Πέμπτη 29 Ιουνίου 2017

Των Αγίων Αποστόλων, μια γραπτή ανάμνηση..


Ήρα Φραγκούλη- Βελλέ

                                     ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
Θα πάρω τη σειρά του αγαπητού Γιάννη Σπετσιώτη για τις γιορτές στα εξωκκλήσια της Ερμιόνης δημοσιεύοντας  μια γραπτή ανάμνηση του πατέρα μου, σαν μνημόσυνο στη γιορτή και τη μνήμη του.

         « …..Τον καιρό της γερμανικής Κατοχής που όλη η Ελλάδα είχε περάσει στην Αντίσταση, το ίδιο είχε γίνει και στην επαρχία μας , όπου είχε επικρατήσει το ΕΑΜ. Και όταν τον Ιούνιο του  1944 οι Γερμανοί  κατέβηκαν να κάνουν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, όλοι όσοι είχαμε υπεύθυνες θέσεις και μας καταζητούσαν, διασκορπιστήκαμε όπου μπορούσαμε. Και έτσι άλλοι μεν ακολούθησαν το αντάρτικο, άλλοι κρύφτηκαν σε σπηλιές, άλλοι κατέφυγαν στην Ύδρα και το Δοκό. Μαζί  μ΄ αυτούς που πήγαν στο Δοκό ήμουν κι εγώ, γιατί ως υπεύθυνο του Λαϊκού επισιτισμού που ήμουν, καταζητούσαν και μένα.
Στο Δοκό μαζί με τους συντρόφους μου μείναμε μια βδομάδα.
 Μια βραδιά διαφωνήσαμε κι εγώ έφυγα από κοντά τους και κοιμήθηκα μόνος. Κι αυτό, επειδή δεν έγινε δεκτή η πρότασή μου, να μην κοιμόμαστε μαζί στο ίδιο μέρος, γιατί, αν καμιά φορά μας πιάνανε οι Γερμανοί  θάμασταν όλοι μας χαμένοι, ενώ αν είμαστε σκορπισμένοι θα έπιαναν ένα- δυο και οι άλλοι θα μπορούσαν να σωθούν. Πάνω σ αυτό το θέμα διαφωνήσαμε και τότε εγώ τους καληνύχτισα και πήγα σ άλλο μέρος και κοιμήθηκα μονάχος.

 Τη νύχτα λοιπόν εκείνη ήλθε απεσταλμένος από την Ερμιόνη με μια βάρκα να μας πάρει γιατί οι Γερμανοί είχαν φύγει πλέον και μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω στην πόλη. Φεύγοντας οι σύντροφοί μου γύρεψαν να με  ‘βρουν αλλά δε με βρήκαν. Να φωνάξουν ήταν αδύνατο αλλά και επικίνδυνο γιατί καμιά φορά και οι τοίχοι έχουν αυτιά, δεν ξέραμε τι γινόταν γύρω μας. Και έτσι αυτοί μεν έφυγαν εγώ δε έμεινα μόνος.
Την άλλη μέρα όταν ξύπνησα και τους αναζήτησα, δεν τους βρήκα πουθενά. Αναγκάστηκα και πήγα στον άνθρωπο που μας έκρυβε και μας τροφοδοτούσε, αλλά μόλις με αντίκρυσε μου είπε με σιγανή φωνή:

-Γιατί δεν έφυγες εσύ;  Κι εγώ απορώντας:

- Πού να πάω;
Τότε αυτός με ενημέρωσε για όλα τα διατρέξαντα και τελειώνοντας μου είπε:

-Να, πάρε αυτό το ψωμί και αυτό το τυρί και φύγε, πήγαινε στον κρυψώνα που ξεύρουμε. Κάνε γρήγορα όμως, μήπως μας δει κανα μάτι και τότε χαθήκαμε, γιατί προχθές ήλθαν στο νησί Γερμανοί και μας είπαν πως, όποιος κρύβει ή υποθάλπει αντάρτες ή κομμουνιστές,  ξεύρετε, τι τον περιμένει, κρεμάλα σ’ αυτόν και φωτιά στο σπίτι του. Πήγαινε, σε παρακαλώ και μην ξανάρθεις από δώ.
Ο άνθρωπος είχε δίκιο και το άδικο ήταν δικό μου, που δεν έφυγα μαζί με τους άλλους. Πήρα το ψωμοτύρι μου και έφυγα.

Στο δρόμο που πήγαινα για τον κρυψώνα σκεπτόμουν: αν τυχόν μας είδε κανένα μάτι και μας προδώσει ,τι θα γίνει; Κι αν τον άνθρωπο  αυτόν τον πιάσουν οι Γερμανοί ή οι Ταγματασφαλίτες και τον τσιτώσουν να μαρτυρήσει; Συνηθισμένα πράγματα στην εποχή αυτήν όλα αυτά. Σκέφθηκα λοιπόν και αποφάσισα να αλλάξω κρυψώνα και να κόψω κάθε επαφή με τον άνθρωπο αυτόν. Πήγα κι έπιασα άλλο στέκι προς το μέρος του Μπογαζιού  ( Δοκός- Μουζάκι) και κρυβόμουν εκεί με την ελπίδα να περάσει καμιά βάρκα και να την παρακαλέσω να με πετάξει απέναντι στο Μουζάκι.

Πέρασαν δυο μέρες χωρίς να γίνει τίποτε. Μερικά ψαροκάικα που πέρασαν, αν και τους έκανα σινιάλο, ούτε έδωσαν σημασία. Στο μεταξύ το ψωμοτύρι σώθηκε, τι θα γίνει τώρα; Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν άρχισα πια άλλη τροφή: Τρεφόμουν με ό,τι θαλασσινό τρωγόταν ζωντανό, δηλαδή αχινούς, καβούρια, πεταλίδες, γαρίδες, και με άγρια χόρτα, όσ’ αυτά τρωγόσαν ζωντανά. Και όπως ήταν φυσικό, όλα αυτά τα θαλασσινά με έφεραν μεγάλη δίψα, νερό είχα αρκετό, αλλά όπως ξέβρουμε όλοι τα νερά του Δοκού είναι γλυφά. Έπινα νερό, φούσκωνε η κοιλιά αλλά η δίψα, δίψα. Την τέταρτη μέρα το κακό παράγινε, γιατί κοντά στην πείνα μ’ έπιασε και ευκοιλιότης, ίσως από τα άβραστα αυτά που έτρωγα, ή από το πολύ γλυφό νερό που έπινα.  

Μια μέρα ψάχνοντας να βρω κανα χόρτο να φάγω έπεσα πάνω σ’ ένα ερημοκκλήσι και σκέφθηκα, ας μπω μέσα να προσκυνήσω- είχα απελπιστεί πια. Μπήκα μέσα και τι βλέπω; Το ερημοκκλήσι αυτό ήταν οι Άγιοι Απόστολοι! Μάλιστα. Στο δυτικό μέρος του Δοκού προς το Μουζάκι υπάρχει το εξωκκλήσι αυτό. Αφού προσκύνησα πρώτα, έπειτα έκανα το ΤΑΜΑ, αν ποτέ γύριζα στην Ερμιόνη να επισκεύαζα το ετοιμόρροπο εκκλησάκι τους εκεί.
 Την έκτη ημέρα το πρωί όταν ξύπνησα, είδα μια βάρκα απέναντι στο Μουζάκι. ‘Εκανα σινιάλο φωνάζοντας και τότε ακούω μια φωνή να μου λέει σιγανά: « μη φωνάζεις, για σένα έρχομαι». Ήταν ο γερο- Φολόκας τον οποίο είχε στείλει η γυναίκα μου για να με πάρει. Σε δυο ώρες και με πολλές προφυλάξεις ήμουν κι εγώ σε κακό χάλι στην Ερμιόνη.

 Στο Δοκό έμεινα οκτώ μέρες μαζί με τους συντρόφους μου και έξι μέρες μονάχος. Τα όσα δε τραγικά συνέβησαν στην Ερμιόνη κατά τη διάρκεια της απουσίας μου έχω εξιστορήσει στο βιβλίο μου «Ημερολόγιο της Εθνικής Αντίστασης»

 Ο πόλεμος τελείωσε, η ειρήνη υπογράφτηκε και οι δουλειές ξανάρχισαν και εγώ ευχαριστώντας τους Αγίους Αποστόλους  άρχισα να επισκευάζω το  ναϊσκο τους.

Από τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι να κάνουμε λειτουργία με αρτοκλασία. Πολύ πρωί οι γονείς μας  μάς καβαλούσαν στα καπούλια των γαϊδουριών και ανεβαίναμε στο λοφίσκο που είναι χτισμένο το ξωκκλήσι αυτό. Και αφού θαυμάζαμε πρώτα- πρώτα την ανατολή του ηλίου έπειτα αρχινούσε η θεία λειτουργία που κοινωνούσαμε όλοι. Στο τέλος της λειτουργίας θα πίναμε τον καφέ μας μαζί με όλο το εκκλησίασμα ,θα τρώγαμε το σχετικό κολατσιό και έπειτα καβάλα στα καπούλια των γαϊδουριών για τι σπίτι πια.

 Με αυτές τις αναμνήσεις άρχισα λοιπόν την επισκευή του ναού, αφού κάναμε και έναν έρανο, με την προσωπική εργασία και του παπα- Μιχάλη Νάκου ιερέως και του φίλου Δημητρίου Τράκη.

Αντικαταστήσαμε μερικούς ξυλοδοκούς στη στέγη και κεραμίδια, πετάξαμε το σάπιο από τα νερά ξύλινο τέμπλο, και κατασκευάσαμε ένα από τούβλα. Ανοίξαμε μια πόρτα στο ιερό του ναού προς νότον για να εξυπηρετείται ο παπάς απ έξω, σοβαντίσαμε τα φουσκαλιασμένα από την υγρασία τοιχώματα και τέλος φτιάξαμε και το καμπαναριό.

Καθώς όλα αυτά έγιναν με πρωτοβουλία δική μου, μερικοί καλοθεληταί φίλοι μου μού έλεγαν πειραχτικά αλλά χωρίς κακία:

-         Τι έπαθες εσύ, κομμουνιστής ων, να καταπιάνεσαι με εκκλησίες! Και μάλιστα με ζήλο και πολυτέλεια, αφού έφτασες στο σημείο να φτιάξεις και  καμπαναριό που μοιάζει σαν μια χελιδονοφωλιά πάνω στη στέγη χωρίς τα πουλιά της, αφού δεν έχει την καμπάνα του!

      Στα καφενεία όταν σμίγαμε πάντα τα ίδια και τα ίδια.

Ώσπου μια μέρα τα λόγια αυτά έφτασαν στα αυτιά του αγαπητού Ευαγγέλου Ψαρούδα, υποναυάρχου του πολεμικού Ναυτικού, ο οποίος απεφάσισε και έφτιαξε μια καμπάνα και δυο μπρούτζινα μανουάλια, τα οποία αφιέρωσε στους Αγίους Αποστόλους. Με τη δωρεά αυτή απέκτησε το καμπαναριό την καμπάνα του ή αν προτιμάτε η χελιδονοφωλιά τα πουλάκια της.

Το έργο μας ολοκληρώθηκε και πάψανε τα πειράγματα των αγαπητών φίλων μου.

Πολλά χρόνια πέρασαν από τότε, οι γονείς μας και πολλά αδέλφια μας πέθαναν. Εμείς το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να ενδιαφερόμαστε για τις παραδόσεις που κληρονομήσαμε, για τη συντήρηση των εκκλησιών, γιατί αυτά μας θυμίζουν τις δοκιμασίες που περνούν οι άνθρωποι  και την πίστη που τους σώζει.

                                                   Απόστολος Φραγκούλης 1975