Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

Γρηγόρης Λαμπράκης, ο αγωνιστής της ειρήνης


Του Γιάννη Λακούτση
Με πρωτεργάτη  μια  εμβληματική  φυσιογνωμία, τον  σπουδαίο  φιλόσοφο,  Bertrand  Russell, (  Μπέρτραντ  Ράσελ),   συγκροτείται  τον  Ιούλιο  του  1955  το  CND,  ( Campaing  for  Nuclear  Disarmament),  ένα  διεθνές  φιλειρηνικό  Κίνημα.  Η  πρώτη  πορεία  πραγματοποιείται  το  1958  από  το  Λονδίνο  έως  το   Ωλντερμάστον  της  Αγγλίας, την  πόλη  που  είχε  την  έδρα  της  το  Ερευνητικό  Εργαστήρι  Πυρηνικών  Όπλων.  Από  το  1960  η  φορά  της  πορείας  αντιστρέφεται,  ξεκινά  από  το  Ωλντερμάστον και  καταλήγει  στο  Λονδίνο.  Η  πορεία  γινόταν  το  τετραήμερο  του  Πάσχα  και  η  απόσταση  ήταν  52  μίλια.  Στην  Ελλάδα,  ο  Σύνδεσμος  Μπέρτραντ  Ράσελ  έχει  προαναγγείλει  πορεία  ειρήνης  από  το  Μαραθώνα  στην  Αθήνα  για  τις  21  Απριλίου  1963.  Φτάνει  στην  Αθήνα  πολυμελής  αγγλική  αντιπροσωπεία  για  συμμετοχή  στην  πορεία.  Η  κυβέρνηση  την  έχει  απαγορέψει. Η  κατάσταση  περιπλέκεται  επειδή  την   παραμονή  20  Απριλίου,  φτάνει  στο  Λονδίνο  η  βασίλισσα Φρειδερίκη  για  ιδιωτική  επίσκεψη.  Η  Αγγλίδα  ακτιβίστρια  Μπέτυ  Μπάρτλετ--Αμπατιέλου,  ζητά  από  τη  βασίλισσα  την  απελευθέρωση  του  πολιτικού  κρατούμενου,  συζύγου  της,  Αντώνη  Αμπατιέλου. Στο  μεταξύ  ο Γρ. Λαμπράκης  απευθύνει  υπόμνημα  προς  τη  Φρειδερίκη  με  το  οποίο  την  καλεί να  παρέμβει,  ώστε  να  απολυθούν  οι  6.000  πολιτικοί  κρατούμενοι  που  βρίσκονταν  στις  φυλακές. 
Ο  Γρηγόρης  Λαμπράκης,  γεννήθηκε  στην  Κερασίτσα  Αρκαδίας. Ήταν  το  δέκατο  τέταρτο  παιδί,  από  τα  δέκα  οχτώ,  του  Γιώργη  Λαμπράκη  και  της  Παναγιώτας. Τελειώνοντας  το  Δημοτικό  πήγε  Σχολαρχείο  και  μετά  Γυμνάσιο  στην  Τρίπολη. Το  1931  τελειώνει  το  Γυμνάσιο.  Μετά  από  πολύ  σκέψη  αποφασίζει  να  δώσει  εξετάσεις  στο  Πανεπιστήμιο,  όπου  και  εισάγεται.  Ήταν  ήδη  20  χρόνων.  Η  ζωή  του  μοιράζεται  ανάμεσα  στο  στίβο,  στα  πανεπιστημιακά  εργαστήρια  και  την  κλινική  που  είχε  ιδρύσει  ο  αδερφός  του,  Θεόδωρος  με  τον  Σβολόπουλο. Προπονείται  εντατικά  για  τους  Ολυμπιακούς  Αγώνες  του  Βερολίνου  το  1936. 

Το  παγκόσμιο  λαϊκό  κίνημα  είχε  διαμαρτυρηθεί  και  διακηρύξει  πως  οι  Ολυμπιακοί  Αγώνες,  μια  εκδήλωση  υπέρτατα  ειρηνική,  δεν  επιτρεπότανε  να  γίνουν  στη  Χιτλερική  Γερμανία,  αφού  ετοιμαζόταν  να  εξαπολύσει  στον  κόσμο  την  πιο  βάρβαρη  ανθρωποσφαγή.  Μα  ο  Γρηγόρης  είχε  ακόμα  σκοτάδια  γύρω  από  αυτά  τα  πράγματα. Η  απολιτικότητα  του  Λαμπράκη,  δεν  τον  άφησε  να  εκτιμήσει  το  γεγονός  σ’  όλη  του  τη  βαρύτητα.  Όταν  θα  ιδρυθεί  η  ΕΟΝ, του  Μεταξά,  θα  καταταχτεί  και  αυτός. Τελειώνοντας  το  Πανεπιστήμιο,  κατατάσσεται  στο  στρατό  για  να  υπηρετήσει  τη  θητεία  του.  Ως  ανθυπίατρος  από  τη  Στρατιωτική  Σχολή  της  Σύρας,  στέλνεται  στο  μέτωπο.  Σε  κάποιο  ορεινό  χειρουργείο  συναντά  και  τον  αδελφό  του  Θεόδωρο,  έφεδρο  στρατιωτικό  γιατρό. (Στον  προσωπικό  του  φάκελο  που  διατηρούσε  η  Ασφάλεια,  ως  «επικίνδυνος  κομμουνιστής  κατηγορίας  Γ’», φαίνεται  ότι  : « Δεν  υπηρέτησεν  απηλλάγη  δια  λόγους  υγείας» εφημ. συντακτών  13/5/2017). Γυρνώντας  από  το  μέτωπο, πηγαίνει  πάλι   στο  Μαιευτήριο Έλενα,  όπου  έκανε  από  το  1939  την  ειδικότητά  του  στη  μαιευτική. Στις  27  Σεπτέμβρη  1941  ιδρύεται  το  ΕΑΜ.  Αρχές  του  1943  ο  Λαμπράκης  εντάσσεται  στις  γραμμές  του  και  συμμετέχει στις  μεγάλες  απεργίες  των  νοσοκομείων,  στις  διαδηλώσεις  για  τις  εκτελέσεις  και  σε  διάφορα  συλλαλητήρια.   Στις  12  Ιανουαρίου  του  1946  εκλέγεται  σύμβουλος  του  ΣΕΓΑΣ  και  τον  Δεκέμβριο  του   ίδιου  χρόνου,  πρόεδρος  της  Υγειονομικής  Υπηρεσίας  Αθλητισμού  Ελλάδος  και  αρχίατρος  στην  Πυγμαχική  Ομοσπονδία. Τον  Μάιο  του  1950  γίνεται  Υφηγητής. Τον  Απρίλιο  του  1954 κυκλοφορεί  ο  πρώτος  τόμος  της  Ενδοκρινολογίας.  Αργότερα  θα  κυκλοφορήσει  και  ο  δεύτερος  τόμος.  Λίγο  πριν  από  τον  τραγικό  θάνατο  του,  άρχισε  να  τυπώνεται  και  ο  τρίτος  τόμος,  μα  δεν  πρόλαβε  να  ολοκληρωθεί.  ( Κ. Πορφύρη  «Γρηγόρης  Λαμπράκης  ο  αντρειωμένος»  εκδ.  Βιβλιοθήκη  του  Πρωτοπόρου  1963).                                                                                

Στην  Αθήνα,  ξημερώματα  Κυριακής  21  Απριλίου 1963,  η  προγραμματισμένη  πορεία  ειρήνης ξεκινάει.  Η  αστυνομία  χτυπάει  και  συλλαμβάνει. Ο  Γρηγόρης  Λαμπράκης  φτάνοντας  στον  Μαραθώνα  ξαφνιάζει  τους  πάντες,  ανεβαίνει  στον  Τύμβο,  φωνάζει  « Ζήτω  η  ειρήνη»,  και  ξεδιπλώνει  το  πανό  από  το  Ωλντερμάστον,  που  το  είχε  κρυμμένο  μέσα  στο  κουμπωμένο  σακάκι  και  κατεβαίνει  τα  σκαλιά. Τελικά  θα τον  συλλάβουν
  και  θα  τον  επιβιβάσουν  βιαίως  σε  καμιόνι  και  μετά  από  περιπλάνηση  τρεισήμισι  ωρών  θα  τον  εγκαταλείψουν  στο  Τατόι. Στις  26  Απριλίου,  ο  Γρηγόρης  Λαμπράκης  βρίσκεται  στο  Λονδίνο.  Επισκέπτεται μαζί  με  την  Αμπατιέλου, το  ξενοδοχείο στο  οποίο   διαμένει  η  φρειδερίκη και  ζητάει  ακρόαση. Δεν  γίνεται  δεκτός και αποφασίζει  να  δώσει  συνέντευξη  τύπου,  όπου  δηλώνει  ότι  στην  Ελλάδα  κυβερνάει  όχι  ο  πρωθυπουργός,  ούτε  ο  βασιλιάς,  αλλά  η  βασίλισσα. Γυρίζοντας  πίσω  στην  Ελλάδα  η  Φρειδερίκη,  φαίνεται  πως  είπε  κάτι  σαν:  « Δεν  θα  με  απαλλάξει  κανείς  από  αυτόν»;  Στις  22  Μαΐου  του  1963  θα  γινόταν  στη  Θεσσαλονίκη,  συγκέντρωση  των  Φίλων  της  Ειρήνης  με  κεντρικό  ομιλητή  τον  Γρηγόρη  Λαμπράκη. Η  ομιλία  του  είχε  τίτλο:  «Ειρήνη  και  αφοπλισμός  δια  τον  κόσμο  ολόκληρο  και  την  Ελλάδα».  Αντιφρονούντες  έχουν  περικυκλώσει  το  ξενοδοχείο  που  διαμένει  ο  Λαμπράκης.  Την  ώρα  που  αυτός  κατεβαίνει  από  το  δωμάτιό  του  και  κατευθύνεται  στον  τόπο  της  ομιλίας,  δέχεται  επίθεση. Κάποιος  του  καταφέρνει  ένα  δυνατό  χτύπημα στο  κεφάλι. Οι  αστυνομικοί  που  παραβρίσκονται  εκεί  δεν  αντιδρούν.  Ο  Λαμπράκης  αιμόφυρτος  και  περιστοιχισμένος  από  παρακρατικούς  που  τον  βρίζουν,  φτάνει  στην  αίθουσα. Τα  τηλεφωνήματα  στην  αστυνομία,  από  τα μέλη  της  Επιτροπής  Ειρήνης,  δεν  βρίσκουν  ανταπόκριση. Ο  τραυματίας   δέχεται  τις  πρώτες  βοήθειες  και  καταφέρνει  να  ολοκληρώσει  την  ομιλία  του  με  το:  « Μακάριοι  οι  ειρηνοποιοί,  ότι  αυτοί  υιοί  Θεού  κληθήσονται»,  μέσα  σε  χειροκροτήματα.
Έχει  αρχίσει  να  νυχτώνει.  Ο  Λαμπράκης  βγαίνει  από  το  χώρο  της  ομιλίας.  Θέλει να  διασχίσει  το  δρόμο,  περίπου  100  μέτρα,  για  να  φτάσει  στο  ξενοδοχείο  όπου  διαμένει. « Την  ίδια  στιγμή  απ’  τη  μεριά  του  ξενοδοχείου  ένα  τρίκυκλο  όρμησε  σαν  βολίδα.  Κάποιος που  ήταν  πάνω  στο  τρίκυκλο  τον  χτύπησε  μ’ ένα  σίδερο  στο  κεφάλι,  ο Ζ  κλονίστηκε,  έπεσε,  οι  ρόδες  του  τρίκυκλου  πέρασαν  από  πάνω  του,  τον  έσυραν  κάπου  μισό  μέτρο  και  μία  λίμνη   από  αίμα  σχηματίστηκε  πάνω  στην  άσφαλτο…» ( Βασίλης  Βασιλικός  «Ζ»  σ 158).  Ένας  από  τα  τακτικά  μέλη  του  κακουργιοδικείου  που  δίκασε  τους  κατηγορούμενους,  πρωτοδίκης τότε, ο  κ.  Βασίλης  Λαμπρίδης,  επανέρχεται θέτοντας στο  βιβλίο  του  εκ  νέου  το  ερώτημα  «  ποιος ήταν  εκείνος  που  κατάφερε  το  θανατηφόρο  πλήγμα  στον  Λαμπράκη;»  το  οποίο  όπως  σημειώνει,  «εξακολουθεί  μέχρι  και  σήμερα  να  πλανάται  στον  ορίζοντα  της  Ιστορίας  χωρίς  απάντηση;». Φέρνοντας  στο  φως  ένα  άγνωστο  παρασκήνιο  με  νέες  μαρτυρίες,  ο  συγγραφέας  ενισχύει  την  εκδοχή  όλων  εκείνων  που  υποστήριξαν  και  εξακολουθούν  να  υποστηρίζουν  πως  αυτουργός  της  δολοφονίας  ήταν  ένας  μοίραρχος  της  χωροφυλακής,  ο  οποίος  χτύπησε  τον  Λαμπράκη  με  τη  λαβή  του  περιστρόφου  του  πριν  εκείνος  πέσει  στην άσφαλτο  και  περάσει  από  πάνω  του  το  τρίκυκλο  του  Κοτζαμάνη.  Πρόσωπο  της  αποκάλυψης  του  Λαμπρίδη  είναι  ένας  παρακρατικός,  ο  Γιώργος  Λεονάρδος,  ο  οποίος  συμμετείχε  μαζί  με  «αγανακτισμένους  πολίτες»  το  βράδυ  εκείνο  στην  εναντίον  του  Λαμπράκη  συγκέντρωση,  είδε  από  κοντά  τη  σκηνή  της  δολοφονίας,  κάθισε  στο  εδώλιο  του  κατηγορουμένου και  καταδικάστηκε  σε  φυλάκιση  δέκα  μηνών  για  διατάραξη  της  κοινής  ειρήνης. « Μετά  την  πάροδο  αρκετών  ετών  από  τότε,  και  συγκεκριμένα  το  1996,  συνάντησα  τυχαίως  στην  πόλη  της  Θεσσαλονίκης  τον  Λεονάρδο,  ο  οποίος  ζήτησε  και  πάλι  να  μου  μιλήσει για  κάποια  μυστικά  σχετιζόμενα  με  την  υπόθεση  της  δολοφονίας  Λαμπράκη… Κατά  την  επακολουθήσασα  συνάντησή  μας,  ο  Γεώργιος  Λεονάρδος  μου  αποκάλυψε  ότι  τον  Γρηγόρη  Λαμπράκη  τον  χτύπησε  στο  κεφάλι  με  τη  λαβή  του  περιστρόφου  άτομο  που  βγήκε  αστραπιαία  από  ομάδα  παρακρατικών  ισταμένων  στο  πεζοδρόμιο  της  γωνίας  των  οδών  Ερμού  και  Βενιζέλου. Καθώς  και  ότι  το  περιστατικό  συνέβη  αμέσως  μετά  την  ολιγόλεπτη συνομιλία  του  θύματος  με  τον  αστυνομικό  διευθυντή  Ευθύμιο  Καμουτσή. Συνεχίζοντας  ο  Λεονάρδος  την  εξομολόγησή  του,  μου  είπε  πως  ελάχιστα  δευτερόλεπτα  μετά  την  παραπάνω  βίαιη  επίθεση  κατά  του  Λαμπράκη,  ξεκίνησε  από  την  οδό  Σπανδωνή  το  τρίκυκλο  με  οδηγό  τον  Κοτζαμάνη  και  επιβάτη  τον  Εμμανουηλίδη.  Για  καλύτερο,  μάλιστα,  συντονισμό,  το  τρίκυκλο  ξεκίνησε,  αφού  προηγουμένως  δόθηκε  στον  οδηγό  του,  Κοτζαμάνη,  φωτεινό  σήμα  με  φακό  που  χειριζόταν  άτομο  που  συμμετείχε  στο  έγκλημα… Μου  φανέρωσε  ακόμη πως η  κίνηση  του  τρικύκλου,  που  πράγματι  πέρασε  επάνω  από  τα  πόδια, του  ήδη  πεσμένου  στην  άσφαλτο  Λαμπράκη,  έγινε  για  να  συγκαλυφθεί  η  αλήθεια. Να  θεωρηθεί,  δηλαδή,  ότι  ο  θανάσιμος  τραυματισμός  του  θύματος  προκλήθηκε  από  τροχαίο  ατύχημα… Το  εντυπωσιακό  σε  όλη  αυτή  την  ιστορία  είναι  ότι  την  ίδια  ακριβώς  εκδοχή  για  το  πρόσωπο  που  έπληξε  τον  Λαμπράκη,  καθώς  και  για  το  φονικό  μέσο  που  χρησιμοποίησε,  είχε  αποκαλύψει  σε  μένα  στις  αρχές  του  1967  και  ο  δικηγόρος  Μιχάλης  Τσιτσικλής,  συνήγορος του  Κοτζαμάνη…» ( «Αναμνήσεις  και  εκμυστηρεύσεις  ενός  δικαστή» σ. 102 εκδ.  Ιανός). Στο  δίτομο  έργο  του,  « Επιτελών  το  καθήκον  μου», εκδ. Κέρκυρα και  Νομική  βιβλιοθήκη, 2016, ο  πρώην  Πρόεδρος  της  Δημοκρατίας  και  ανακριτής  στη  δολοφονία  Λαμπράκη,  Χρήστος  Σαρτζετάκης,  περιγράφει  το  χρονικό  της  δολοφονίας  με  κρίσιμες  λεπτομέρειες: «Επιτραπείσης  της  εκείθεν  αποχωρήσεως,  ο  Λαμπράκης… αντελήφθη  δύο  ομάδας  εκ  των  αντιφρονούντων,  εκάστην  εκ  τριών  ή  τεσσάρων  ατόμων,  να  κινούνται  απειλητικώς  εναντίον  του,  εκ  των  εκατέρωθεν  πεζοδρομίων,  η  μία  εξ  αριστερών του,  από  της  οδού  Σπανδωνή,  η  Δευτέρα  εκ  δεξιών  του,  από  του  έναντι  πεζοδρομίου  της  οδού  Ερμού…Την  στιγμήν  ακριβώς  εκείνην  ο  μεν  εκ  των  κατ’  αυτού κινουμένων  εξ  αριστερών  κατηγορούμενος  Εμμανουήλ  Εμμανουηλίδης,  υψώσας  όργανόν  τι,  κατέφερε αυτού  εκ  των  όπισθεν  ισχυρόν  πλήγμα  κατά  της  κεφαλής  του  Λαμπράκη,  συγχρόνως  δε  το  υπό  του  κατηγορουμένου  Σπυρίδωνος  Κοτζαμάνη  οδηγούμενον  τρίκυκλον,  προερχόμενον  εκ  της  οδού  Σπανδωνή,  όπου  εστάθμευε,  επέπεσε  βιαίως  επί  του  Λαμπράκη,  ενώ  επί  του  αμαξώματός  του  φερόμενοι  δύο – τρείς  άλλοι  επήδηξαν  εκτός  αυτού  προς  προστασίαν  και  διευκόλυνσιν  των  δραστών,  εκ  τούτων  Εμμανουήλ  Εμμανουηλίδου  αντιθέτως  εισπηδήσαντος  εντός  του  τρικύκλου,  τούτου  διαφυγόντως  ακολούθως  κατά  την  απαγορευομένην  κάθοδον  της  οδού  Βενιζέλου…».  Με  αφορμή  το  βιβλίο  αυτό του κ. Σαρτζετάκη,  ο  77χρονος  σήμερα,  Λεωνίδας  Κοντουδάκης,  πρώην  στέλεχος  της  ΕΔΑ, αυτόπτης  μάρτυρας  της  δολοφονίας του  Γρηγόρη  Λαμπράκη  εμφανίζεται  στην  Εφημερίδα  των  συντακτών και  δίνει  συνέντευξη  (11/2/2017),  ξεκινώντας  με  το:  « Ήρθα  να  σας  βρω  για  να  μη  μείνει  η  ιστορία  αμαρτύρητη».  Κρατάει  στα  χέρια  του  την  εφημερίδα  Μακεδονία  της  15ης  Οκτωβρίου  1966.  Στο  πρωτοσέλιδό  της  μια  φωτογραφία  του  στρατιώτη,  τότε,  Κοντουδάκη  να  καταθέτει  στη  δίκη  της  δολοφονίας  Λαμπράκη. « Κάποια  στιγμή  ήρθε  μέσα  στην  αίθουσα  ο  Λαμπράκης  με  ένα  καρούμπαλο  στο  κούτελο.  Τον  είχαν  χτυπήσει.  Στην  ομιλία  του  μιλούσε  για  το  φιλειρηνικό  κίνημα,  για  τον  Μπέρτραντ  Ράσελ  και  άλλους.  Διέκοψε  τουλάχιστον  δέκα  φορές  ζητώντας  βοήθεια  από  τον  διοικητή  Χωροφυλακής,  από  τον  εισαγγελέα,  από  τον  νομάρχη… Όταν  τελείωσε  η  ομιλία,  κατεβήκαμε  στην  είσοδο.  Εκεί  ο  αστυνομικός  διευθυντής  μας  πρότεινε  να  μπούμε  σε  ένα  αστικό  λεωφορείο.  Εμείς  αντιδράσαμε,  ήταν  δεδομένο  πως  αν  μπαίναμε  θα  κινδύνευε  η  ζωή  μας  με  τα  τούβλα  που  έριχναν  οι  τραμπούκοι. Μεταξύ  μας  λέγαμε  το  καλαμπούρι  « όχι  άλλο  καρούμπαλο»  για  να  σπάσει  ο  πάγος.  Αυτό  ήταν  το  τελευταίο  χαμόγελο  του  Λαμπράκη. Βγαίναμε  λίγοι  λίγοι.  Ήμασταν  15  μπροστά  από  τον  Λαμπράκη  σαν  εμπροσθοφυλακή  και  άλλοι  τόσοι  από  πίσω  Εκείνη  τη  στιγμή  γυρίζω  και  βλέπω  το  τρίκυκλο  να  τρέχει  δαιμονιωδώς  και  στο  ένα  παραπέτι  να  είναι  πιασμένος  ο  Μανώλης  Χατζηαποστόλου  και  στο  άλλο  ένας  άλλος.  Είχε  τόση  ορμή  το  τρίκυκλο  που  για  τον  Χατζηαποστόλου,  η  στροφή  που  έκανε  το  τρίκυκλο  τον  ευνόησε  και  ανέβηκε  πάνω  στην  καρότσα.  Ο  δε  άλλος  που  ήταν  στο  δεξί  παραπέτι,  έπεσε  κάτω,  έκανε  4-5  τούμπες  και  έσκασε  στα  πόδια  των  γαλονάδων.  Αυτοί  παρέμεναν  ακίνητοι  σαν  να  μην  συμβαίνει  τίποτα…».  Ενώ  ο  Λαμπράκης  βρίσκεται  χτυπημένος  στην  άσφαλτο,  οι  φίλοι  του  αναζητούν  κάποιο  μέσο  για  να  τον  μεταφέρουν  στο  νοσοκομείο.  Δεν  κινείται  τίποτα στην  πόλη.  Η  κυκλοφορία  έχει  απαγορευτεί.  Ένα  αυτοκίνητο  μάρκας  Volkswagen  ( σκαραβαίος)  εμφανίζεται  από  το  πουθενά. Βάζουν  τον  χτυπημένο  βουλευτή  μέσα,  για  να  τον  πάνε  στο  νοσοκομείο. «  Τα  μεσάνυχτα  βρισκόμασταν  έξω  από  την  κεντρική  είσοδο  του  νοσοκομείου,  όταν  εξήλθε  ένας  γιατρός.  Απευθύνθηκε  σε  εμάς,  ρωτώντας  αν  ήμασταν  εκεί  για  τον  Γρηγόρη  Λαμπράκη. Είπε  ότι  χρειαζόταν  έναν  από  εμάς,  επειδή  δεν  επαρκούσε  το  νοσηλευτικό  προσωπικό.  Πήγα  εγώ.  Κατέβηκα  με  το  γιατρό  στο  πρώτο  υπόγειο.  Από  ένα  μακρόστενο  διάδρομο  μπήκαμε  σ’ έναν  κλειστό  θάλαμο…  Στο  βάθος  δεξιά,  ξαπλωμένο   ανάσκελα,  το  σώμα  του  Γρηγόρη  Λαμπράκη. Του  είχαν  κάνει  τραχειοστομία.  Δεν  ήταν  διασωληνομένος,  δεν  είχε  ορό.  Κατά  διαστήματα,  το  στήθος  του  τρανταζόταν  από  ακανόνιστες  εισπνοές  και  εκπνοές.  Ήταν  σε  κωματώδη  κατάσταση… Ο  χώρος  όπου  βρισκόμασταν  δεν  ήταν  θάλαμος  νοσηλείας.  Ούτε  και  τα  κρεβάτια  ήταν  κρεβάτια  νοσηλείας.  Το  κρεβάτι  στο  οποίο  ήταν  ο  Λαμπράκης  αποτελούνταν  από  τρεις  ξύλινες  σανίδες πάνω  σε  δύο μεταλλικά  « Π»,  πιθανότατα  νεκροκρέβατο.  Μάλλον  ήταν  ο  νεκροθάλαμος  του  νοσοκομείου. Η  αναπνοή του  γινόταν  όλο  και  πιο  δύσκολη.  Οι  δυνάμεις  του  άρχισαν  να  τον  εγκαταλείπουν.  Δεν  μπόρεσα  να  αντιληφθώ  το  συντριπτικό  κάταγμα  από  το  σιδερολοστό  στο  πίσω  μέρος  της  κεφαλής  του.  Δεν  αιμορραγούσε.  Περασμένες  πέντε  το  πρωί,  εμφανίστηκε  πάλι  ο  γιατρός.  Μου  είπε  ότι  δεν  με  χρειάζεται  άλλο. ( Θανάσης  Γρέβιας, τότε  φοιτητής της  Νομικής,  μέλος  της  νεολαίας  της ΕΔΑ, στην  Ελευθεροτυπία  22/5/2013). Ο  αριστερός  Μανώλης  Χατζηαποστόλου  (τίγρης),  σε  συνέντευξη  του  στην  ΕΤ3,  λέει  ότι  είναι  σίγουρος  ότι  τον  σκότωσαν κομμουνιστές  και  παρακαλά  τη  δημοσιογράφο να  μεταδώσει  τη  συνέντευξη  αυτή, μετά  το  θάνατό  του,  ώστε  να  μην  υπάρχει  η  παραμικρή  υπόνοια  για  συνδιαλλαγή:   «μέσα  στο  αμάξι  τον  αποτελειώσανε  ή  με  καουτσούκ  ή  με  άμμο.  Επαγγελματικά  στελέχη. Ο  Βέρρος  κι  άλλος  ένας.  Δύο  ήταν  μέσα στο  αμάξι…».ΕΔΩ.  Το  ερώτημα  είναι:  Γιατί  η  αριστερά  να  δολοφονήσει  τον  Λαμπράκη;  Μπορεί  να  μην  ήταν  δικός  τους,  ήταν  όμως  συνεργάτης  τους,  τα  τελευταία  χρόνια. Η  απάντηση  είναι  ότι  η  αριστερά  ψάχνει  για  ήρωες.  Για  άτομα  και  καταστάσεις  που  εμπνέουν  το  λαό.  Όταν  δεν  υπάρχουν,  τότε  τα  κατασκευάζει.  Δεν  είναι  η  πρώτη  φορά:    «Θυμάμαι  ότι  όταν  ο  πρόεδρος  της  ΕΔΑ  τη  ρώτησε  αν  έδειρε  τη  βασίλισσα  και  η  Μπέτυ  επανέλαβε  πως  ούτε  την  άγγιξε,  ο  γερο-Πασαλίδης  τη  συμβούλευσε:  Μη  λες  ότι  δεν  την  χτύπησες.  Ο  λαός  θέλει  να  λες  ότι  τη  χτύπησες!...» ( Αντώνης  Αμπατιέλος  «Μια  ζωή  στον  αγώνα»  σ 218  εκδ.  Σύγχρονη  εποχή 1996).  «  Μας  μάζεψε  ο  Ηλίας  Ηλιού  δύο  μέρες  μετά  και  μας  είπε  προς  τιμήν  του:  “ Δεν  τον  σκότωσε  ο  Καραμανλής,  η  εντολή  ήταν  από  ψηλά”.  Βγαίνοντας  από  το  ασανσέρ  τότε,  έρχεται  τρέχοντας  ο  Μίκης  και  μας  λέει:  “ Μην  τον  ακούτε,  εσείς  θα  λέτε  ότι  τον  σκότωσε  ο  Καραμανλής”.(  Λεωνίδας  Κοντουδάκης, αυτόπτης  μάρτυρας,  στην  εφημ.  Εφ-Συν).  Ο  Παρτσαλίδης  ήταν ηγετικό  στέλεχος  και  βουλευτής  του  ΚΚΕ.  Το  ΚΚΕ  σχεδίαζε  να  τον  δολοφονήσει  για  να  τον  κάνει  « λαϊκό  ήρωα»:  « Τις  ίδιες  μέρες  ήρθαν  στη  Θεσσαλονίκη  και  δύο  κομματικά  στελέχη,  η  Φωφώ,  γιατρός  όπως  λέγανε,  και  ο  Υφαντής  που έγινε  μέλος  του  Π Γ  αργότερα,  με  εντολή  να  οργανώσουν  κομματικό  μηχανισμό  στη  Θεσσαλονίκη  για  λογαριασμό  του  Πολιτικού  Γραφείου  του  ΚΚΕ.  Όπως  είπαν,  είχαν  εντολή  να  συνεργαστούν  μόνο  με  τον  Μ.  Βαφειάδη  για  τη  δουλειά  τους…  Στην  επόμενη  συνάντηση  μου  με  τους  δύο  με  πρωτοβουλία  της  Φωφώς  έγινε  περίπου  ο  εξής  διάλογος:   Φωφώ:  “Τα  πράγματα  σαν  να  δείχνουν  πως  θα  γίνει  αναπόφευκτος  ο  ένοπλος  αγώνας.  Αλλά,  θα  χρειαστεί  να  δημιουργήσουμε  ακόμη  πιο  ζεστή  ατμόσφαιρα  κι  ένα  μέσο  γι’  αυτήν  είναι  να  οργανώσουμε  μία  δολοφονία”.  Νόμισα  πως  γίνεται  λόγος  για  δολοφονία  προσώπου  από  αντίπαλό  μας  και  την  απέκλεισα  με  την   παρατήρηση  πως  “Κι  έτσι  μας  σκοτώνουν  στους  δρόμους.  Εμείς  δεν  θα  ακολουθήσουμε  τις  δικές  τους  μέθοδες.  Εξάλλου  το  αποτέλεσμα  θα ‘ναι  να  σκοτώνουν  ακόμα  περισσότερους” κ.λ.π.  Η  απάντηση  της  Φωφώς  ήταν:  “ Δεν  κατάλαβες,  σύντροφε  Μάρκο.  Δεν  λέγω  να  σκοτώσουμε  αντίπαλο  αλλά  ένα  δικό  μας  από  τους  από  πάνω  και  θα  πούμε  ότι  τον  δολοφόνησε  η  αντίδραση.  Να,  σε  μερικές  μέρες  θα  έρθει  ο  Παρτσαλίδης  εδώ.  Μπορούμε  να  τον  θυσιάσουμε  και  είναι  και  μια  κομματική  προσφορά  κι  αυτή”.  Αγαναχτισμένος  τη  σταμάτησα  λέγοντας  της,  ανάμεσα  στ’  άλλα,  ότι  δεν  είναι  στα καλά της,  διέκοψα  τη  συζήτηση… ο  σύνδεσμος,  μου  έφερε  ένα  σημείωμα  του  Ιωαννίδη,  με  προφορική  εντολή  να  το  στείλω  στον  Ζαχαριάδη  με  τον  ταχυδρόμο  μας,  αφού  το  διαβάσω. Έγραφε  επί  λέξει:  “ Ο  Μάρκος  είναι  καλός αλλά  από  πολιτική  δεν  καταλαβαίνει”!... η  πολιτική  που  δεν  καταλάβαινε  ο  Μάρκος  ήταν  η  συμπεριφορά του  στην  πρόταση  της  Φωφώς  και  του  Υφαντή  που ’ταν  δική  του (του  Ιωαννίδη)  πρόταση  και  το  σημείωμα,  χωρίς  αμφιβολία,  ήταν  απόδειξη  συμμετοχής  και  του  Ζαχαριάδη  σ’ ότι  πήγαιναν  να  σκαρώσουν.» ( Μάρκου  Βαφειάδη  Απομνημονεύματα 1985   τ. Γ,  σ.  157, 158). « Η  δολοφονία  Λαμπράκη  λειτούργησε  χειραφετητικά,  οδηγώντας  στην  εξακτίνωση  της  ΕΔΑ  και  των  οργανώσεών  της  στην  ενδοχώρα και  τη  μαζικοποίηση  του  κόμματος.  Το  καλοκαίρι  του  1964,  50.000  κομματικά  μέλη,  οργανωμένα  σε  2.934  στοιχεία-οργανώσεις  βάσης,  αντιστοιχούν  σε  μια  αύξηση  της  τάξης  του  265%  σε  σχέση  με  τα  μέλη  της  ΕΔΑ,  το  1959-1960».  (Ίδρυμα  της  Βουλής  των  Ελλήνων «Δολοφονία  Λαμπράκη,  η  ιστορική  συζήτηση 50  χρόνια  μετά» σ 110,113).  Ο Γρηγόρης  Λαμπράκης  είναι  γνωστό  ότι  ήταν  ένας  αγωνιστής  της  ειρήνης, με  πλούσια  δράση  στο  κίνημα  ειρήνης,  ήταν  άλλωστε  ιδρυτικό  μέλος  της  ΕΕΔΥΕ   (Ελληνική  Επιτροπή  για  τη  Διεθνή  Ύφεση  και  Ειρήνη)  και  αντιπρόεδρός  της, ήταν  ένας  καταπληκτικός  αθλητής,  (16  μετάλλια  σε  Βαλκανικούς  αγώνες- 9 χρυσά,  εννέα  φορές  πανελληνιονίκης, είχε λάβει  μέρος  στους  Ολυμπιακούς  αγώνες  του  Βερολίνου  το  1936),  ένας  άριστος  επιστήμονας, με  τριάντα  επιστημονικές  εργασίες,  ένας  γιατρός  που  βοήθησε  πολύ  κόσμο,  γι’  αυτό  υπήρξε  δημοφιλής,   αλλά  κομμουνιστής  δεν  ήταν. 
Το  λέει  ο  γιός  του  Θεόδωρος,  που μπήκε  στην  όγδοη  θέση  του  ψηφοδελτίου  της  Ν.Δ  του  Αντώνη  Σαμαρά: «Είμαι  ανεξάρτητος,  δεν  ανήκα  ποτέ  σε  κάποιο  κόμμα,  είμαι  ένας  ελεύθερος  πολίτης.  Αφήστε  που  σιχαίνομαι  τον  “ρατσισμό”  των  χαρακτηρισμών,  δεξιός,  κομμουνιστής  και  πασόκος.  Και  ο  πατέρας  μου  δεν  ήταν  κομμουνιστής.  Συνεργαζόμενος  ήταν  με  την  ΕΔΑ.  Ελεύθερος  άνθρωπος  ήταν,  δημοκρατικός…» (tovima.gr 24/10/2010).  Το ότι  δεν  ήταν  Κομμουνιστής, ο Γρηγόρης  Λαμπράκης,  το  αναφέρει  στο  δικό  του  βιβλίο,  ο  τότε  εισαγγελέας της  δίκης,  Παύλος  Δελαπόρτας:  «Κρίνω  όμως  σκόπιμο  να  διατυπώσω  μια  γνώμη,  για  ένα  πληρέστερο  κατατοπισμό  του  αναγνώστη,  ως  προς  τα  αίτια  του  φόνου  του  Λαμπράκη,  που  αποκόμισα  από  τα  στοιχεία  της  ανακρίσεως  και  από  τη  διαδικασία… Η  γενική  συμπάθεια  για  το  φόνο  του  Λαμπράκη  είναι  επαυξημένη  με  τη  σκέψη,  πως  τον  πέρασαν  και  τον  σκότωσαν  ως  κομμουνιστή,  ενώ  δεν  ήταν  παρά  μόνο  ένας  ειρηνόφιλος.  Πιστεύω  πως  δεν  εκίνησε  τα  φονικά  χέρια  που  σκότωσαν  τον  Λαμπράκη  μία  τέτοια  λανθασμένη  εκτίμηση,  πως  ήταν  κομμουνιστής.  Αλλά  έχω  τη  βεβαιότητα  πως  τον  σκότωσαν  ακριβώς  και  μόνο  γιατί  ήταν  ειρηνόφιλος  και  μάλιστα  επικίνδυνος  ειρηνόφιλος,  ιδίως  όταν  μετά  την  πορεία  του  στο  Μαραθώνα,  άρχισε  να  κάνει  έργο  του  αποστολικές  πορείες,  όπως  στη  Θεσσαλονίκη,  με  φλογερά  αντιπολεμικά  και  φιλειρηνικά  συνθήματα,  και  τελείωσε  με  το  μακαρισμό  του  Χριστού,  “Μακάριοι  οι  ειρηνοποιοί…”  Αυτούς  που  έβαλαν  τους  υποτακτικούς  τους  να  βάλουν  άλλους  κι  εκείνοι  άλλους  και  οι  τελευταίοι  άλλοι  να  βάλουν  τους  φονείς  του  Λαμπράκη  να  “ερεθιστούν”,  να  «αγανακτήσουν»  και  να  τον  σκοτώσουν,  δεν  τους  πειράζει  ο  κομμουνισμός και  οι  κομμουνιστές.  Ίσια  ίσια  που  τους  θέλουν  για  να  δικαιολογούν  τις  αέναες  πολεμικές  προπαρασκευές. Προφασίζονται  πως  αγανακτούν  εναντίον  των  κομμουνιστών  και  εξισώνουν  με  τους  κομμουνιστές  τους  φίλους  της  ειρήνης  για  να  κρύψουν  την  πραγματικότητα.  Γιατί  ο  κυνισμός  τους  δεν  έφτασε  ακόμα  στο  σημείο  να  σκοτώσουν  ένα  φιλειρηνιστή..» ( «Το  σημειωματάριο  ενός  Πιλάτου» σ 259,260 εκδ.  Θεμέλιο  1980).  

Μέσα  από  τις  σελίδες  του  βιβλίου του  καθηγητή  ιατρικής  Νικολάου  Λούρου,  μαθαίνουμε  ότι  όχι  μόνο  δεν  ήταν  κομμουνιστής,  ο  Γρηγόρης  Λαμπράκης,    αλλά  συνεργάστηκε  και  με  τον  Αντιπρόεδρο,  της  πρώτης  δωσίλογης  Κατοχικής  Κυβέρνησης  του  Στρατηγού  Γεωργίου  Τσολάκογλου, καθώς  και  Υπουργό  Υγείας  και  Παιδείας  της  ίδιας  Κυβέρνησης, Λογοθετόπουλο:  «Ύστερα  από  λίγο,  πήραν  από  τον  Κόκκαλη  και  από  μένα  τις  διευθύνσεις  των  Κλινικών  του  «Αρεταιείου».  Σχεδόν  ταυτόχρονα,  ο  Λογοθετόπουλος  διέλυσε  παράνομα  το  Διοικητικό  Συμβούλιο  του  Μαιευτηρίου  «Μαρίκα  Ηλιάδη»  και  εγκατέστησε  εκεί  το  Δημόσιο  Μαιευτήριο  με  όλο  το  επιτελείο  του,  αφού  με  έδιωξε  φυσικά  από  τη  διεύθυνση… Τα  αποχαιρετιστήρια  στο  Μαιευτήριο  «Μαρίκα  Ηλιάδη»  ήταν  συγκλονιστικά. Οι  περισσότεροι  από  τους  συνεργάτες  μου  παραιτήθηκαν,  εκτός  από  έναν  νέο  υποβοηθό,  που  τον  είχα  συμπαθήσει  για  την  αθλητική  του  προϊστορία,  αυτός  έμεινε  και  συνεργάστηκε  με  τον  Λογοθετόπουλο.  Ο  νέος  ονομαζόταν  Γρηγόριος  Λαμπράκης!...» («Χτες»  σ  201  εκδ. Ελληνική  Παιδεία 1981). Για  το  πώς  ασχολήθηκε  με  την  πολιτική  ο  Λαμπράκης  εξηγεί  η  σύζυγός  του  Ρούλα: « Ο  αδελφός  του  Θεόδωρος  είχε  εκλεγεί  βουλευτής  Πειραιώς  και  νήσων,  ο  οποίος  ένα  χρόνο  μετά  πέθανε.  Προφανώς  μπήκε  η  ιδέα  του  Γρηγόρη  να  πολιτευθεί.  Καταρχάς  πήγε  στην  Ένωση  Κέντρου  για  να  κουβεντιάσει,  να  τον  πάρουν  στο  Κόμμα,  αλλά  δεν  τα  βρήκαν  και  πήγε  στην  ΕΔΑ,  ως  συνεργαζόμενος» ( ΕΤ3  Αληθινά  σενάρια  21/5/2013). Το  λόγο  όμως  για  τον  οποίο  «δεν  τα  βρήκαν» τον  μαθαίνουμε  από  την  εφημερίδα  «δημοκρατία»:  «Στο  Μουσείο  Μαραθώνα  Αττικής  εκτίθενται  προσωπικά  αντικείμενα  του  βουλευτή  και  ορισμένα  χειρόγραφά  του. Σε  ένα  από  αυτά,  μου  λένε,  ο  Λαμπράκης  εμφανίζεται  να  λαμβάνει  την  απόφαση  να  πολιτευθεί  με  την  Αριστερά,  απογοητευμένος  από  τη  στάση  της  Ένωσης  Κέντρου  και  της  ΕΡΕ,  στις  οποίες  αποτάθηκε  αρχικώς  για  να  τον  περιλάβουν  στα  ψηφοδέλτιά  τους.  Λέγεται  ότι  τα  δύο  κόμματα,  της  Δεξιάς,  αλλά  και  του  Κέντρου,  ζήτησαν  χρήματα  από  τον  γιατρό  προκειμένου  να  περιλάβουν  στα  ψηφοδέλτιά  τους  και,  επειδή  εκείνος  αρνήθηκε,  απογοητευμένος  στράφηκε  προς  την  ΕΔΑ.  Δεν  ήταν  δηλαδή  αριστερός  εξ  αρχής…».


Ενώ  η  δίκη  για  τη  δολοφονία  του  Λαμπράκη  συνεχιζόταν,   η  δικογραφία  βρέθηκε  στα  χέρια  της  ΕΔΑ,  η  οποία  με  τη  σειρά  της  την   έδωσε  στο  συγγραφέα  Βασίλη  Βασιλικό,  για  να  γράψει  ένα  βιβλίο,  το  οποίο  έπρεπε  να  τελειώσει  πριν  από  τη  λήξη  της  δίκης  «προκειμένου  να  επηρεάσει  τους  δικαστές... Ένα  υλικό  άκρως  απόρρητο  τότε  και  τώρα..».  Άκρως  απόρρητο  τότε,  ναι,  τώρα  γιατί; Ποιους  καλύπτουν;  Αφού  μετά  από  54  χρόνια,  σχεδόν  όλοι  οι  πρωταγωνιστές  δεν  βρίσκονται πια  στη  ζωή.  Παρακράτος  δεν  υπάρχει  πλέον,  ούτε  Ανάκτορα  υπάρχουν,  « Η ιστορική  έρευνα  δεν  έχει  πλήρως  αποκαλύψει  τα  βαθύτερα  αίτια  και  τη  μεθόδευση  της  δολοφονικής  επίθεσης  κατά  του  Γρ.  Λαμπράκη  στη  Θεσσαλονίκη… Από  την  άποψη  αυτή  φαίνεται  πιθανότερη  η  εκδοχή,  κεφαλή  της  συνομωσίας  και  εκτέλεσης  του  σχεδίου  να  ήταν  τα  Ανάκτορα.» (Δοκίμιο  ιστορίας  του  ΚΚΕ τ. Β’  σ.467). Ο  στρατηγός, Βαρδουλάκης,  αρχηγός  χωροφυλακής,  είχε  αναλάβει  μετά  τη  δολοφονία, τη  διοικητική  έρευνα  για  τις  ευθύνες  των  αστυνομικών.  Μετά  από  πολλά  χρόνια  όταν  συνάντησε  τον  Ανδρέα  Παπανδρέου,  του  εκμυστηρεύτηκε ότι  « ο  Λαμπράκης  σκοτώθηκε  κατά  λάθος,  είχε  δοθεί  απλώς  η  εντολή  από  τη  βασίλισσα  Φρειδερίκη  να  τον  στραπατσάρουν». Αλλά  και  ο  παρακρατικός  Λεονάρδος  είχε  αποκαλύψει εγγράφως, στον  τότε  δικαστή  Λαμπρίδη:  « η  υπόθεση  πρέπει  να  στοίχισε  50.000.000  λίαν  επιικώς  διότι  έχουν  δοθεί  τεράστια  ποσά  και  για  την  εξαγορά  μαρτύρων  και  συνιδίσεων  και  όλα  αυτά  μέχρι  δραχμή  τα  πλήρωσε  η.  και  το  συμπέρασμα  έρχαιτε  μόνο  του  αν  δεν  είχε  τον  κόλο  της  βρεγμένο  και  να  φοβότανε  για  τα  χιρότερα  δεν  θα  πλήρωνε  αυτά».

 «…Το  έγκλημα  είχε  γίνει  δίπλα  από  το  πατρικό  μου  σπίτι στη  Θεσσαλονίκη  διακόσια  μέτρα  απόσταση», λέει  ο  συγγραφέας  του  «Ζ» Βασίλης  Βασιλικός,    «Δεν  είχα  όμως  σκοπό  να  γράψω  βιβλίο.  Το  έναυσμα,  την  ώθηση,  το  σπρώξιμο  μου  το  έδωσε  ο  φίλος  μου,  εκ  των  κορυφαίων  στελεχών  της  ανανεωτικής  ΕΔΑ,  Δημήτρης  Δεσποτίδης.  Ήταν  ο  άνθρωπος  που  με  ενέπνεε.  Ό,τι  μου  ζητούσε  να  γράψω ( μάνες  πολιτικών  κρατουμένων,  σκουπιδότοπος,  κ.τ.λ.)  το  εκτελούσα  με  χαρά  και  πάθος… Τα  παρακολουθούσα  όλα,  είχα  ανέβει  κι  εγώ  στη  Θεσσαλονίκη  για  επιτόπια  έρευνα  στη  γειτονιά  μου,  ώσπου  μια  μέρα  ο  ίδιος  ο  Δημήτρης  Δεσποτίδης  μου  έφερε  με  ένα  καμιονάκι  και  ξεφόρτωσε  σπίτι  μου  περίπου  σαράντα  κούτες  με  το  φωτοτυπημένο  προανακριτικό  υλικό.   Άκρως  απόρρητο  τότε  και  τώρα.  Υπάρχει  ωστόσο  κατατεθειμένο  στα  αρχεία  μου  που  βρίσκονται  στο  Πανεπιστήμιο  της  Βοστώνης,  μαζί  με  τα  αρχεία  του  Άρθουρ  Μίλερ,  της  Οριάνας  Φαλάτσι,  του  Τέννεσυ  Ουίλιαμς  και  δεκάδων  άλλων  συγγραφέων  του  πλανήτη.  Το  πώς  το  απέκτησε  δεν  τον  ρώτησα  ποτέ.  Δεν  θέλησα  ποτέ  να  το  μάθω…  Ξενέρισα  μετά  από  δύο  χρόνια.  Μα  το  βιβλίο  δεν  μπορούσα  να  το  ξεκινήσω.  Ωρίμαζε  μέσα  μου,  αλλά  το  «κλικ»  δεν  γινόταν… Στην  πρώτη  μου  συνέντευξη  στην  ερώτηση  του  δημοσιογράφου¨ “τι  σας  έκανε  να  το  γράψετε;”  απάντησα  θρασύτητα  “ για  να  επηρεάσω  τους  δικαστές”. Στην  παρατήρηση  φίλου  “καλά  αυτά  τα  ξέρουμε  από  τις  εφημερίδες,  γιατί  έγραψες  ολόκληρο  βιβλίο;”  η  απάντησή  μου  ήταν,  “ναι,  εμείς  τα  ξέρουμε,  αλλά  πού  θα  τα  βρει  κανείς  σε  30  χρόνια;…”. ( toperiodiko.gr). Ο  Χρ.  Σαρτζετάκης  επικρίνει  τον  συγγραφέα  Βασίλη  Βασιλικό,  εξαπολύοντας  εναντίον  του  βολές  για  την  απόφασή  του  να  χαρακτηρίσει  μυθιστόρημα,  το  βιβλίο  που  έκδωσε  το  1966  με  τον  τίτλο  « Ζ»:  «  Το  βιβλίον  αυτό  περιλαμβάνει,  υπό  λογοτεχνικήν  μορφήν,  διάφορα  στοιχεία-στιγμιότυπα  εκ  της  δολοφονίας  Λαμπράκη  και  της  διεξαχθείσης  σχετικώς  δικαστικής  ανακρίσεως,  δυνάμενα  να αντληθούν, ακόμη  και  κατά  λέξιν παρατιθέμενα,  μόνον  από  σώμα  της  όλης  δικογραφίας,  το  οποίον  προφανέστατα  και  θα  είχεν  υπ’  όψιν  του  ο  συγγραφεύς… Επομένως, παντελώς  ανακριβής και  αστήρικτος  είναι  ο  είς τον  υπότιτλον  του  προκειμένου  βιβλίου  σημειούμενος  κομπασμός  του  συγγραφέως του,  ότι  πρόκειται,  δήθεν,  δια…φανταστικό  ντοκιμαντέρ  ενός  εγκλήματος  εκτός  άλλων  και  με  παρασιώπησιν  του  καταδήλου, ότι  εις  την  δολοφονίαν  Λαμπράκη  και  την  ακολουθήσασαν δικαστικήν ανάκρισιν το βιβλίον  ανεφέρετο!..». Η  μάχη που  έδωσε  ο  Γρηγόρης  Λαμπράκης  για  τη  ζωή  του,  κράτησε  πέντε  ημέρες.  Στις  27  Μάη  του  1963,  αφήνει  την  τελευταία  του  πνοή,  σε  ηλικία  51  ετών. Ο  θάνατός  του  προκάλεσε  αγανάκτηση  στη  κοινή  γνώμη  και  διεθνή  κατακραυγή. Την  επομένη,  ένα  πλήθος  500.000 χιλιάδων  ανθρώπων,  συγκεντρώθηκε  στο  Α’ Νεκροταφείο  για  το  «Ύστατο  χαίρε». Ανάμεσά  τους  και  η  70χρονη Σταυρούλα  Ζυγούρη, μητέρα  του  πολιτικού  κρατούμενου  Νίκου  Ζυγούρη  και  τεσσάρων ( ή  δυο),  άλλων  παιδιών  που  εκτελέστηκαν  από  τους  Γερμανούς.  Αυτοσχεδίασε  μπροστά  στο  νεκρό  του  Λαμπράκη,  ένα  μοιρολόι,  απόσπασμα  του  οποίου  δημοσιεύτηκε  στο  περιοδικό  «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ» τχ. 101/ 5-1963.





Η  εξόριστη  ηγεσία  του  ΚΚΕ,  εκτίμησε, ότι  η  κηδεία  του  Λαμπράκη  έπρεπε  να  μετεξελιχθεί  σε  λαϊκή  εξέγερση.  Σύσσωμη  η  ηγεσία  της  ΕΔΑ, όμως δεν  επέτρεψε  να  εκδηλωθεί  αυτός  ο  εξτρεμισμός.  Είναι  η  πρώτη  φορά  που  η  ΕΔΑ  σήκωσε  κεφάλι  απέναντι  στο  ΚΚΕ. Με  την  άρνησή  της  να  υιοθετήσει  την πολιτική  μιας  εξέγερσης  με  τις πάνοπλες  και  αριθμητικά  ενισχυμένες,  την ημέρα  της  κηδείας,  αστυνομικές  δυνάμεις,  απέτρεψε  ένα  νέο  φόρο  αίματος  για  την  Αριστερά. Σύμφωνα  με  την  ηγεσία  του  ΚΚΕ  «στον  χειρισμό  από  την  ΕΔΑ της  όλης υπόθεσης  και  ιδιαίτερα  στην  κηδεία  του  Λαμπράκη  δεν  εμφανίστηκε  ο  ηγετικός  ρόλος  της  Αριστεράς  και  δεν  τονίστηκε  ο  αντικαραμανλικός,  αντικυβερνητικός  χαρακτήρας  αυτής  της  εκδήλωσης.  Ήταν  μια  εκδήλωση  ειρηνική,  λεγκαλιστική,  οπορτουνιστική  και  ηττοπαθής.  Η  κηδεία  έπρεπε  να πάρει  τη  μορφή  μαχητικών  εκδηλώσεων  και  συγκρούσεων  με  την  Αστυνομία  μέχρι  την πτώση  της  κυβέρνησης  Καραμανλή…». Το  2013,  το  Ίδρυμα  της  Βουλής  των  Ελλήνων,  οργάνωσε  ένα  επιστημονικό  συνέδριο  με  τη  συμμετοχή  ερευνητών,  που  επιχείρησαν  να  φωτίσουν  σκοτεινές  πτυχές  του  παρακράτους  που  σχετίζονται  με  την  πολιτική  δολοφονία. Τα  πρακτικά  της  ημερίδας  κυκλοφόρησαν  σε  βιβλίο  με  τίτλο  «Δολοφονία  Λαμπράκη,  η  ιστορική  συζήτηση 50  χρόνια  μετά».  Το  συμπέρασμα  των  επιστημόνων  ήταν  ότι  δεν  υπάρχουν  οριστικά  στοιχεία  για  τους  δράστες  και  τους  οργανωτές  της  πολιτικής  δολοφονίας.  Όλα  είναι  ανοιχτά  στην  ιστορική  έρευνα.
Τα  τελευταία   λόγια, του  Γρηγόρη  Λαμπράκη, στη  συγκέντρωση  της  Θεσσαλονίκης,  θα  συντροφεύουν  αιώνια  τη  μνήμη  του: « Μακάριοι  οι  ειρηνοποιοί,  ότι  αυτοί  υιοί  Θεού  κληθήσονται».

(Αποσπάσματα  από  τέσσερα προσωπικά ημερολόγια  του  Γρ. Λαμπράκη,  στο  περιοδικό  ΔΡΟΜΟΙ  της  Ειρήνης, τεύχη  5,6,7,8 /1963  ΕΔΩ


Πανδημοκρατικό  Αγροτικό  Μέτωπο  Ελλάδας ( ΠΑΜΕ)

Το  ΠΑΜΕ  ήταν  συνδυασμός,  ο  οποίος  προέκυψε  ως  εκλογική  συνεργασία  της  ΕΔΑ,  με  το  Εθνικό  Αγροτικό  Κόμμα  (ΕΑΚ). Προκειμένου  να  μην  αναδειχτεί  και  πάλι  η  ΕΔΑ  σε  αξιωματική  αντιπολίτευση,  όπως  συνέβη  στις  προηγούμενες  εκλογές  του  1958,  ψηφίστηκε  ένα  εκλογικό  σύστημα,  βάσει του  οποίου  στη  δεύτερη  κατανομή  θα  μετείχαν  μόνο   όσα  αυτοτελή  κόμματα  θα  συγκέντρωναν  τουλάχιστον  το  15%  του  συνόλου  των  ψήφων,  ενώ  το  ποσοστό  αυτό  αυξανόταν  στο  25%  για  συνασπισμό  δύο  κομμάτων.  Στις  εκλογές  του  Οκτώβρη  του  1961  το  ΠΑΜΕ  ( ΕΔΑ+ ΕΑΚ), ήρθε  τρίτο  με  24  έδρες  από  τις  οποίες 2  πήρε το  ΕΑΚ.   Ως  ανεξάρτητοι  εκλέχτηκαν   ο  Γρηγόρης  Λαμπράκης  και  ο  Ηλίας  Μπρεδήμας. ( Γεώργιος  Αλεξάτος,  «Ιστορικό  Λεξικό  του  Ελληνικού  Εργατικού  Κινήματος»  2008,  σ.335).  Πρώτος  από  τον  συνασπισμό  του  ΠΑΜΕ βγήκε  ο  Αντ.  Μπριλλάκης  με  14.168  ψήφους.  Ο  Λαμπράκης  βγήκε  δεύτερος  με  2.559  ψήφους.  Η  μεγάλη  διαφορά  ψήφων  με  τον  Μπριλλάκη,   που  πήρε  περισσότερους  σταυρούς  και  από  τον  προπορευόμενο  της  ΕΡΕ,  Ανδριανόπουλο,  τον  είχε  στενοχωρήσει,  επειδή  πίστευε  πως  έγινε  πριμοδότηση  από  την  ΕΔΑ  στον  πρώτο  εκλεγμένο. (Σωτηροπούλου- Τριγάζης  «Παρασύνθημα  Λαμπράκης» 2003,   σ.153). Στο  βιβλίο « Μαύρη  βίβλος-το  εκλογικό  πραξικόπημα  της  29ης  Οκτωβρίου» εκδ. της  ΕΔΑ 1962, ΕΔΩ περιγράφεται  το  περιβάλλον  τρομοκρατίας  που  ζούσαν  οι  υποψήφιοι  βουλευτές της ΕΔΑ κατά  την  προεκλογική  τους  εκστρατεία. Αναφέρονται  επιθέσεις  με  σοβαρούς  τραυματισμούς,  από  πέτρες,  καδρόνια,  μέχρι  και  τενεκέδες,  πετούσαν  οι  τραμπούκοι  προκειμένου  να  διαλύσουν  τις  συγκεντρώσεις. Αυτοκίνητα  υποψηφίων  βουλευτών  καταστρέφονται,  ενώ  οπαδοί  της  ΕΔΑ  συλλαμβάνονται  και  κακοποιούνται  από  την  Αστυνομία:  «Ο  υπομοίραρχος  Καρυστινός,  υπηρετών  στο  Κρανίδι,  περιέρχεται  τα  χωριά,  προπαγανδίζει  υπέρ  της  ΕΡΕ,  απειλεί  τους  πολίτες  ότι  θα  τους  δώσει  ο  ίδιος  σταυρωμένα  ψηφοδέλτια,  εκτύπησε  τον  πολίτη  Κομμά  και  ηπείλησε  άλλους  πολίτες  μέσα  στο  γραφείο  του,  ότι  θα  τους  βγάλει  τα  έντερα.  Στούς  υποψήφιους  του  ΠΑΜΕ  ο  ίδιος  υπομοίραρχος  εδήλωσε  ότι  δεν  δύναται  να  τηρήσει  την  τάξιν!». Ακόμα  και  η  λέξη  «πάμε»  απαγορευόταν  σε  κάποιες  περιπτώσεις: « Στη  Χίο,  εδάρη  αγρίως  εντός  του  Σταθμού  Χωροφυλακής  Βαρβάτου, ο  Ευαγγ.  Ανδρεαδάκης  γιατί  είπε  «πάμε  παιδιά». Στα  ΚΤΕΛ  Πειραιά  αναρτήθηκε  η  παρακάτω  ανακοίνωση.