Ο Κοντός όμως ήταν ένας ικανότατος καπετάνιος και κατάφερε να οδηγήσει τους άντρες του να προσορμιστούν στο μοναδικό λιμάνι του νησιού, ένα μικροσκοπικό όρμο στη βόρεια ακτή που λέγεται Ποταμός, λίγα μέτρα μακριά από μια χούφτα άσπρα σπιτάκια, σκορπισμένα σαν κύβους ζάχαρης πάνω στο σκοτεινό βραχώδες τοπίο.
    Ύστερα από τρεις μέρες, οι άνεμοι κόπασαν, τα νερά απόκτησαν ξανά το απαλό, στιλπνό γαλάζιο τους και οι δύτες δεν έχασαν την ευκαιρία να ρίξουν μια ματιά στη θάλασσα κάτω από το καϊκι τους. Προσβλέποντας πάντα σε μερικές τελευταίες προσθήκες στο φορτίο τους που με τόσο ιδρώτα είχαν συγκεντρώσει, ο Κοντός πήγε με το ένα από τα δύο καϊκια του στην περιοχή Πινακάκια των Αντικυθήρων γύρω από έναν απότομο βραχώδη κάβο ανατολικά του λιμανιού, όπου υπάρχει ένας τεράστιος ύφαλος. Έριξε άγκυρα περίπου 20 μέτρα από τις απόκρημνες ακτές.
    Ο Ηλίας Σταδιάτης ή Λυκοπάντης, ήταν ο πρώτος δύτης που βούτηξε στα νερά εκείνο το πρωί. Καταδύθηκε ταχύτατα προς το βυθό, 60 μέτρα κάτω αλλά δεν άργησε να εμφανιστεί μόλις πέντε λεπτά αργότερα. Ήταν ολοφάνερα ταραγμένος, και προς τεράστια έκπληξη όλων τον είδαν να κάνει νοήματα με τα χέρια του σαν τρελός. Οι σύντροφοί του έσπευσαν να τον ανεβάσουν στο κατάστρωμα και να του ξεβιδώσουν το χάλκινο κράνος του.
    Ένας αμύθητος σωρός από μορφές αντρών, γυναικών και αλόγων. Σε κατάστασης αποσύνθεσης. Μάλλον από ναυάγιο. Ένας ξέπνοος Σταδιάτης διηγήθηκε αυτό που αντίκρισε στον πυθμένα της θάλασσας. Ίχνος του πλοίου δεν υπήρχε. Κάθε κομμάτι ξύλου για καιρό εκτεθειμένο στο νερό της θάλασσας θα είχε προ πολλού γίνει βορά των ξυλοφάγων σκουληκιών.

    Ο Κοντός, του έβγαλε τη στολή που ακόμα έσταζε νερά, χωρίς αυτός να πάψει να μιλά, τη φόρεσε ο ίδιος και κατέβηκε και αυτός ώστε να δει με τα μάτια του το απίστευτο εύρημα. Στα κρύα νερά, έμεινε κάτω από την επιφάνεια όσο χρειάστηκε μέχρι να δει να ξεπροβάλει μες από την μπλε άβυσσο της θάλασσας μια σειρά από ανθρώπινες φιγούρες, σε διάταξη παράλληλη με την ακτή, σε μήκος 50 περίπου μέτρων. Δεν ήταν πτώματα,

ήταν αγάλματα. Διαβρωμένα και με άφθονο θαλάσσιο ίζημα επικαθισμένο στην επιφάνειά τους. Στην πλειονότητά τους ήταν εύκολα αναγνωρίσιμα. Κάποια ήταν από μάρμαρο, ενώ οι ακτίνες του ήλιου εισχωρούσαν σε βάθος αρκετό ώστε να αποκαλύψουν την πρασινωπή απόχρωση κάποιων άλλων, το σήμα κατατεθέν του αρχαίου μπρούντζου. Καθώς οι μπότες του βυθίζονταν στον επικλινή λασπώδη πυθμένα, κάτω από την αμυδρή σκιά του καϊκιού που έπλεε, ο Κοντός πάλεψε να κρατήσει την καρδιά του στη θέση της. Αυτό το ναυάγιο έκρυβε θησαυρό.

    Άρπαξε ένα μπρούτζινο χέρι από ένα από τα αγάλματα, το στερέωσε στο σωλήνα της στολής του, και άρχισε να αναδύεται, ανυπομονώντας να δείξει σε όλους την απόδειξη για το πολύτιμο εύρημα.

    Οι πηγές δε συμφωνούν σχετικά με το τι ακολούθησε. Σύμφωνα με την επίσημη ελληνική εκδοχή, μόλις ανέβηκε στην επιφάνεια ο Κοντός, διέταξε τους άντρες του να υπολογίσουν και να καταγράψουν τις συντεταγμένες του ναυαγίου, και στη συνέχεια η ομάδα σάλπαρε για το ταξίδι της επιστροφής στη Σύμη. Μετά το καθιερωμένο καλωσόρισμα των ηρώων, ο Κοντός ενημέρωσε τους προεστούς του νησιού, (το 1900 ήταν ο Πέτρος Ν. Κλαδάκης, ο Νικόλαος Μαυρίκιος και Γραμματέας ο Δημοσθένης Χαβιαράς), σχετικά με τα πρόσφατα γεγονότα, και συσκέφθηκε μαζί τους για το τι έπρεπε να πράξουν. Εμφορούμενοι «υπό φιλοπατρίας», όπως έγραψε ο Τύπος της εποχής, του σύστησαν να αναχωρήσει αμέσως και να αναφέρει το εύρημα στην ελληνική κυβέρνηση στην Αθήνα.

    Ο Κοντός και ο Σταδιάτης (με το μπρούντζινο χέρι υπό μάλης) παρουσιάστηκαν στον καθηγητή Α. Οικονόμου, αρχαιολόγο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, που επίσης καταγόταν από τη Σύμη. Στις 6 Νοεμβρίου του 1900, τους πήγε στο γραφείο του υπουργού Παιδείας, Σπυρίδωνα Στάη.

    Αρχικά οι ισχυρισμοί του Κοντού έγιναν δεκτοί με δυσπιστία από τους αξιωματούχους του Υπουργείου Παιδείας. Ποτέ ξανά στο παρελθόν δεν είχε βρεθεί βυθισμένο πλοίο στις ελληνικές θάλασσες, και η ιστορία που είχαν να διηγηθούν οι δύτες φαινόταν υπερβολικά καλή για να είναι αληθινή. Το μπρούντζινο χέρι όμως και τα πιθανά κέρδη που συνεπαγόταν, τους έπεισε.

    Ο Κοντός είπε στο Στάη ότι αν η κυβέρνηση παρείχε τον απαραίτητο εξοπλισμό για την ανέλκυση των αντικειμένων από το βυθό της θάλασσας, οι άντρες του θα αναλάμβαναν το σκέλος των καταδύσεων, με τον όρο ότι θα αμείβονταν με την πλήρη αξία οποιουδήποτε αντικειμένου ανέλκυαν.

    Με κάποια νευρικότητα, ο Στάης δέχτηκε τους όρους του Κοντού, με την προϋπόθεση ότι στο εγχείρημα θα τον συνόδευε κάποιος εντεταλμένος αρχαιολόγος που θα επέβλεπε τις εργασίες. Στη θέση αυτή διορίστηκε ο Οικονόμου, και ο Κοντός παρέδωσε το μπρούντζινο χέρι του αγάλματος.

    Ο Στάης κινήθηκε με ταχύτητα. Εφόσον ήταν γνωστή η θέση του ναυαγίου, αφενός υπήρχε μεγάλος κίνδυνος πλιάτσικου, αφετέρου μπορεί να άλλαζε γνώμη ο Κοντός. Έτσι μέσα σε λίγες μέρες, το οπλιταγωγό ΜΥΚΑΛΗ του Πολεμικού Ναυτικού μετέφερε τον Οικονόμου στα Αντικύθηρα, συνοδεία του Κοντού, των δυτών και των κωπηλατών με τα δύο καϊκια του. ΄Ηταν το «ντεπόζιτο ΕΥΤΕΡΠΗ και ο «αχταρμάς» (μηχανοκάικο) ΚΑΛΛΙΟΠΗ.

    Εδώ πρέπει να αναφέρουμε τους δύτες.  Ήταν οκτώ: Ο Ιωάννης Πήλιου ή Ροδίτης, οι Γεώργιος και Κυριάκος Μουντιάδης ή Μοντιάδης, ο Ηλίας Λυκοπάντης ή Σταδιάτης, ο Κωνσταντίνος Καλαφάτης, ο Γεώργιος Θ. Κρητικός ή Τουρκοκρητικός, ο Βασίλειος   

Ιωανν. Ζουρούδης και ο Βασίλειος Κατσαράς. Οι ναύτες ήταν 12. Η τελική λίστα του πληρώματος και των δυτών δημοσιεύτηκε το 2007 σε σχετική αρθρογραφία του Γιάννη Μπιτσάκη, μέλους της ομάδας έρευνας του Μηχανισμού, στο περιοδικό «Εφοπλιστής» και στην εφημερίδα «Ροδιακή», μετά από επιστολές και έρευνα των Συμιακών, Ελένη Κλαδάκη-Βρατσάνου, Νικολάου Γεωργά και Νικήτα Πατσάκη.

    Ύστερα από μια μικρή καθυστέρηση λόγω κακοκαιρίας, έφτασαν όλοι μαζί στον τόπο του ναυαγίου στις 24 Νοεμβρίου. Οι δύτες, Ηλίας Σταδιάτης, Κυριάκος και Γιώργος Μουντιάδης, Ιωάννης Πηλίου, Γεώργιος Κρητικός και Βασίλειος Κατσαράς, έπιασαν δουλειά.

    Στον τόπο του ναυαγίου οι απόκρημνες ακτές των Αντικυθήρων κατεβαίνουν κάθετα σε βάθος 50 περίπου μέτρων κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ακολουθεί η αμμώδης λάσπη του βυθού, στην οποίαν έχει καθηλωθεί το αρχαίο σκάφος. Ο πυθμένας έχει ήπια κλίση για περίπου 60 μέτρα, μέχρι που σε κάποιο σημείο το νερό βαθαίνει απότομα. Ο Οικονόμου και ο Κοντός είχαν καταλήξει σε ένα σχέδιο δράσης, σύμφωνα με το οποίο τα ελαφρά αντικείμενα του βυθισμένου φορτίου θα δένονταν με σχοινιά και θα ανελκύονταν με βαρούλκα προσαρτημένα στις βάρκες των δυτών, ενώ στα πιο βαθιά νερά η ανέλκυση θα γινόταν με το ακόμη πιο γερό πολύσπαστο του Μυκάλη. Όμως στη διάρκεια της πρώτης προσπάθειας, η θάλασσα ήταν ακόμα αρκετά φουρτουνιασμένη. Πελώρια κύματα από τα βόρεια έσκαγαν πάνω στις απόκρημνες ακτές, και δεν άργησαν να συνειδητοποιήσουν ότι το Μυκάλη ήταν υπερβολικά μεγάλο για να φτάσει με ασφάλεια κοντά στα βράχια.

    Ο Κοντός αδημονούσε να αποδείξει την αλήθεια για το εύρημά του, δεν ήταν ο τύπος του ανθρώπου που αποθαρρύνεται από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, και δε δίστασε τελικά να στείλει τους δύτες του στο βυθό. Στο διάστημα των τριών ωρών που μεσολάβησε, προτού η διαρκώς επιδεινούμενη καταιγίδα τους υποχρεώσει να σταματήσουν, οι δύτες έφεραν στην επιφάνεια ένα μπρούντζινο κεφάλι ενός γενειοφόρου άντρα, το μπρούντζινο χέρι ενός πυγμάχου, ένα μπρούντζινο σπαθί, δύο μικρά μαρμάρινα αγάλματα (ακέφαλα και τα δύο), μια μαρμάρινη και με πολλή τέχνη λαξευμένη πατούσα, και αρκετά θραύσματα αγαλμάτων, μπρούντζινα κύπελλα, πήλινα πιάτα καθώς και άλλα προϊόντα κεραμικής.

    Κατά την επιστροφή στον Πειραιά προκειμένου να αντικατασταθεί από κάποιο μικρότερο σκάφος το Μυκάλη, μετέφερε θριαμβευτικά τα λάφυρα στην πατρίδα Ο Στάης πρέπει να έβγαλε ένα μεγάλο στεναγμό ανακούφισης όταν συνειδητοποίησε ότι η επένδυσή του αποδείχτηκε τελικά συνετή. Οι δύτες είχαν πράγματι εντοπίσει το μεγαλύτερο θησαυρό μπρούντζινων αντικειμένων που βρέθηκε ποτέ από την αρχαία Ελλάδα. Η ιστορία έγινε πρωτοσέλιδο, και όπως ευελπιστούσε η ελληνική κυβέρνηση, την Ελλάδα και ιδιαίτερα την Αθήνα, τη συνεπήρε ένας μεγάλος πατριωτικός ενθουσιασμός. Ύστερα από αιώνες γενικής λεηλασίας της εθνικής κληρονομιάς των Ελλήνων, από Ρωμαίους μέχρι Βρετανούς και Γάλλους, ένα σύνολο αρχαιοτήτων επέστρεφαν επιτέλους στο σπίτι τους. 

    Για την αποστολή των Αντικυθήρων, το Πολεμικό Ναυτικό διέθεσε ένα περισσότερο ευέλικτο καράβι, το ατμοκίνητο ΣΥΡΟΣ, που έφτασε στον τόπο του ναυαγίου ώστε να ξαναπιάσουν δουλειά οι δύτες στις 4 Δεκεμβρίου 1900.

    Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες καλούνταν να εργαστούν ήταν πολύ δυσμενείς. Πρώτη στον κατάλογο με τις δυσκολίες ήταν η ίδια η στολή των δυτών, η οποία ήταν εντελώς ακατάλληλη για σκάψιμο στο βυθό και ανέλκυση αγαλμάτων. Σαν να μην

έφταναν όλα αυτά, τα νερά γύρω από τα Αντικύθηρα είναι κρύα και με συχνά αιφνίδια ρεύματα, πέρα από τις συνήθεις θύελλες και τρικυμίες. Η επιχείρηση ανέλκυσης κράτησε δέκα μήνες, μέχρι το Σεπτέμβριο του 1901, όμως οι δύτες εξαιτίας του καιρού, δεν κατάφεραν να δουλέψουν συνολικά ούτε το ένα τέταρτο του χρονικού αυτού διαστήματος. Τον υπόλοιπο καιρό, υπέμειναν τις καταιγίδες έχοντας τραβήξει στη στεριά τις μικρές τους ψαρόβαρκες.

    Και βέβαια, η μεγαλύτερη πρόκληση απ’ όλες ήταν το ίδιο το βάθος του ναυαγίου, το οποίο έμελλε να οδηγήσει τους δύτες στα όριά τους. Σε βάθος περίπου 60 μέτρων, η πρόσβαση στην τοποθεσία αυτή ήταν αρκετά πέρα από τις ανθρώπινες δυνατότητες, για οποιονδήποτε ναυτικό εκείνης της εποχής. Ακόμα και το 1925, για παράδειγμα, μόλις είκοσι δύτες του αμερικανικού ναυτικού είχαν εκπαιδευτεί για κατάδυση σε βάθος 30 μέτρων. Και μόνο η προσέγγιση του ναυαγίου με το σύνολο του εξοπλισμού τους από τους άντρες του Κοντού –πέρα βέβαια από τη φοβερή δουλειά που τους περίμενε εκεί κάτω- αποτελούσε τρομακτικό επίτευγμα. Ποιος άλλος πέρα από τους τολμηρότερους σφουγγαράδες της Μεσογείου, που ουσιαστικά μεγάλωναν μέσα στο νερό και έβγαζαν το ψωμί τους κατεβαίνοντας βαθύτερα από οποιονδήποτε άλλο, θα μπορούσε να τα καταφέρει;

    Μολονότι οι δύτες στα Αντικύθηρα δεν είχαν στη διάθεσή τους κανενός είδους πίνακα καταδύσεων, ούτε γνώριζαν κάθε πόσο έπρεπε να σταματούν κατά την ανάδυση –όπως γίνεται σήμερα στις καταδύσεις-, ούτε ήξεραν τις επιπτώσεις της κατάδυσης στο ανθρώπινο σώμα, έθεταν μόνοι τους ένα χρονικό όριο στην παραμονή τους στο βυθό (5 λεπτά και δύο φορές την ημέρα), συνειδητοποιούσαν τον κίνδυνο του θανάτου και ανέρχονταν στην επιφάνεια με έναν λογικό ρυθμό. Κατά συνέπεια, οι έξι άντρες συνολικά περνούσαν μόνο μία ώρα την ημέρα στο βυθό της θάλασσας. Ακόμη όμως και με τις καλύτερες συνθήκες, οι στολές κατάδυσης ήταν δύσχρηστες, και ειδικά κατά την άνοδο στην επιφάνεια της θάλασσας. Ο δύτης έπρεπε ρυθμίσει προσεκτικά την ποσότητα αέρα μέσα στη στολή του επιφέροντας ισορροπία μεταξύ εκπνοής και εισπνοής του αέρα από τη βαλβίδα στο κράνος του. Ένα λάθος στον υπολογισμό, και ο πλεονάζων αέρας θα διαστελλόταν μέσα στη στολή του δύτη κατά την άνοδό του στην επιφάνεια, επιτείνοντας απελπιστικά την ταχύτητά του, εξασφαλίζοντας ένα ακόμα κρούσμα της νόσου των δυτών.

    Ο δεύτερος κίνδυνος που ελλοχεύει στα βάθη της θάλασσας είναι η νάρκωση από άζωτο. Περίπτωση αρκετά γνωστή σε κάθε λάτρη της αυτοκατάδυσης, πρόκειται για μια μυστηριώδη αλλοίωση της συνείδησης, που προκαλείται από τη δράση του αζώτου υπό υψηλή πίεση στη μετάδοση των νευρικών ερεθισμάτων. Ο Γάλλος δύτης-εξερευνητής Ζακ Κουστό αναφέρθηκε σε αυτήν με το διάσημο χαρακτηρισμό του ως «μέθη του βάθους», καθώς αυτός που πάσχει πράγματι βιώνει μια κατάσταση μέθης. Όσο βαθύτερα καταδύεται κανείς, τόσο περισσότερο επιδεινώνεται η κατάσταση, κάνοντας την εμφάνισή της στα 30 περίπου μέτρα για να γίνει στη συνέχεια ολοένα και περισσότερο σοβαρή – οι πρωτόπειροι λάτρεις της αυτοκατάδυσης μαθαίνουν να μη ξεχνούν ότι μετά τα 20 μέτρα, κάθε επιπλέον 10 μέτρα ισοδυναμούν με την κατανάλωση ενός ποτηριού οινοπνευματώδους ποτού. Οι ανεπιθύμητες συνέπειες αντιστρέφονται με την άνοδο του δύτη στην επιφάνεια, αλλά η παραζάλη που προκαλούν μερικές φορές, δεν αφήνει τους δύτες να βρουν το δρόμο προς την επιφάνεια. Η μέθη τους κάνει να αισθάνονται άτρωτοι, και υπάρχουν γνωστές περιπτώσεις δυτών οι οποίοι, υπό την επήρεια του φαινόμενου, έβγαλαν τις μάσκες τους ή καταδύθηκαν ακόμα βαθύτερα μέχρι θανάτου.

    Το εγχείρημα της ανέλκυσης των αγαλμάτων και των άλλων ευρημάτων και του δεσίματος αυτών με το σχοινί του βαρούλκου της ψαρόβαρκας, ανάγκασαν τους δύτες να αναπνέουν βαριά επιδεινώνοντας τις δράσεις της νάρκωσης από άζωτο αναλογικά με το βάθος στο οποίο βρίσκονταν. Το διοξείδιο του άνθρακα που εξέπνεαν παγιδευόταν μέσα στο κράνος τους, (σε αντίθεση με τη συσκευή αυτοκατάδυσης που εκλύει τον εκπνεόμενο αέρα στο υδάτινο περιβάλλον), αποχαυνώνοντάς τους ακόμη περισσότερο. Η ορατότητα ήταν ένα ακόμα πρόβλημα, καθώς η λάσπη και η άμμος του βυθού αναδευόταν με την παραμικρή μετακίνηση αντικειμένου από τους δύτες, σχηματίζοντας πυκνή θολούρα.

    Και όμως, καθώς ο χειμώνας χειροτέρευε, οι σφουγγαράδες βουτούσαν ξανά και ξανά και έφερναν στην επιφάνεια το ένα εύρημα μετά το άλλο, ενώ οι αρχαιολόγοι στο κατάστρωμα, επέβλεπαν τις εργασίες. Και παρά τις βάρβαρες συνθήκες, οι δύτες δούλευαν με προσοχή, αφιερώνοντας συχνά αρκετές μέρες για το σκάψιμο και το καθάρισμα του χώρου από κάποιο αντικείμενο προτού το αποσπάσουν από τη γλιστερή λάσπη. Ο εποπτεύων αρχαιολόγος Γεώργιος Βυζαντινός (ο οποίος αντικατέστησε τον Οικονόμου), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα θραύσματα που ανελκύονταν στην επιφάνεια είχαν κομματιαστεί χιλιάδες χρόνια νωρίτερα, και όχι κατά τη διαδικασία της περισυλλογής. Συγχάρηκε μάλιστα τους δύτες διότι επέδειξαν το ίδιο ενδιαφέρον με οποιονδήποτε «εμπνευσμένο λάτρη της αρχαίας τέχνης» όσον αφορά τη διατήρηση των αρχαιοτήτων.

    Κατά τα Χριστούγεννα, το φορτίο που ανέλκυσαν περιλάμβανε άφθονα μαρμάρινα αγάλματα, κυρίως μορφές ανθρώπων ή αλόγων, ένα ακόμη μπρούντζινο σπαθί, μια μπρούντζινη λύρα, έναν κολοσσιαίων διαστάσεων ταύρο από μάρμαρο και διάφορα θραύσματα από μπρούντζινα έπιπλα, συμπεριλαμβανομένου και ενός θρόνου. Και ήδη συγκαταλεγόταν σε αυτά το πλέον συναρπαστικό ως τότε εύρημα από όλα, ένα άγαλμα από μπρούντζο, ίσως του Ερμή ή του Απόλλωνα. Αν και είχε σπάσει σε αρκετά κομμάτια, διατηρούνταν σε σχετικά καλή κατάσταση, και χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα τελειότερα μπρούντζινα αγάλματα που έφτασαν σε εμάς από την αρχαιότητα. ΟΙ αρχαιολόγοι άρχισαν να κάνουν οργιώδεις εικασίες, λέγοντας ότι μπορεί και να ήταν το έργο κάποιου από τους μεγάλους γλύπτες της κλασικής περιόδου του 4ου αιώνα, του Λύσιππου ή και του Πραξιτέλη. Υπήρξε πάντως και μια απώλεια. Οι αλυσίδες ανέλκυσης του κορμού ενός πελώριου αλόγου δεν άντεξαν το βάρος και έσπασαν λίγο πριν φτάσει το άγαλμα στην επιφάνεια της θάλασσας, το οποίο έτσι γκρεμίστηκε ξανά μέσα στα νερά, κατρακυλώντας σε μεγαλύτερα βάθη, πέρα από το όριο όπου μπορούσαν να φτάσουν οι δύτες.

    Σωρός από αγάλματα σχηματίστηκε στο κατάστρωμα του πλοίου, και παρότι τα μπρούντζινα αντικείμενα βρίσκονταν σε αρκετά καλή κατάσταση, τα περισσότερα από τα μαρμάρινα είχαν διαβρωθεί σε φρικτό βαθμό. Ο Εμμανουήλ Λυκούδης, ο οποίος παρακολούθησε τη διαδικασία της ανέλκυσης ως νομικός σύμβουλος του Υπουργείου παιδείας, (το 1901 δεν υπήρχε Υπουργείο Πολιτισμού), είχε εντολή «της εξομαλύνσεως κάθε σχετικού ζητήματος προς τας μετά των δυτών συμφωνίας του Υπουργείου», περίγραψε τη διαδικασία ανέλκυσης στην ημερολογιακή καταχώριση για τις 7 έως 10 Φεβρουαρίου του 1901 ως εξής: «Η θάλασσα τα είχε παραμορφώσει σε τρομακτικό βαθμό. Τα περισσότερα από αυτά πλέον έχουν μεταμορφωθεί σε άμορφα βράχια και θυμίζουν πελώρια θαλάσσια κογχύλια. Πίσω όμως από την παραμόρφωση και την καταστροφή που επέφερε η θάλασσα, εύκολα υποπτεύεται κανείς την αρχαία δόξα, εύκολα διακρίνει κανείς

τις όμορφες γραμμές».  

    Όσα αγάλματα ανασύρονταν μεταφέρονταν στην Αθήνα, όπου τα εξέθεταν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Παρά τη φθορά τους, πλήθη συνέρρεαν από παντού για να δουν από κοντά, τους υπέροχους αυτούς θησαυρούς από το παρελθόν του έθνους, ενώ οι εφημερίδες της χώρας δημοσίευαν αδιαλείπτως και την παραμικρή λεπτομέρεια της εξέλιξης της ανάσυρσης. Πίσω στα Αντικύθηρα ωστόσο οι τρικυμίες, το βάθος και το απάνθρωπο καθεστώς εργασίας είχαν το τίμημά τους, και οι δύτες ήδη παρουσίαζαν σημεία εξάντλησης. Σύμφωνα με μια πηγή για τα ευρήματα, που δημοσιεύτηκε το 1903 από τον Ιωάννη Σβορώνο, έναν από τους επιφανέστερους αρχαιολόγους της χώρας, κατά το Φεβρουάριο οι άνδρες αναδύονταν συχνά από το νερό «μισοπεθαμένοι».

    Καθώς ο ρυθμός της προόδου επιβραδύνθηκε, η καλή διάθεση υποχώρησε. Ήταν η στιγμή που οι δύτες ανακοίνωσαν ένα ακόμα πρόβλημα: οι ογκόλιθοι απέκρυπταν ένα τμήμα του ναυαγίου. Ύστερα από λίγες συζητήσεις, οι παριστάμενοι αρχαιολόγοι κατέληξαν ότι οι ογκόλιθοι πρέπει να ήταν βράχια από την ακτή του νησιού, τα οποία αποκολλήθηκαν εξαιτίας κάποιου σεισμού. Σύντομα κατέστρωσαν ένα σχέδιο για να τα μετακινήσουν. Έδωσαν οδηγίες στους δύτες να σκάψουν ανοίγματα κάτω από τους ογκόλιθους, και στη συνέχεια να τυλίξουν γύρω τους και πολλές φορές, παλαμάρια – κοπιαστικό έργο, που χρειάστηκε περισσότερες από είκοσι καταδύσεις για τον κάθε ογκόλιθο. Το άλλο άκρο του παλαμαριού θα έμενε δεμένο στο Μυκάλη, το οποίο ήρθε ακόμη μία φορά από τον Πειραιά, για το συγκεκριμένο έργο. Το πλοίο στη συνέχεια θα σάλπαρε με τις ατμομηχανές του σε πλήρη ισχύ προς την ανοικτή θάλασσα. Με την αποκόλλησή τους από το ναυάγιο, θα αφαιρούσαν τα παλαμάρια από τους ογκόλιθους, οι οποίοι θα αφήνονταν να κατρακυλήσουν σε μεγαλύτερο βάθος.

    Το σχέδιο ήταν παράτολμο, και ένας νευρικός Λυκούδης το χαρακτήρισε ως «μια στιγμή μεγάλου και μάλλον δικαιολογημένου φόβου»! Αν το παλαμάρι κοβόταν, το αιφνίδιο τράνταγμα στο πλοίο ίσως αρκούσε για να το αναποδογυρίσει. Ακόμη χειρότερα, αν το παλαμάρι παρέμενε μπερδεμένο στον ογκόλιθο, το πλοίο θα τραβιόταν στα βάθη της θάλασσας. Προκειμένου να αποσοβήσουν το τελευταίο ενδεχόμενο, αρκετοί από το πλήρωμα μαζεύτηκαν γύρω από το σημείο της λέμβου όπου ήταν δεμένο το παλαμάρι, με τσεκούρια στα χέρια. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να επέμβουν, το σχέδιο υλοποιήθηκε με επιτυχία και αρκετοί ογκόλιθοι καταβυθίστηκαν.

    Ο υπουργός Στάης, ο οποίος παρευρισκόταν ως επισκέπτης, έκανε μια εξαιρετικά εμπνευσμένη σκέψη. Μήπως οι ογκόλιθοι ήταν αγάλματα κολοσσιαίων διαστάσεων, των οποίων το μέγεθος και η μορφή είχαν τόσο πολύ αλλοιωθεί από τις εναποθέσεις διαφόρων πραγμάτων και τη διάβρωση, ώστε οι δύτες αδυνατούσαν να τα αναγνωρίσουν στο σούρουπο του ναυαγίου; Έδωσε αμέσως διαταγή να μεταφερθεί ο επόμενος ογκόλιθος στην επιφάνεια, κάτι που συνεπαγόταν σημαντικό περαιτέρω κίνδυνο για το πλοίο. Ύστερα από κάποιες ώρες έντασης, ακουστήκαν οι πρώτες ζητωκραυγές από τα καταστρώματα καθώς μέσα από τα καθάρια νερά ερχόταν το αντικείμενο στην επιφάνεια. Ήταν ένας πελώριος, μυώδης Ηρακλής, με πλήρη εξάρτυση, με το ρόπαλο και τη λεοντή, και με εμφανή πάνω του τα σημάδια της διάβρωσης, αλλά και της παρόμοιας τεχνοτροπίας με το διεθνούς φήμης Ηρακλή των Φαρνέζε, που βρισκόταν στο Μουσείο της Νάπολης. Πιθανώς όλοι αποφάσισαν ότι θα ήταν προτιμότερο να μην ανακοινωθούν και πολλά σχετικά με τα αγάλματα που είχαν θαφτεί στην άβυσσο για πάντα.

    Σε αυτή τη φάση οι εξασθενημένοι και κατάκοποι δύτες απαίτησαν διακοπή των εργασιών για ένα μήνα διάλειμμα, τουλάχιστον μέχρι το Πάσχα. Αρχικά ο Στάης τους

πρότεινε να συνεχίσουν για λίγες μέρες ακόμα, υποσχόμενος αύξηση της αμοιβής τους. Οι δύτες δεν πείστηκαν και κατέβηκαν σε απεργία. Τον Απρίλιο, δέκα δύτες, αντί για τους έξι που ήταν πριν, φόρεσαν ξανά τη στολή τους. Όσα αντικείμενα ήταν εύκολο να ανακτηθούν είχαν ήδη έρθει στην επιφάνεια, και έτσι την επόμενη βδομάδα, ελάχιστα ευρήματα ανασύρθηκαν. Και τότε χτύπησε η τραγωδία. Ένας από τους δύτες, ο Γιώργος Κρητικός, ανέβηκε στην επιφάνεια ταχύτερα απ’ όσο έπρεπε και πέθανε από τη νόσο των δυτών, αφήνοντας την οικογένειά του χωρίς σύνταξη.

    Ο Γιώργος Κρητικός, ήταν Τουρκοκρητικός, κάτοικος της Σύμης, που τότε δεν αποτελούσε μέρος του Ελληνικού Κράτους. Η άτυχη οικογένειά του δεν θα μπορούσε να λάβει κάποια σύνταξη.

    Καθώς οι μήνες κυλούσαν, η ομάδα επηρεαζόταν ολοένα και περισσότερο από τα μελτέμια, που μαστίζανε το Αιγαίο. Άγρια τρικυμία μπορούσε να σηκωθεί μέσα σε ελάχιστα λεπτά. Ο τόπος του ναυαγίου ήταν εντελώς εκτεθειμένος και γινόταν ολοένα δυσκολότερο να δουλέψει κανείς εκεί. Όλα τα αντικείμενα που αποσπώνταν εύκολα είχαν ήδη ανασυρθεί από το ναυάγιο και οι δύτες τώρα καλούνταν να «οργώσουν» το βυθό, με λίγη επιτυχία.

    Την περίοδο αυτή, δύο ακόμα άνδρες έμειναν παράλυτοι από τη νόσο των δυτών, με αποτέλεσμα την αναστολή των εργασιών στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1901. Η απόφαση ωστόσο δεν λήφθηκε ελαφρά τη καρδία. Όλοι όσοι συμμετείχαν στο ερευνητικό πρόγραμμα πίστευαν ότι υπήρχαν ακόμα πολλά αγάλματα καθηλωμένα στο βυθό της θάλασσας. Είχαν βρεθεί χέρια, πόδια και κεφάλια αλλά όχι και τα κυρίως σώματα των αγαλμάτων. Η ελληνική κυβέρνηση επιχειρούσε να προσλάβει ξένους δύτες για να συνεχίσουν τη δουλειά, αλλά οι προσπάθειες αυτές δεν καρποφόρησαν, καθώς οι ξένοι δύτες ήθελαν να κρατήσουν για τον εαυτό τους κάποια από τα τεχνουργήματα που ανακαλύπτονταν, κάτι που απαγορεύεται ρητά από την ελληνική νομοθεσία.

    Σύμφωνα με την επίσημη αναφορά της Αρχαιολογικής Εταιρείας, η ελληνική κυβέρνηση αποζημίωσε τους «φιλόπονους πολίτες της Σύμης», τουλάχιστον όσους επέζησαν, με το ποσό των 150.000 δραχμών της εποχής, και επιπλέον ο καθένας πήρε 500 δραχμές ως δώρο από την Εταιρεία. Η αναφορά με περηφάνια σημείωνε ότι τα αποτελέσματα των εργασιών διάσωσης των αρχαιοτήτων ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Ήταν πράγματι μεγάλη επιτυχία. Η πρώτη αρχαιολογική έρευνα ναυαγίου στα χρονικά είχε αποφέρει θησαυρούς πέρα από οτιδήποτε θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Ωστόσο, το συγκεκριμένο ερευνητικό πρόγραμμα δεν έχει την παραμικρή σχέση με τα προγράμματα των σύγχρονων αρχαιολόγων. Απολύτως καμία προσπάθεια δεν καταβλήθηκε ώστε να ενταχθούν τα ευρήματα του ναυαγίου σε ευρύτερα πλαίσια, ή να εξαχθούν πληροφορίες για το ίδιο το πλοίο, ή για τον τρόπο ζωής της εποχής από ευρήματα στο κατάστρωμα. Η αποστολή αντιμετωπίστηκε ως επιχείρηση διάσωσης.

    Τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στην Αθήνα με περισσή σπουδή, και δεν έγινε καμία προσπάθεια καταλογογράφησης των θραυσμάτων και των τεχνουργημάτων. Κάποια από αυτά εκτέθηκαν στο μουσείο, αλλά τα περισσότερα μπήκαν απευθείας σε μια μάλλον ακατάστατη αποθήκη.

    Πολλά από τα μαρμάρινα αγάλματα ήταν φρικιαστικά παραμορφωμένα από τη δράση των θαλάσσιων βακτηρίων και λιθοφάγων του βυθού ανά τους αιώνες. Σε καλή κατάσταση βρέθηκε ο κορμός ενός αλόγου χωρίς πόδια, και γύρω από την τρύπα όπου θα έπρεπε να βρίσκεται η κεφαλή, υπήρχε μια λωρίδα σκαλισμένη με παραστάσεις ενός αετού, μιας περικεφαλαίας μιας γαλατικής ασπίδας και ενός τσεκουριού.

    Ωστόσο, τα πιο πολύτιμα ευρήματα ήταν τα μπρούντζινα. Ήταν κομματιασμένα, αλλά τα θραύσματα είχαν σε γενικές γραμμές διατηρήσει το αρχικό τους μέγεθος, παρά την επιφανειακή σκουριά του μετάλλου λόγω ηλεκτροχημικών αντιδράσεων με το θαλασσινό νερό. Έστω και έτσι πάντως, τα περισσότερα από τα μικρότερα κομμάτια ρίχνονταν σε κιβώτια και εγκαταλείπονταν στη αποθήκη, όπου κατά καιρούς οι εργάτες του μουσείου τα εξέταζαν με προσοχή ψάχνοντας για κομματάκια που ίσως ταίριαζαν με τα μεγαλύτερα αγάλματα.

    Το μεγάλο τρόπαιο του φορτίου ήταν το μπρούντζινο άγαλμα ενός γυμνού άντρα, σε ήρεμη στάση, που έφτανε σχεδόν τα δύο μέτρα ύψος, με το δεξί του χέρι υψωμένο σαν να βαστούσε κάτι. Ήταν αυτό που υπέθεσαν οι αρχαιολόγοι ότι μπορεί να ήταν του Ερμή ή του Απόλλωνα. Ονομάστηκε όμως «έφηβος των Αντικυθήρων». Αν και βρέθηκε σε περισσότερα από είκοσι κομμάτια, η αποκατάστασή του πραγματοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1900, ενώ στη συνέχεια αποσυναρμολογήθηκε για μια εκ νέου αποκατάσταση στη δεκαετία του 1950, με μια ελαφρώς διαφορετική στάση του σώματος. Η νωχελική του χάρη δεσπόζει σήμερα σε μια από τις κεντρικές αίθουσες του Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας.

    Ένα ακόμα εντυπωσιακό εύρημα ήταν το κεφάλι ενός ηλικιωμένου άντρα, πιθανώς κάποιου φιλόσοφου, με αδρά χαρακτηριστικά, θαμνώδη γενειάδα και ανάκατα σγουρά μαλλιά. Βρέθηκαν επίσης και πολλά μικρότερα αγάλματα από μπρούντζο, σε διάφορες στάσεις των οποίων τα μάτια, οι θηλές και τα γεννητικά όργανα ήταν συχνά φτιαγμένα από πέτρα. Το αγαλματίδιο ενός γυμνού νέου ήταν εφαρμοσμένο σε μια περιστρεφόμενη βάση, πιθανώς έτσι ώστε η καλλίγραμμη μορφή του να φαίνεται από κάθε γωνία.  

    Πέρα από τα αγάλματα, ανακτήθηκαν πολλά σκεύη και άλλα μικρά αντικείμενα από πηλό, γυαλί και μέταλλο. Υπήρχαν σωροί από αμφορείς διαφόρων μεγεθών και σχημάτων, ένα από αυτά με κουκούτσια από ελιές ακόμα στο εσωτερικό του, καθώς και κανάτες, καράφες, χύτρες, λυχνάρια, γυάλινα δοχεία, φιάλες και μια ασημένια οινοχόη. Ένα χρυσό σκουλαρίκι, με τη μορφή μωρού που κρατάει λύρα, κρεμασμένο από ένα μικρό ωοειδές πιάτο στολισμένο με μαργαριτάρια, πρέπει να ανήκε σε κάποιο μέλος του πληρώματος καθώς βρέθηκε δίπλα στα μπρούντζινα πλαίσια των κρεβατιών που ήταν διακοσμημένα με ανάγλυφες προτομές μιας γυναίκας και ενός λιονταριού. Υπήρχαν και κομμάτια ξύλου από το ίδιο το πλοίο, καθώς και σπασμένα κεραμίδια από την οροφή του μαγειρείου.

    Με την επιστροφή στην Αθήνα των αντικειμένων που ανελκύστηκαν από το ναυάγιο, το προσωπικό του μουσείου ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη συναρμολόγηση των κομματιών από τα μεγαλύτερα αγάλματα και αγγεία. Κανείς δεν πρόσεξε την άμορφη, διαβρωμένη μάζα από χαλκό και ξύλο που έκρυβε ένα από τα κιβώτια της αποθήκης. Όταν όμως μέσα στους επόμενους λίγους μήνες το ξύλο ξεράθηκε και άρχισε να συστέλλεται, τα μυστικά που έκρυβε δεν μπορούσαν πλέον να παραμείνουν άλλο στην αφάνεια. Η μάζα ράγισε αποκαλύπτοντας στις νέες εκτεθειμένες επιφάνειες ίχνη από οδοντωτούς τροχούς, καθώς και δυσδιάκριτες επιγραφές στα αρχαία ελληνικά.

    Στη συνέχεια θα δούμε τι ήταν αυτό το παραμελημένο αντικείμενο.



Πηγή: «Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων» της Τζο Μάρτσαντ. Εκδόσεις Τραυλός.