Τετάρτη 16 Μαΐου 2018

Νικόλαος Ρενιέρης «Ο Πρόεδρος της Βουλής και η επίσκεψή του στην Ερμιόνη»του Γιάννη Μ. Σπετσιώτη


Νικόλαος Ρενιέρης

«Ο Πρόεδρος της Βουλής και η επίσκεψή του στην Ερμιόνη»
του Γιάννη Μ. Σπετσιώτη
Σύμφωνα με το ψήφισμα ΙΘ΄ της 4ης Μαΐου 1827 η Γ’ Εθνοσυνέλευση στην Τροιζήνα, επειδή θεωρούσε άμεση ανάγκη την όσο το δυνατόν ταχύτερη συγκρότηση της Βουλής και την εκλογή Προέδρου χωρίς καμία καθυστέρηση, εξέλεξε ομόφωνα, μετά από πολλές προτάσεις και φιλονικίες, ως Πρόεδρό της τον Νικόλαο Ρενιέρη. 
Η εκλογή του έγινε με υπόδειξη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη την «κλώσα των πληρεξουσίων», όπως τον ονομάζει ο Φωτάκος στα Απομνημονεύματά του, ο οποίος δείχνοντάς τον στους παραστάτες, είπε: «Αυτόν τον γέροντα τον ασπρομάλλην τον θέλετε δια πρόεδρον της Βουλής; Και αμέσως όλοι είπον, ναι». 
Σχετική και η περιγραφή του Χρίστου Στασινόπουλου στο «Λεξικό της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821» όπου φαίνεται ο Κολοκοτρώνης να λέει: «Εκοίταξα τριγύρω μου και είδα ένα γεροντάκι που εκάθητο με τους Κρητικούς αλλ’ ούτε το όνομά του εγνώριζα, ούτε τον είχα δει. Πηδάω μέσα από τη Συνέλευση και τον αρπάχνω και τον πηγαίνω εις το κάθισμα του Προέδρου Σισίνη και τον κάθισα στο σκαμνί.
-  Τούτος είναι άξιος; 
Οι πληρεξούσιοι φώναξαν:
-  Άξιος, άξιος».
Έτσι επικυρώθηκε η εκλογή του Ρενιέρη που εκτέλεσε τα καθήκοντά του με φρόνηση και πατριωτισμό. Ο Νικόλαος Ρενιέρης είχε έρθει στην Τροιζήνα ως πληρεξούσιος της επαρχίας Σελίνου Κρήτης. Στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου είχε εκλεγεί μέλος της 13/μελούς Επιτροπής με Πρόεδρο «τον αοίδιμον Ιεράρχην» Παλαιών Πατρών Γερμανό, έναν από τους πρωταγωνιστές της Επανάστασης,1 ενώ στις εργασίες της Ερμιόνης, φαίνεται πως δε συμμετείχε. 
Γεννήθηκε το 1758 στα Παλαιά Ρούματα της περιοχής Κισσάμου (Κρήτη) καταγόμενος, σύμφωνα με τον Σάθα, από τη Βενετική οικογένεια των Renier. Λέγεται πως η οικογένειά του βρήκε έναν πολύ μεγάλο θησαυρό και έτσι ο Νικόλαος μπόρεσε να σπουδάσει Ιατρική στην Πίζα της Ιταλίας. 
Με την ολοκλήρωση των σπουδών του επέστρεψε στα Χανιά εργαζόμενος ως γιατρός και φαρμακοποιός στη συνοικία Πηγαδάκι. Γενικά, στα Χανιά, η δράση του ήταν πολυσχιδής, όχι μόνο ιατρική αλλά και κοινωνική, γι’ αυτό τον αγαπούσαν και τον σέβονταν τόσο οι Έλληνες όσο και οι Τούρκοι της Κρήτης. Ασκούσε το επάγγελμά του και «έδιδε μάλλον ή ελάμβανεν αμοιβήν των επισκέψεών του δια να τους δυσωπεί». Παράλληλα είχε ιδρύσει και χρηματοδοτούσε σχολείο στα Χανιά στο οποίο δίδασκε και ο ίδιος, ενώ συντηρούσε και άλλα δημόσια καταστήματα. Το 1819 μυείται στη Φιλική Εταιρεία. Με την έναρξη της Επανάστασης για να αποφύγει «την απανθρωπίαν» και την εκδικητικότητα ορισμένων, με τη βοήθεια του φίλου του Καπογρόσσου, Άγγλου προξένου της περιοχής, στέλνει κρυφά πρώτα τη σύζυγό του με τα δυο τους παιδιά στα Κύθηρα και έπειτα ακολουθεί ο ίδιος, ενώ χάνει ολόκληρη την περιουσία του. Όταν, λοιπόν, η επαρχία Σελίνου τον διορίζει πληρεξούσιό της στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση ο Ν. Ρ. βρισκόταν στα Κύθηρα. 
Ως εκλεγμένος Πρόεδρος της Βουλής ο Νικόλαος Ρενιέρης είναι εκείνος που με την Αντικυβερνητική Επιτροπή (Α.Ε.) και πλήθος κόσμου υποδέχθηκε τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια στις 11 Ιανουαρίου 1828 στην Αίγινα, έδρα τότε της 3/μελούς Α.Ε.2
Ο Καποδίστριας εκτιμώντας την αρετή και την ευθύτητά του τον τίμησε με τον βαθμό του «Πανελληνίου», ενώ τον Οκτώβριο του 1829 τον διόρισε Αρμοστή της Ελληνικής Κυβέρνησης στην Κρήτη.
Αργότερα γίνεται μέλος του Συμβουλίου Επικρατείας, εκλέγεται πληρεξούσιος «της Γ΄ Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνικής Συνελεύσεως» (1843), συμμετέχει στην Επιτροπή Σύνταξης του Συντάγματος του 1844 και στις 16 Ιουνίου του ιδίου έτους εκλέγεται μέλος της Γερουσίας. 
Πέθανε «πλήρης ημερών επί της ψάθης, ενώ η οικογένειά του λιμοκτονούσεν» στις 14 Νοεμβρίου 1847, σε ηλικία 90 ετών και κηδεύτηκε με έξοδα των συγγενών του!
Ως άνθρωπος ο Ν. Ρ. ήταν ήπιος χαρακτήρας, αφιλοχρήματος, σεμνός, συνετός και τιμούσε με κάθε του πράξη την πατρίδα και την οικογένειά του που ήταν γι’ αυτόν έννοιες και θεσμοί ιεροί. Έτσι, όταν κάποιοι θέλησαν να σπιλώσουν τη μνήμη του πατέρα του και να δημοσιεύσουν ότι εκείνος  «αρνήθηκε την πατρώαν θρησκείαν», έγραψε: «Αν τα ψεύδη του Αγγέλου (εφημερίδα) αφορούσαν εμέ, ήθελον σιωπήσει. Δεν ηδυνάμην όμως να πράξω αυτό εξ αιτίας της αγενούς προσβολής την γενομένην εις τα κόκκαλα του πατρός μου».4
Του άρεσε επίσης να ασχολείται με δράσεις που βοηθούν και προάγουν την κοινωνία όπως οι μορφωτικές ενασχολήσεις, η φιλανθρωπία, οι τέχνες, ενώ απέφευγε να αναμειγνύεται σε μηχανορραφίες, ανταγωνισμούς και φατριασμούς. Ανήκε στο «μεσαίον» κόμμα, το λεγόμενο Ρωσικό.
Κατά την έρευνά μας στα Γ.Α.Κ. εντοπίσαμε έγγραφο της Αντικυβερνητικής Επιτροπής σταλθέν από τον Πόρο την 16η Μαΐου 1827 «Προς τους Προκρίτους και Δημογέροντας της Ερμιόνης, δια να υποδεχθούν με την προσήκουσαν υποδοχήν» τον Πρόεδρο της Βουλής που «μεταβαίνει» στην Ερμιόνη, το οποίο και παραθέτουμε.

Σχέδιον Γενικών Αρχείων  - Βουλή των Ελλήνων
Η Αντικυβερνητική Επιτροπή
Προς τους Προκρίτους - Δημογέροντας της Ερμιόνης
Επειδή ο Πρόεδρος της Βουλής μεταβαίνει αυτόθι δια να συναντήση τους αντιφρονούντας τω λαώ δια να συγκροτήση την Βουλήν (διατάσεσθε;) άμα λάβετε την παρούσαν να ετοιμάσετε τα αναγκαία (…ματα;) δια να υποδεχθήτε αυτόν με την προσήκουσαν υποδοχήν.
Τη 16η Μαΐου  1827, εν Πόρω
Η Αντικυβερνητική Επιτροπή
Ο Γ. Γραμματεύς
Γ. Γλαράκης

Έγγραφο, ωστόσο, που να επιβεβαιώνει ότι ο Ν. Ρ. επισκέφθηκε, τελικά, τον τόπο μας δεν εντοπίσαμε. Έτσι παραμένουν τα ερωτήματα που προκύπτουν από το προαναφερθέν έγγραφο, για τα οποία, «προς το παρόν», δεν έχουμε γραπτή απάντηση. 
Ποιοι να ήσαν άραγε «οι αντιφρονούντες»; Να ήσαν μόνο Ερμιονίτες ή και κάτοικοι άλλων περιοχών που όρισαν ως τόπο συνάντησης την Ερμιόνη και για ποιον λόγο την επέλεξαν;
Ποιες να ήσαν οι διαφωνίες τους που «ανάγκασαν» τον Πρόεδρο να θελήσει να συναντηθεί μαζί τους, ώστε στη συνέχεια απερίσπαστος και χωρίς ιδιαίτερες ενοχλήσεις «να συγκροτήσει την Βουλήν»;
Κλείνοντας θα ήθελα να σημειώσω και τα παρακάτω. 
Έχω τη γνώμη πως ορισμένες πτυχές της Νεότερης Ιστορίας της ιδιαίτερης πατρίδας μας αλλά και της ευρύτερης επαρχίας μας δεν έχουν ακόμα αποκαλυφθεί και η αχλύς του χρόνου τις έχει σκεπάσει. Κάποιες έχουν περιέλθει σε μας με αρκετές ανακρίβειες και εσφαλμένη πληροφόρηση. Και στις δυο περιπτώσεις απαιτείται συστηματική, συνεχής, επίμονη και προσεγμένη εξέταση και έρευνα. Επιβάλλεται, επίσης, ιδιαίτερη προσοχή από όλους όσους με τον γραπτό ή τον προφορικό λόγο αναφερόμαστε σε τέτοια ζητήματα. 
Το Ιστορικό Λαογραφικό Μουσείο Ερμιόνης (Ι.Λ.Μ.Ε.) και η Εταιρεία Μελετών Ερμιονίδας με το περιοδικό της «Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα», τους συνεργάτες και τις ποικίλες δράσεις της κινούνται προς αυτήν την κατεύθυνση. Ενισχύστε, παρακαλούμε, με όποιον τρόπο εσείς νομίζετε, την προσπάθειά μας!
Σημ. 
1.   Εφημ. «Η ΕΛΠΙΣ»/4 Δεκεμβρίου 1847.
2.   Στη συνεδρίαση της Γερουσίας στις 9 Μαρτίου 1849 αναγνώσθηκε από την Επιτροπή αναφορών η υπ.αρ.81/10 Φεβρουαρίου αναφορά της χήρας Μαρίας Ν. Ρενιέρη «επικαλουμένης την πρόνοιαν του Σώματος εις ο ανήκεν και ο μακαρίτης σύζυγός της υπέρ της εις αυτήν χορηγήσεως μηνιαίας συντάξεως, προς περίθαλψιν και παρηγορίαν του γήρατος αυτής, ογδοηκονταετούς ήδη ούσης, και από πολλάς ελλείψεις και στερήσεις περιστοιχισμένης». Η Επιτροπή γνωμοδότησε να διαβιβασθεί η απαίτηση στον Υπουργό των Εσωτερικών. 
3.   Την τριμελή «Αντικυβερνητική Επιτροπή της Ελλάδος» αποτελούσαν ο Ψαριανός Ιωάννης Μηλαΐτης, ο Μανιάτης Γεώργιος Π. Μαυρομιχάλης και ο Ρουμελιώτης Γιαννούλης Νάκος.
4.   Εφημ. «Η ΕΛΠΙΣ»/17 Σεπτεμβρίου 1844.
5.   Ευχαριστούμε τον κ. Μαρίνο Καχρίλα, Ιστορικό, από το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο για τη φωτο με την προσωπογραφία του Νικολάου Ρενιέρη που μας απέστειλε. Πρόκειται για ελαιογραφία σε μουσαμά, έργο του Νικηφόρου Λύτρα (1890).

Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
Πηγές
1.   Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας 1821-1832. Τόμος 1ος, Αθήναι, 1971
2.   Γενικά Αρχεία του Κράτους, Συλλογή Γ. Βλαχογιάννη
3.   «Διακήρυξις του Προέδρου της Εθνικής Γ΄ των Ελλήνων Συνελεύσεως»
4.   Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Γερουσίας, Εν Αθήναις, 1849


Βιβλία

1.   Κόκκινος Διονύσιος, «Η Ελληνική Επανάστασις» Τόμος 11ος, Αθήνα, 1959

2.   Κριτοβουλίδης Κ., «Απομνημονεύματα του περί αυτονομίας της Ελλάδος πολέμου των Κρητών», Εν Αθήναις, 1859

3.   Χρυσανθόπουλος Φώτιος, «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως» 1821-1828, Τόμος Δ’, Αθήνα, 2005