Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2017

για την Λούλα Αναγνωστάκη

Γράφει ο Μάνος Λαμπράκης
onlytheater

Το ένα και μοναδικό βιβλίο που έχω κλέψει(από περιέργεια) στη ζωή μου από βιβλιοπωλείο – κι αυτό γιατί όλοι οι συμμαθητές μου καμάρωναν για τις τσόντες που έκλεβαν από συνοικιακά περίπτερα – σε ηλικία 14 χρονών, ήταν το βιβλίο του θεατρικού έργου της Λούλας Αναγνωστάκη «Η Πόλη», από το βιβλιοπωλείο του Μουδατσάκη στο Ηράκλειο της Κρήτης. (Εύχομαι σήμερα το αδίκημα της κλοπής να έχει παραγραφεί.) Είχε μια μουντή φωτογραφία – που ταίριαζε γάντι στην πρώιμη διάθεση των εφηβικών μου χρόνων όταν έγραφα με την πλάτη ακουμπισμένη στον τάφο του Καζαντζάκη, ποιήματα που υπέγραφα με το ψευδώνυμο ΑΙΑΣ, όνομα του τραγικού ήρωα αυτόχειρα της Ιλιάδας – κι ήταν μικρό στο μέγεθος, άρα χωνόταν εύκολα μέσα στο παντελόνι.
Η «Πόλη» της Αναγνωστάκη είναι το πρώτο μου νεοελληνικό θεατρικό ανάγνωσμα. Εκείνη την εποχή γεννήθηκε ο πρώτος μου ουσιαστικά πλατωνικός ΄Ερωτας. 2 σε 1. Η Αναγνωστάκη και το Θέατρο. Μεγαλώνοντας, άρχισα να διαβάζω στις εφημερίδες για τον άντρα της, το Γιώργο Χειμωνά. Άρχισα να ζηλεύω. Και τον γάμο τους, αλλά και της σπουδαία γραφή του συζύγου – ιατρού της «ερωμένης» μου, Λούλας Αναγνωστάκη.
Η πρώτη παράσταση νεοελληνικού έργου που παρακολούθησα ήταν μερικά χρόνια αργότερα στο θέατρο Αθήναιον της οδού Ακαδημίας. «Διαμάντια και Μπλουζ» της Λούλας Αναγνωστάκη, με την Τζένη Καρέζη. Επεισοδιακή παράσταση, αφού έχασα τα εισιτήρια που είχα βγάλει ως επαρχιόπαις στην πρώτη σειρά για μένα και τη θεία που με φιλοξενούσε μερικές μέρες στο σπίτι κάτω από την Ακρόπολη, στο διάλλειμα των Χριστουγενιάτικων διακοπών μου από το σχολείο, κάπου μέσα σε κάποιο τμήμα του ΜΙΝΙΟΝ της Πατησίων. Τα καινούργια, δεύτερα εισιτήρια, ήταν σε θέσεις περιορισμένης ορατότητας, ψηλά και στο πλάι. Βγήκα από την παράσταση εκστασιασμένος.
Συγκλονισμένος από το έργο της Αναγνωστάκη αλλά κι από το τραγούδι της Καραίνδρου, που μάταια έψαχνα να βρω τους στίχους μέσα στο πρόγραμμα με το εξώφυλλο του Μυταρά. Τους βρήκα ένα χρόνο νομίζω μετά, πάνω στην ανθοδέσμη της Λούλας Αναγνωστάκη, από φωτογραφία της κηδείας της Τζένης Καρέζης τον Ιούλιο του 1992 στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ. Κηδεία που οι γονείς μου απαγόρευσαν να ταξιδέψω από την Κρήτη και να παρακολουθήσω, αφού ανομολογήτως πίστευα πως αυτός θα ήταν και ο μοναδικός τρόπος για να δω από κοντά – αν ήταν εκεί μέσα στο πλήθος- την Λούλα Αναγνωστάκη.
Αύγουστος, φώτα στην παραλία
τα πλοία φεύγουν για τα νησιά.
Φεύγουν οι φίλοι, φεύγουν τα πλοία.
Με γέλασες και είναι αργά.

Ήρθε ο Σεπτέμβρης, ήρθε ο χειμώνας
στην παραλία τη σκοτεινή.
Χάθηκα μέσα στη ζωή μου,
χαθηκες μέσα στη βροχή...

Δυο χρόνια μετά περνάω στη Φιλοσοφική Αθηνών, τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Με την δεύτερη. Νοικιάζω ένα σπίτι σε έναν δρόμο κάτω από το Λυκαβηττό, εντελώς τυχαία, Στρατιωτικού Συνδέσμου, όπου αργότερα έμαθα βρισκόταν σε κάποιο από τα νούμερά του και το ιατρείο του Χειμωνά, άντρα της Αναγνωστάκη. Είμαι γείτονας με την Άννα Σικελιανού, την Μαργαρίτα Λυμπεράκη και την Μαργαρίτα Καραπάνου. Στην πολυκατοικία που αγοράζουν οι γονείς μου το παλιό μου σπίτι, Στρατιωτικού Συνδέσμου 12, βρίσκεται το πρώτο σπίτι της Μερκούρη και του Ντασσέν μετά την εξορία.
Από κάπου ( νομίζω από εκείνο το βιβλίο της «Πόλης» ) μαθαίνω τη διεύθυνση του σπιτιού της Αναγνωστάκη. Καψάλη 1. Πλατεία Κολωνακίου. Αισθάνομαι την ανάγκη, τώρα που ελευθερώθηκα από το βάρος της επαρχίας, να εξομολογηθώ στην Ανγνωστάκη, πως χάρη σε εκείνο το κλεμμένο βιβλίο, γνώρισα έναν μεγάλο Έρωτα. Καταλήγω να της στείλω τελικά, μόνο μια ανώνυμη ευχετήρια κάρτα Χριστουγέννων ή Πάσχα, δεν θυμάμαι.
Το 1994- 95, αν θυμάμαι καλά, γνωρίζω τη Μαλβίνα Κάραλη. Ακροατής φανατικός νυχτερινών αφιερώσεων στην εκπομπή που είχε στο ραδιόφωνο του ΑΝΤ1. Δίνουμε ραντεβού στην πλατεία Κολωνακίου. PERO’s. Πίνουμε σαμπάνια και εξομολογούμαστε ο ένας στον άλλο τον κρυφό του «Έρωτα». Αυτή για τον Χειμωνά, εγώ για την Αναγνωστάκη.
«Ματαίως κόβω συνέχεια βόλτες πάνω κάτω στην πλατεία μήπως την δω.» της εξομολογούμαι.
«Έλα, θα σε πάω εγώ σπίτι της, μικρέ.»
«Αποκλείεται.» λέω.
Το αφήνουμε εκεί.
Μερικές μέρες αργότερα συναντάω ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ την Αναγνωστάκη, τυχαία, στο υπόγειο του Μαρινόπουλου στην οδό Κανάρη.(Είχα δει σε εκπομπή της Σεμίνας στον Αντένα, ότι έτσι τυχαία είχε συναντήσει πρώτη φορά κι ο Χόρν τον Παλαμά σε μπακάλικο της Πλατείας Κολωνακίου να αγοράζει τυρί φέτα. Για τον Χορν η συνάντηση αυτή ήταν φρικτή γιατί ο Χόρν δεν φανταζόταν ποτέ πως ένας Ποιητής τρώει τυρί φέτα. ) Την παρακολουθώ πίσω από τα ράφια. Αγοράζει γιαούρτια, σοκολάτες και σακκούλες ρούχων. (Ευτυχώς όχι κι αυτή τυρί φέτα.) Στο ταμείο μου έρχεται μήπως να προσφερθώ να τη βοηθήσω με τις σακκούλες μέχρι το σπίτι. Ντρέπομαι. Πληρώνει και την ακολουθώ από πίσω. Μέχρι το σπίτι της. ΕΙΜΑΙ ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΣ. Το πρώτο μας «Ραντεβού».
Την Λούλα Αναγνωστάκη με τον Γιώργο Χειμωνά τους είδα πρώτη φορά μαζί, από μακρυά, στο Ξενία της Επιδαύρου, το καλοκαίρι του 1998, στην παράσταση του «Ορέστη» του Θεάτρου Τέχνης- Καρόλου Κουν. Δυο χρόνια μετά, τους ξαναείδα μαζί, πάλι από μακρυά. Στο Α’ Νεκροταφείο. Αυτή, μόλις όρθια, υποβασταζόμενη από το μοναχογιό τους Θανάση Χειμωνά, κι Εκείνος, μεταφερόμενος σε ένα σφραγισμένο ξύλινο φέρετρο (που σφράγιζε μαζί με Αυτόν το μυστήριο του θανάτου Του στο Παρίσι αλλά και την εξαφάνιση του τελευταίου Του χειρογράφου για κάποια Γερτρούδη), το οποίο μόλις που επέτρεπε μέσω ένος γυάλινου μικρού τετράγωνου παραθύρου να ατενίσεις και να αποχαιρετήσεις, φιλώντας μόνο το κρύο παρισινό του τζάμι, το απολλώνειο ύστατο βλέμα του ΠΟΙΗΤΗ- στην τελευταία του κατοικία.
Πίσω από το μνήμα του Νίκου Ξυλούρη, παρακολουθούσα τις τελευταίες διευθετήσεις της ταφής του Ποιητή. Την Αναγνωστάκη. Που αποχωρούσε βουβή, υποβασταζόμενη από τη Μαρίκα Τζιραλίδου, το Θανάση Χειμωνά και τη Βέρα Ζαβιτσιάνου. Οι τελευταίοι που έμειναν για αρκετή ώρα πάνω από τον ανοικτό ακόμα τάφο του Ποιητή μαζί με τους εργάτες, ήταν η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη κι η Μαλβίνα Κάραλη. Η Μαλβίνα, μια ορθή νεκρή, που έκρυβε πίσω από μαύρα γυαλιά δυο τεράστια μαύρα από το κλάμα πράσινα μάτια, κρατούσε στα χέρια ένα μπουκέτο μωβ ανεμώνες της Άνοιξης σε ένα τσίγκινο κουβαδάκι. Την πλησιάζω.
« Συλλυπητήρια.» της λέω
Δεν μου απαντάει. Κοιτάει το χώμα.
«Θες να σε περιμένω, να φύγουμε μαζί;» τη ρωτάω.
«Όχι, θα του κάνω παρέα μέχρι να δύσει ο ήλιος.» μου απαντάει.
Την φιλάω και αποχωρώ όπως αποχωρεί από ένα πάρτυ, ένας απρόσκλητος επισκέπτης που δεν ξέρει άλλον κανέναν.
Πάνω από τον τάφο του Χειμωνά ήταν η τελευταία φορά που συνάντησα τη Μαλβίνα. Τελευταία όμως φορά μιλήσαμε από το τηλέφωνο του θεάτρου «Ροές», το 2001 - βοηθός τότε εγώ του Λευτέρη Βογιατζή στο «Καθαροί, πια» της Σάρα Κέην. Μόλις είχε επιστρέψει με τον Μενέλαο από τη Νέα Υόρκη. Είχε διαβάσει το έργο, της το είχε στείλει η Τζένη Μαστοράκη.
«Ωραία, θα αποτρελλαθείς με αυτόν τον τελειομανή τρελλό κι εσύ! Αξίζει όμως! Μόνο και μόνο για αυτή την φοβερή ατάκα της Σάρα Κέην μωρό μου, ΑΓΑΠΑ ΜΕ ή ΣΚΟΤΩΣΕ ΜΕ.» μου λέει.
Κλείσαμε βιαστικά το τηλέφωνο, υποσχόμενη πως θα ερχόταν με τον Μενέλαο αργότερα, να δει την παράσταση του φίλου της Βογιατζή. Εκείνη την ώρα παρατηρώ στον τηλεφωνικό κατάλογο το τηλέφωνο των ακόμα προσκεκλημένων ως Χειμωνάς – Αναγνωστάκη. 2107219....Τον αντιγράφω γρήγορα δίπλα στις σημειώσεις μου κι αποφασίζω να καλέσω αργότερα από το σπίτι μου, να ακούσω επιτέλους πως είναι η φωνή της Αναγνωστάκη. Δεν ξέρω γιατί, κουρασμένος από τις υπερβολικά εξαντλητικές σε ενέργεια και ώρες της πρόβας του Βογιατζή ξεχνάω να τηλεφωνήσω εκείνο το βράδυ. Ξεχνάω γενικώς. Είμαι βλέπεις πια κι ερωτευμένος κανονικά αυτή τη φορά.
Ανεβαίνει η παράσταση «Καθαροί, πια» και μερικές μέρες αργότερα με φωνάζει ο Βογιατζής στο καμαρίνι του να εκτελέσω μια άκρα μυστική αποστολή.
«Η Λούλα Αναγνωστάκη (ΩΧ!!!!) έχει γράψει ένα καινούργιο έργο. Άτιτλο ακόμα. Πρέπει να την πάρεις τηλέφωνο να περάσεις από το σπίτι της να σου το διαβάσει. Θα είσαι ο πρώτος που θα το ακούσει ολοκληρωμένο. Πρέπει να το αντιγράψεις στον υπολογιστή σου για να το διαβάσω κι εγώ. Γράψε το τηλέφωνό της.»
Το επόμενο μεσημέρι τηλεφωνώ πρώτη φορά στο σπίτι της Λούλας Αναγνωστάκη. Μετά από τρία χτυπήματα μπαίνει τηλεφωνητής.
«Αφήστε όνομα κι αριθμό ακόμα κι αν νομίζετε ότι μου είναι γνωστός.»
Αφήνω το μήνυμά μου και σηκώνει αμέσως το τηλέφωνο. Μιλάμε στον πληθυντικό αριθμό. Δίνουμε ραντεβού για το επόμενο απόγευμα στις 5. Φτάνω στην Καψάλη 1. Στο κουδούνι «Χειμωνάς- Αναγνωστάκη». Στην είσοδο του σπιτιού «Γιώργος Χειμωνάς- Καθηγητής Πανεπιστημίου». Μου ανοίγει την πόρτα.
Νομίζω πως από εκείνο το απόγευμα – στον ημερολογιακό μου χρόνο- μπήκε η μέτρηση «πριν από την ανάγνωση του έργου της Αναγνωστάκη από την Αναγνωστάκη» κι η μέτρηση «μετά την ανάγνωση του έργου της Αναγνωστάκη από την Αναγνωστάκη.»
Το σαλόνι γεμάτο κούτες και βιβλία. Έχει πλημμυρίσει το γραφείο το Χειμωνά στη Ρηγίλλης κι έχουν μεταφερθεί τα πράγματά του στο σπίτι. Πίνακες ζωγραφικής, φωτογραφίες του Ποιητή νέου, σχέδια του Θανάση 4 χρονών από το χέρι του Ποιητή. Μου φτιάχνει τσάι. Μου το προσφέρει στο φλυτζάνι του Χειμωνά. Μιλάμε και την κοινή μας φίλη, την Μαλβίνα. Είναι πολύ αγχωμένη γιατί κάποιος την πληροφόρησε πως η Μαλβίνα ήταν στην Νέα Υόρκη για χημειοθεραπείες. Εγώ δεν ξέρω τίποτα. (Αν και τα ήξερα όλα...) Κάποια στιγμή της ξεφεύγει πως η Μαλβίνα δεν είχε γνωρίσει ποτέ τον Ποιητή. Πως μόνο έδινε γράμματα στην Αναγνωστάκη για να τα μεταφέρει στο «Πατέρα» Ποιητή.
«Φοβόταν να τον γνωρίσει από κοντά...» μου λέει.
Αρχίζει να μου διαβάζει το έργο. Μένω άφωνος. Διακόπτει μόνο για να μου δείχνει τα γράμματά της πάνω στο χειρόγραφο (που έχει αντιγράψει από σκόρπια άλλα χαρτιά και ηχογραφήσεις της φωνής της σε ένα παλιό κασετόφωνο, σε ένα τετράδιο με εξώφυλλο του Αρκά.).
«Τα βγάζετε τα γράμματά μου; Ο,τι απορίες έχετε να μου τις λέτε. Και θα σας παρακαλέσω όταν το αντιγράφετε να προσέξετε τη στίξη. Τα θαυμαστικά.» μου επισημαίνει.
Τελειώνει η ανάγνωση.
«Σας άρεσε;» με ρωτάει.
«Κυρία Αναγνωστάκη, έχετε γράψει ένα έργο που μιλάει για 50 χρόνια μετά <μόνο 10 τελικά όπως αποδείχθηκε>. Τί μου λέτε!!! Γράφετε για πράγματα που θα συμβούν μετά από 50 χρόνια<μόνο 10 τελικά όπως αποδείχθηκε>. Είναι το σπουδαιότερο έργο που έχει γραφτεί στη νέα ελληνική γλώσσα!!!»
«Δεν θα ξαναγράψω μετά από αυτό κύριε Λαμπράκη. Θα πεθάνω.»
«Χτυπάτε ξύλο!!!!»

Ανανεώσαμε το ραντεβού μας για την επόμενη εβδομάδα, όταν θα είχε πια τελειώσει η αντιγραφή. Μου ζητάει να μην πω τίποτα στον Βογιατζή πριν επιμεληθεί η ίδια και την ηλεκτρονική μορφή του έργου της. Ο Βογιατζής το ίδιο βράδυ με ρωτάει για το έργο. Του λέω πως η Αναγνωστάκη μου έχει ζητήσει να μην του μιλήσω ούτε για την υπόθεση του έργου αλλά ούτε και να του δώσω κάνενα- αντίγραφο φωτοτυπία του χειρογράφου πριν από την τελική έγκριση της μορφής του από αυτήν. Ο Βογιατζής κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα.
«Σου είπε τον τίτλο; Πες μου έστω κάτι. Έχει ρόλο για μένα;» με ρωτάει.
« Δεν έχει ακόμα τίτλο. Έχει ρόλο και για σένα. Αλλά δεν θέλω να σου πω τίποτα ακόμα.» του λέω.
«Ωραία. Κάτσε και τέλειωσέ το αύριο σε παρακαλώ. Πρέπει να το διαβάσω άμεσα. Έχω καταστραφεί. Δεν έχω έργο για τον επόμενο χρόνο.» μου λέει.
Το ίδιο βράδυ μου τηλεφώναει γύρω στις 02:00 η Αναγνωστάκη. Της έχω πει ότι κοιμάμαι ξημερώματα.
«Να σας πω, κύριε Λαμπράκη, έναν τίτλο να μου πείτε αν σας αρέσει; Κι αυτό να πείτε μόνο στον κύριο Βογιατζή;» με ρωτάει.
«Σας ακούω.» της λέω.
« Σ’ εσάς που με ακούτε.» ακούω από την άλλη γραμμή του τηλεφώνου.
Τηλεφωνώ αμέσως στο Βογιατζή. Του πέφτει το ακουστικό από το χέρι.

.............................. .............................. .............................. ................
Μεσημέρι, Ιούνιος 2003. Α’ Νεκροταφείο. Πάλι. Συνοδεύω τη Λούλα. Είμαστε μαζί με τον Λευτέρη και τη Ρένη Πιττακή. Αποχαιρετούμε τη Μαλβίνα αυτή τη φορά. Η Λούλα φοράει πάντα τα μαύρα της μυωπικά γυαλιά. Τα βγάζει κάποια στιγμή από τα μάτια της. Είναι η πρώτη και μοναδική φορά που αντικρύζω τα γυμνά μάτια αυτή της Κρητικής Θεότητας. Κοιτάζει τα κατάλευκα λεπτά της δάκτυλα και μου ψιθυρίζει.
«Πέφτει ο ήλιος από τα χέρια μου. Δεν είναι απίστευτο;»
.............................. .............................. .............................. .....................
Η Λούλα από εδώ και κάτω δεν χωράει σε αφηγήσεις. Δεν μου το επιτρέπει. Δεν το επιτρέπω κι εγώ στον εαυτό μου. Ξέρω τα πιο μυστικά της. Ξέρει τα δικά μου. Ξέρω τί και ποιός την έχει πληγώσει. Ξέρει ποιός και τί με έχει πληγώσει. Είναι η πρώτη που διάβασε το πρώτο μου έργο. Το “Puerto Grande”.
Τον τελευταίο καιρό έχει να με ακούσει πολύ καιρό στο τηλέφωνο. Μου στέλνει μηνύματα. Είμαι τεμπέλης. Ένας πληγωμένος τον τελευταίο καιρό τεμπέλης.
Η Λούλα Αναγνωστάκη είναι η μεγαλύτερη Ευρωπαία Θεατρική Συγγραφέας. Δίπλα στον αυστριακό Μπέρνχαρντ και την Αγγλίδα Σάρα Κέην. Η Αγία μου Τριάς.
Κι είναι καιρός πια να σηκώσω το τηλέφωνο και να της πω τα νέα μου και να κανονίσουμε στο μπλοκάκι, την ώρα και την μέρα της συνάντησής μας.
“ Με αγαπάς;”
“Λούλα, δεν σε αγαπάω. ΣΕ ΛΑΤΡΕΥΩ.”

Η ανάρτηση είναι πρόταση της  Έλλης  Βασιλάκη