Κυριακή 17 Ιουνίου 2018

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΟΥΤΟΥΝΤΖΗΣ: Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ Έκτο μέρος


Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ  Έκτο μέρος
 Δημήτρης Τουτουντζής



Η Ναυμαχία της Ναυπάκτου
Με την ονομασία ναυμαχία της Ναυπάκτου παρέμεινε στην ιστορία η ναυμαχία που έγινε στις 7 Οκτωβρίου του 1571, αφενός μεν μεταξύ των ενωμένων στόλων της Ισπανίας, της Βενετίας, της Γένοβας, των Ιπποτών της Μάλτας, του δουκάτου της Σαβοΐας, του δουκάτου του Ουρμπίνο, του μεγάλου δουκάτου της Τοσκάνης και του Πάπα υπό την ονομασία Lega Santa  (Ιερός Συνασπισμός), αφετέρου δε του ενιαίου στόλου της Τουρκίας και των κουρσάρων της Μπαρμπαριάς, στον χώρο μεταξύ Κεφαλλονιάς, Ιθάκης από τα δυτικά, τα νησιά Εχινάδες από τα βόρια και πολύ κοντά σ’ αυτές και από τις Πελοποννησιακές ακτές από τα ανατολικά. Η ονομασία της ναυμαχίας προήλθε όχι από την πόλη της Ναυπάκτου αλλά από το χώρο που προαναφέραμε, επειδή τότε ολόκληρος ο κόλπος αυτός λεγόταν από τους Βενετούς «κόλπος της Ναυπάκτου». Οι Δυτικοί ιστορικοί χρησιμοποιούν την ονομασία  Ναυμαχία του Λεπάντο από το μεσαιωνικό όνομα της Πόλης.

    Ο χριστιανικός στόλος, υπό τη διοίκηση του Δον Ιωάννη του Αυστριακού με υποδιοικητή τον Μαρκαντόνιο Κολόνα, διέθετε 206 γαλέρες και 6 γαλεάσσες, νέος βενετικός τύπος ιδιαίτερα
μεγάλης γαλέρας, οπλισμένος με πολύ βαρύ πυροβολικό μεγάλου βεληνεκούς. Την αριστερή πτέρυγα διοικούσε ο Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγο, με 2 βενετικές γαλεάσσες, 39 βενετικές γαλέρες, μία παπική και μία γενοβέζικη. Στο κέντρο της παράταξης βρισκόταν ο Δον Ιωάννης, με 2 βενετικές γαλεάσσες, 15 ισπανικές γαλέρες, 29 βενετικές, 8 γενοβέζικες, 6 παπικές και 3 των Ιωαννιτών Ιπποτών. Στα δεξιά τη διοίκηση είχε ο Τζιοβάνι Αντρέα Ντόρια, με τις δύο τελευταίες γαλεάσσες, 10 ισπανικές γαλέρες, 16 γενοβέζικες, 25 βενετικές και δύο παπικές. Τη διοίκηση της οπισθοφυλακής είχε ο Δον Αλβάρο ντε Μπαζάν, με 38 γαλέρες, 13 ισπανικές, 12 βενετικές, 3 παπικές 2 γενοβέζικες, ενώ την εμπροσθοφυλακή διοικούσε ο Χουάν ντε Καρντόνα, με 8 γαλέρες.

    Στην άλλη πλευρά βρισκόταν ο οθωμανικός στόλος του καπουδάν πασά Αλί Ζαζέ Μουεζίν, με 216 γαλέρες και 56 γαλιότες. Στην αριστερή πτέρυγα διοικητής ήταν ο γνωστός μας Οτσιαλί, με 61 γαλέρες και 32 γαλιότες, στο κέντρο βρισκόταν ο καπουδάν πασάς, με 87 γαλέρες σε δύο γραμμές και στα δεξιά ο Μεχμέτ Σιρόκο, με 60 γαλέρες και 2 γαλιότες. Την οπισθοφυλακή διοικούσε ο άλλος γνωστός μας Ντραγκούτ, με 8 γαλέρες και 22 γαλιότες. 

    Το βασικό πλεονέκτημα της χριστιανικής δύναμης ήταν το πυροβολικό. Χαρακτηριστικά, μια γαλεάσσα με πλήρωμα 100 αντρών, 150 στρατιώτες και 270 κωπηλάτες, διέθετε 5 βαριά κανόνια μεγάλου βεληνεκούς και 8 μεσαία, ενώ μια βαριά γαλέρα με 40 άντρες πλήρωμα, 100 στρατιώτες, 156 κωπηλάτες, είχε 1 βαρύ και 6 μεσαία, τη στιγμή που μια κανονική γαλέρα με 30 άντρες πλήρωμα, 80 στρατιώτες, 144 κωπηλάτες, είχε 1 βαρύ και 4 μεσαία κανόνια. Αντίστοιχα, στον οθωμανικό στόλο, τα σκάφη που θεωρούνταν τα αντίστοιχα των γαλεασσών είχαν πλήρωμα 40 ανδρών, με 150 στρατιώτες και 156 κωπηλάτες, 1 βαρύ κανόνι και 4 μεσαία, τη στιγμή που στις κανονικές γαλέρες είχαν 30 άντρες πλήρωμα, 120 στρατιώτες, 144 κωπηλάτες τα

κανόνια ήταν 1 βαρύ και δύο μεσαία. Οι ναυαρχίδες τους διέθεταν μόλις ένα βαρύ

κανόνι με 30 άντρες πλήρωμα, 100 στρατιώτες και 126 κωπηλάτες, ενώ οι γαλιότες με 25 πλήρωμα, 80 στρατιώτες, 108 κωπηλάτες είχαν μόλις ένα μεσαίο κανόνι. Σημειώνεται ότι οι περισσότερες γαλέρες του 16ου αιώνα είχαν τα πυροβόλα στην πλώρη και στην πρύμνη, ενώ υπήρχαν και μικρότερα περιστρεφόμενα κανόνια.

    Συνολικά, όσον αφορά στο ανθρώπινο δυναμικό των δύο στόλων, οι δυνάμεις του Ιερού Συνασπισμού υπολογίζονται σε 7.515 άντρες σε πληρώματα και 22.840 στρατιώτες. Στους κωπηλάτες, οι μάχιμοι (βοηθητικοί μαχητές) εκτιμώνται σε 31.739 και οι άμαχοι (θεωρούμενοι ως μη άξιοι εμπιστοσύνης σε περίπτωση ναυμαχίας) στους 2.289. Αντίστοιχα, οι Οθωμανοί διέθεταν 8.165 άντρες πληρωμάτων, 31.490 στρατιώτες, 18.071 μάχιμους κωπηλάτες και 19.081 άμαχους. Όσον αφορά στο πυροβολικό, ο χριστιανικός στόλος διέθετε 266 βαριά πυροβόλα και 1.068 μεσαία, ενώ οι Οθωμανοί 216 και 525 αντίστοιχα. Όσον αφορά στον εξοπλισμό των μαχόμενων, οι χριστιανικές δυνάμεις είχαν πλεονέκτημα, με μεγάλο αριθμό αρκεβουζίων και πρώιμων μουσκέτων, ενώ οι Οθωμανοί βασίζονταν κυρίως σε τόξα. Επίσης, αν και εμπειροπόλεμα από πειρατική δράση, τα οθωμανικά πληρώματα πολεμούσαν χωρίς θωράκιση, τη στιγμή που οι δυνάμεις του Ιερού Συνασπισμού αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από άντρες με πανοπλίες.

  

Οι Έλληνες στη ναυμαχία της Ναυπάκτου               



Όσον αφορά στην παρουσία Ελλήνων ναυτικών, κωπηλατών και μαχητών στη ναυμαχία, υπήρχε και στους δύο στόλους, είτε ως εθελοντές, είτε (περισσότερο στην περίπτωση των Οθωμανών) ως αναγκαστικά στρατολογηθέντες. Σύμφωνα με τον αρχιμανδρίτη Δαμασκηνό Βασιλόπουλο («Η Ναυμαχία της Ναυπάκτου: 7 Οκτωβρίου 1571»), η ελληνική συμμετοχή στο χριστιανικό στόλο ήταν αξιοσημείωτη, καθώς στα βενετικά πολεμικά περιλαμβάνονταν πολλά από τα οποία εξοπλίστηκαν και διοικούνταν από Έλληνες της Βενετίας. Επίσης, υπήρχαν τέσσερις γαλέρες από την Κέρκυρα (υπό τους Χριστόφορο Κοντοκάλη, Πέτρο Μπούα, Γεώργιο Κοκκίνη, Στυλιανό Χαλικιόπουλο), καθώς και τέσσερα πολεμικά από τη Ζάκυνθο (Αντώνιος Κουτούβαλης, Νικόλαος Μονδίνος, Δημήτριος Κομούτος, Μαρίνος Σιγούρος). Σε μικρότερα σκάφη επίσης βρίσκονται και αρκετοί Κεφαλλονίτες, καθώς και εθελοντές από τα Κύθηρα και τις Κυκλάδες. Ωστόσο ιδιαίτερης σημασίας ήταν η κρητική συμμετοχή, με 22 Κρητικούς ευγενείς βενετικής και 6 ελληνικής καταγωγής να κυβερνούν γαλέρες. Μεγάλος αριθμός Ελλήνων επίσης υπηρετούσαν ως στρατιώτες ή κωπηλάτες σε βενετικά πλοία. Από την Κρήτη στρατολογήθηκαν στα τρία χρόνια του βενετοτουρκικού πολέμου γύρω στις 7.000 οπλίτες διαφόρων ειδικοτήτων και 9.000 κωπηλάτες αναφέρεται χαρακτηριστικά, με τον ίδιο τον Δον Ιωάννη να θεωρεί ως πλέον αξιόμαχο τμήμα του βενετικού στόλου αυτό που είχε εξοπλιστεί και επανδρωθεί στην Κρήτη. Ακόμα, πολλοί Έλληνες υπηρετούσαν και στον ισπανικό στόλο. Τα ονόματα των Ελλήνων καπετάνιων που πολέμησαν στη ναυμαχία, όπως αναφέρεται, περιλαμβάνουν τους Γεώργιο Καλλέργη, Στυλιανό Κονδυλάκη, Πέτρο Μπούα, Μιχάλη Βιτσιμπάνο, Αντώνιο Τσιμάρα, Νικόλαο Μουδινό, Γεώργιο Κοκκίνη, Νικόλαο Φισκάρδο, Αντώνιο Κουτούβαλη, Δανιήλ Καλαφάτη, Μιχαήλ Σιγούρο, Φραγκίσκο Βομβίνο, Στυλιανό Χαλκιόπουλο, Ανδρέα Καλέγκα.

    Όσον αφορά στην πλευρά των Οθωμανών, όπως αναφέρεται, εκτιμάται ότι μεταξύ των τουρκικών πληρωμάτων (περιλαμβανομένων και κωπηλατών) το ποσοστό των Ελλήνων δεν ήταν μικρότερο του 30%. Γενικότερα, όπως αναφέρει ο Μπιτσένο, μεταγενέστερες εκτιμήσεις (Φίνλεϊ) κάνουν λόγο για 30.000 Έλληνες μαζί και στους δύο στόλους, ενώ ιδιαίτερη μνεία γίνεται στους Έλληνες μαχητές, κυρίως Κρητικούς, που πολέμησαν με τη χριστιανική πλευρά. Στην επίσημη ιστορία που συντάχθηκε με εντολή της Συγκλήτου της Βενετίας επαινείται η μεγάλη ανδρεία των Ελλήνων: «Το ιταλικό πεζικό κέρδισε πολλούς επαίνους. Και οι Ισπανοί δεν αξίζουν λιγότερους. Αλλά από όλους τους άλλους, οι Έλληνες έδειξαν περισσότερο θάρρος και πειθαρχία. Επειδή ήταν πιο συνηθισμένοι σε αυτό το είδος του πολέμου, και ήξεραν όλους τους τρόπους για να καταφέρουν πλήγματα και να αποφεύγουν να τα δέχονται οι ίδιοι, συμπεριφέρθηκαν πολύ αξιέπαινα και αποδοτικά».   



Η Ναυμαχία  



    Η εξιστόρηση της ναυμαχίας προέρχεται κυρίως από τα έργα των Χερέρα και Κονταρίνι, που εκδόθηκε το 1572, οι Παρούτα και Νόουλς έγραψαν 20 – 30 χρόνια μετά την αναμέτρηση, ενώ κάποια εικόνα προκύπτει και από τα έργα των Ρούφο και Ερσίγια, αλλά και από τον διάσημο για το «Δον Κιχώτη», Μιγκέλ ντε Θερβάντες, ο οποίος πολέμησε στη ναυμαχία, χάνοντας μάλιστα το ένα του χέρι.

    Πρωί – πρωί στις 7 Οκτωβρίου 1571, οι δύο στόλοι βρέθηκαν αντιμέτωποι. Πρώτος ο βιγλάτορας της γαλέρας του Δον Χουάν είδε τον εχθρικό στόλο. Παρατήρησε ένα πανί στον ορίζοντα και ύστερα άλλα, ώσπου γέμισε ολόκληρος ο ορίζοντας. Ο χριστιανός ναύαρχος διέταξε να σηκώσουν αμέσως άσπρο μπαϊράκι, σύνθημα μάχης. Έδωσαν στους σκλάβους κρέας και κρασί, σημάδι πως τους περίμενε σκληρή δουλειά. Μερικοί διαλεχτοί αξιωματικοί του συμμαχικού στόλου πρότειναν να γίνει πολεμικό συμβούλιο, ο Δον Χουάν όμως αρνήθηκε να δεχτεί τη γνώμη τους, τονίζοντας πως η ώρα των συμβουλίων είχε περάσει και το μόνο που έπρεπε να τους απασχολήσει τώρα ήταν πώς να πολεμήσουν. Διέταξε να τον μεταφέρουν με βάρκα από γαλέρα σε γαλέρα και όταν περνούσε μπροστά από κάθε γαλέρα έδειχνε έναν εσταυρωμένο και έδινε θάρρος στα πληρώματα, που του απαντούσαν ζητωκραυγάζοντας. Ο εσταυρωμένος αυτός βρίσκεται σήμερα στον καθεδρικό ναό της Βαρκελώνης τοποθετημένος στην δεξιά πλευρά, όπως εισερχόμαστε στο ναό, προσφορά του Δον Χουάν.  Όταν γύρισε στη γέφυρα  του καραβιού του, διέταξε να ξεδιπλώσουν το ευλογημένο φλάμπουρο με την εικόνα του Σωτήρα και πέφτοντας στα γόνατα, ζήτησε τη βοήθεια του Θεού για τον αγώνα του.  

    Ήταν περίπου μεσημέρι. Έκανε απόλυτη μπουνάτσα, όταν οι δύο στόλοι άρχισαν να προσεγγίζουν ο ένας τον άλλον χωρίς να γίνει κάποια απόπειρα ελιγμών γιατί δεν υπήρχαν δυνατότητες γι’ αυτό επειδή ήταν στριμωγμένοι κοντά στις ακτές, λαμβάνοντας όμως προκαθορισμένους σχηματισμούς. Η οθωμανική δύναμη είχε λάβει σχήμα ημικυκλίου – ημισελήνου, επιδιώκοντας την υπερφαλάγγιση του στόλου των χριστιανών, προκειμένου να τον χτυπήσουν και από τα πλάγια. Η απόσταση ανάμεσα στις δύο αρμάδες ήταν τόση, όσο ήταν το βεληνεκές ενός κανονιού. Η τουρκική ρίχτηκε ενάντια στη χριστιανική με άγρια κωπηλασία. Από τις γαλέρες τους αντηχούσαν φοβερά ουρλιαχτά, όχι γιατί είχαν πρόθεση να τρομάξουν μ’ αυτόν τον τρόπο τους εχθρούς τους

που τους παρακολουθούσαν σιωπηλά, αλλά γιατί τέτοια ήταν η συνήθεια, να επιτίθενται με κραυγές και να εκτοξεύουν ύβρεις στους αντιπάλους τους.

    Οι γαλεάσες άνοιξαν πυρ με το βαρύ πυροβολικό τους, πλήττοντας τα οθωμανικά σκάφη και κλονίζοντας την ενότητα της παράταξής τους, καθώς, στρίβοντας, τα οθωμανικά  πληρώματα εκτέθηκαν στο βαρύ πυροβολικό των χριστιανών, με τουλάχιστον δύο γαλέρες να γίνονται κομμάτια γρήγορα. Ωστόσο η ναυαρχίδα του Αλί κατάφερε να τις προσπεράσει, ερχόμενη αντιμέτωπη με τον Δον Χουάν. Η τουρκική ναυαρχίδα («Σουλτάνα») εμβόλισε τη χριστιανική ναυαρχίδα («Λα Ρεάλ») στα πλάγια της πλώρης της, με το πυροβολικό και τα αρκεβούζια της δεύτερης όμως να προκαλούν τρομακτική ζημιά στο οθωμανικό σκάφος, θερίζοντας τους Γενίτσαρους που ετοιμάζονταν για ρεσάλτο, και τη σύγκρουση σώμα με σώμα να ξεσπά λυσσαλέα, με έφοδο των Χριστιανών στο εχθρικό πλοίο, ενώ οι δύο γαλέρες  είχαν εμπλακεί. Παράλληλα, άρχισε η συμπλοκή και των άλλων κοντινών πλοίων, ενώ παράλληλα η αριστερή πτέρυγα του χριστιανικού στόλου συγκρουόταν με την τουρκική δεξιά. Εκεί οι Οθωμανοί φάνηκαν να αποκτούν το πλεονέκτημα, λόγω του θανάτου του Μπαρμπαρίγο και της προώθησης κάποιων οθωμανικών γαλερών πίσω από τη χριστιανική παράταξη. Ο Μπαρμπαρίγο αποκόπηκε, έχοντας ξεχωρίσει μπροστά από τα υπόλοιπα σκάφη της μοίρας του, πολεμώντας σκληρά, μέχρι που τον ενίσχυσαν τέσσερις βενετικές γαλέρες υπό τον Βιτσέντζο Κουϊρίνι και ο ανιψιός του, Μαρίνο Κονταρίνι. Οι γαλέρες αυτές πολέμησαν σκληρά εναντίον υπέρτερων οθωμανικών δυνάμεων, μέχρι που ο Μπαρμπαρίγο χτυπήθηκε από βέλος στο μάτι, με αποτέλεσμα το θάνατό του. Ωστόσο οι δυνάμεις του Ιερού Συνασπισμού συνέχισαν να μάχονται σκληρά, ενισχυόμενες έτσι ώστε να μη διαρραγεί η συνοχή της παράταξης.

    Όπως αναφέρεται, σημαντικό φαίνεται ότι ήταν πως τα οθωμανικά κανόνια δεν έριχναν συντονισμένες ομοβροντίες με βάση παραγγέλματα από τη ναυαρχίδα, αλλά ακατάστατα, με αποτέλεσμα πολλά από τα βλήματά τους να περνούν πάνω από τα κατάρτια των πλοίων του Ιερού Συνασπισμού. Από την πλευρά του οποίου, ακόμα και αν είναι σίγουρο πως δεν κράτησαν όλοι οι διοικητές «πειθαρχία πυρός», πολλοί ήταν αυτοί που έριχναν συντονισμένα, με αποτέλεσμα να ακούγεται τρομακτικός κρότος, που Ισπανοί ποιητές αργότερα θα παρουσίαζαν με τον ήχο της Δευτέρας Παρουσίας. Οι ομοβροντίες κλόνισαν το ηθικό των Οθωμανών, ενώ οι καπνοί από τις κανονιές είχαν διπλό αποτέλεσμα, αφενός εμψύχωναν τους χριστιανούς, καθώς έβλεπαν πυκνούς καπνούς πάνω από τα τουρκικά σκάφη, και αφετέρου εμπόδιζαν τους Οθωμανούς τοξότες να σημαδεύουν.

    Στο δεξί της χριστιανικής παράταξης η σύγκρουση ήταν επίσης σφοδρή, καθώς εκεί βρίσκονταν αντιμέτωποι δύο ικανότατοι διοικητές, ο Τζιοβάνι Αντρέα Ντόρια (ανιψιός του ονομαστού ναυάρχου Αντρέα Ντόρια) και ο γνωστός μας Οτσιαλί, οι οποίοι έκαναν ελιγμούς για αρκετή ώρα ευρισκόμενοι σε σχετικά ανοιχτή θάλασσα, προκειμένου να βελτιώσουν τις θέσεις τους. Ο Οθωμανός διοικητής ξανοίχτηκε παρασύροντας τον Ντόρια, τα πλοία του οποίου απομακρύνθηκαν, με αποτέλεσμα να προκύψει ρήγμα, το οποίο και ο Οτσιαλί εκμεταλλεύτηκε, εξαπολύοντας τη δική του επίθεση καταλαμβάνοντας τη ναυαρχίδα των Ιωαννιτών Ιπποτών. Ωστόσο τα πράγματα άλλαξαν όταν κατέφθασαν ενισχύσεις από το κέντρο, φέρνοντας τους Οθωμανούς σε δύσκολη θέση και αναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν. Παράλληλα στο αριστερό κέρας των

χριστιανών, οι Τούρκοι χάνουν τη μάχη, με τον Σιρόκο, διοικητή τους , να σκοτώνεται. Ο Σιρόκο άνοιξε υπερβολικά την πτέρυγά του και τα εσωτερικά τμήματα της πτέρυγας των χριστιανών (υπό τον Τζιοβάνι Κονταρίνι και τον Μάρκο Κουϊρίνι) μπόρεσαν να κάνουν δικούς τους κυκλωτικούς ελιγμούς, ενώ οι γαλέρες των αδελφών Μπραγκαντίνο απέκλεισαν την οδό διαφυγής προς τη Ναύπακτο. Την οθωμανική ναυαρχίδα βύθισε ο Τζιοβάνι Κονταρίνι, μαζεύοντας τον Σιρόκο από το νερό βαριά τραυματισμένο και εκτελώντας τον. Κάπου εκεί έσπασε η οθωμανική παράταξη, με τις γαλέρες να σπεύδουν προς τα νησιά (Εχινάδες), με τα πληρώματά τους να ελπίζουν σε σωτηρία στην ξηρά, Ωστόσο, οι Βενετοί δεν είχαν τη διάθεση να πιάσουν αιχμαλώτους, και η αντεπίθεσή τους ήταν σαρωτική, στέλνοντας και αγήματα για εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη στεριά, όπου έγινε κανονική σφαγή τω τούρκικων πληρωμάτων.  








    Καθώς οι χριστιανικές δυνάμεις αποκτούσαν το πάνω χέρι στα άκρα, η μάχη μαινόταν σκληρότατη στο κέντρο, και σε μια σχεδόν κινηματογραφική εξέλιξη, φάνηκε να κρίνεται στο κέντρο της, την ίδια αναμέτρηση ανάμεσα στις ναυαρχίδες, όπου συγκρούονταν οι δύο ναύαρχοι, με το νεαρό Δον Ζουάν να μάχεται με το τεράστιο δίχειρο σπαθί του και τον Οθωμανό, φημισμένο τοξότη, να πολεμά με το τόξο του. Βορειότερα από τη «Λα Ρεάλ», πάνω στη ναυαρχίδα της Γένοβας, ο νεαρός Αλεσάντρο Φαρνέζε, παρά τους περιορισμούς του ως πρίγκιπας, συναγωνιζόταν σε τόλμη το θείο του, Δον Ζουάν, πηδώντας μόνο με άλλον έναν στρατιώτη στο κατάστρωμα μιας οθωμανικής γαλέρας και διασχίζοντάς την από άκρο σε άκρο κατακόβοντας εχθρού, με τη μαύρη πανοπλία του να γίνεται κόκκινη από το αίμα. Παράλληλα, στη σφοδρότατη μάχη στο κέντρο διακρίνονταν ο Βενιέρ, ο Λορέντο, ο Μαλιπιέρο και ο Καετάνι, ενώ υπάρχουν και κάποιες αναφορές για μια χριστιανή πολεμίστρια, ονόματι «Μαρία λα Μπαϊλαδόρα» που πολέμησε πάνω σε ισπανική γαλέρα, μεταμφιεσμένη σε άνδρα, στο πλευρό του αγαπημένου της, επιδεικνύοντας μεγάλη γενναιότητα. Μετά από δύο ώρες σκληρής μάχης με πολλές απώλειες εκατέρωθεν, και τα λάβαρα να ανεμίζουν πλάι – πλάι, ξαφνικά αντήχησε η κραυγή «νικήσαμε» από πλευράς των Χριστιανών, καθώς ο Αλί είχε σκοτωθεί μαχόμενος, δεχόμενος μια σφαίρα στο κεφάλι, σύμφωνα μα κάποιες διηγήσεις, κάποιος του έκοψε το κεφάλι και το έδειχνε, ενώ κάποιοι άλλοι έλεγαν ότι το κάρφωσε σε μια λόγχη και στήθηκε ψηλά για να φαίνεται, ή ότι ο Δον Ζουάν διέταξε να το πετάξουν στη θάλασσα όταν του το έφεραν, αισθανόμενος αποτροπιασμό για την έλλειψη σεβασμού σε έναν άξιο αντίπαλο. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η στιγμή που οι χριστιανοί μαχητές κατέβασαν το ισλαμικό λάβαρο και ανέβασαν στη θέση του το

λάβαρο με το σταυρό, η οθωμανική αντίσταση φάνηκε να καταρρέει ξαφνικά.

    Η ναυμαχία είχε κριθεί. Γλαφυρή είναι η περιγραφή που περιέχεται στα απομνημονεύματα ενός ανώνυμου συγγραφέα, τον οποίον αναφέρει Ο Γκουιγιέν: «Η μεγάλη ένταση της μάχης διήρκησε σχεδόν 4 ώρες, και ήταν τόσο αιματηρή και φοβερή, ώστε η θάλασσα και η φωτιά έμοιαζαν να έχουν γίνει ένα, καθώς πολλές τούρκικες γαλέρες καίγονταν και η επιφάνεια του νερού είχε γίνει κόκκινη από το αίμα…αλλά κυρίως πτώματα, Χριστιανών και Τούρκων. Άλλοι ήταν νεκροί, άλλοι τραυματίες, άλλοι ήταν κομματιασμένοι, ενώ κάποιοι δεν είχαν αφεθεί ακόμη στην έσχατη μοίρα τους και

αγωνίζονταν να κρατηθούν στην επιφάνεια στις τελευταίες τους στιγμές, ενώ οι δυνάμεις τους, τους εγκατέλειπαν…αλλά παρ’ όλη αυτή τη δυστυχία οι άνδρες μας δεν αισθάνονταν οίκτο για τους εχθρούς…και ενώ αυτοί ζητούσαν έλεος, αντίθετα δέχονταν βολές από αρκεβούζια και χτυπήματα με τα κοντάρια».

    Ο Οτσιαλί βγήκε ζωντανός από τη μάχη, παίρνοντας μαζί του το λάβαρο των Ιπποτών που είχε αρπάξει από τη ναυαρχίδα της Μάλτας και κρεμάστηκε αργότερα στην Αγία Σοφία. Έζησε ως το  1580. Αυτός έθαψε τη γενιά των βασιλιάδων – πειρατών.



Ο απολογισμός και οι επιπτώσεις          



    Όπως αναφέρει ο Μπιτσένο, στη Ναύπακτο υπολογίζεται ότι σκοτωθήκαν πάνω από 40.000 άντρες, ενώ ανέρρωσαν από τα τραύματά τους άλλοι 10.000. Οι περισσότερες εκτιμήσεις συμφωνούν στο ότι ένα σύνολο 8.000 ατόμων σκοτώθηκαν επί τόπου από τον Ιερό Συνασπισμό. Συνολικά, οι απώλειες εκτιμάται ότι ανήλθαν σε 13.000 περίπου νεκρούς και τραυματίες που υπέκυψαν αργότερα, που αντιστοιχεί στο 20% του συνολικού δυναμικού του στόλου του Ιερού Συνασπισμού. Οι απώλειες σε πλοία εκτιμάται ότι ανήλθαν γύρω σε 17-20 γαλέρες. Όσον αφορά στις οθωμανικές απώλειες, από το στόλο του Σουλτάνου διέφυγαν μόνο 40 γαλέρες, και γαλιότες, καθώς η δυνατότητα πλεύσης κόντρα στον άνεμο επέτρεψε στην ομάδα του Οτσιαλί να διαφύγει. Ο Κονταρίνι εκτιμά ότι σκοτώθηκαν 34 πλοίαρχοι σε ναυαρχίδες, 120 διοικητές σε γαλέρες, 25.000 ναυτικοί, στρατιώτες και κωπηλάτες. Οι Οθωμανοί αιχμάλωτοι ήταν συνολικά 3.486 και οι χριστιανοί σκλάβοι που απελευθερώθηκαν ήταν περίπου 12.000. Οπότε ο συνολικός αριθμός των απωλειών για τον οθωμανικό στόλο ανέρχεται στις περίπου 41.000 δηλαδή το 53% από αυτούς που επέβαιναν στα τουρκικά πλοία. Όσον αφορά στα πλοία, υπολογίζεται πως αιχμαλωτίστηκαν 137 και 50 βυθίστηκαν.

    Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, επρόκειτο για μια συντριπτική ήττα για τους Οθωμανούς, που δεν είχαν χάσει μεγάλη ναυμαχία από τον 15ο αιώνα. Η νίκη χαιρετίστηκε από το σύνολο της Χριστιανοσύνης και αποδόθηκε στην Παναγία, επηρεάζοντας και τους υπόδουλους Έλληνες, που προέβησαν σε εξεγέρσεις σε αρκετά σημεία του ελλαδικού χώρου, χωρίς αποτέλεσμα όμως, και με συνέπεια σκληρά τουρκικά αντίποινα, καθώς ο Ιερός Συνασπισμός δεν συνέχισε το έργο της «σταυροφορίας» που φάνηκε να έχει αρχίσει με τη ναυμαχία της Ναυπάκτου. Ωστόσο αξίζει να σημειωθεί η επίδραση της ναυμαχίας στην ελληνική ναυτιλία, όπως αναφέρει η Αλεξάνδρα Κραντονέλλη στο «Η σημασία της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου στην ανάπτυξη της Ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας», από το 1573 εκδηλώνονται συστηματικά πειρατικές επιδρομές από Μαλτέζους, Ναπολιτάνους, Ισπανούς, Κορσικανούς, Γάλλους κατά νηοπομπών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να προσανατολίζονται στους Έλληνες και να αναθέτουν σε μικρά ελληνικά σκάφη των τουρκοκρατούμενων περιοχών τη μεταφορά των εμπορευμάτων τους.

    Από πλευράς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επιδιώχθηκε η αναπλήρωση των απωλειών και αναδημιουργία του στόλου με μια τεράστια προσπάθεια. Μέσα σε έξι μήνες μετά από τη ναυμαχία, πάνω από 150 γαλέρες και 8 γαλεάσες είχαν ναυπηγηθεί. Συνολικά κατασκευάστηκαν 250 πλοία, περιλαμβανομένων 8 από τα μεγαλύτερα πολεμικά που είχε δει μέχρι τότε η Μεσόγειος, στόλος με τον οποίον οι Οθωμανοί κατάφεραν να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στην ανατολική Μεσόγειο, ενώ το 1573 το οθωμανικό ναυτικό ήταν σε θέση να απειλήσει και να επιτεθεί στη Σικελία και τη

νότια Ιταλία, ενώ το 1574 μπόρεσε να καταλάβει την Τύνιδα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται πως, με κλασική οθωμανική αλαζονεία, ο Μεγάλος Βεζίρης Μεχμέτ Σοκολού, είπε στο Βενετό απεσταλμένο Μαρκαντόνιο Μπαρμπάρο, πως η χριστιανική νίκη δεν προκάλεσε μόνιμή ζημιά στην Τουρκία, παρομοιάζοντάς της με το «ξύρισμα μιας γενειάδας», ενώ η απώλεια της Κύπρου παρομοιάστηκε με κομμένο χέρι.

    Ωστόσο, παρά τους τυπικούς αυτούς τουρκικούς κομπασμούς μετά τη συντριπτική ήττα, τα γεγονότα δεν αμφισβητούνται, καθώς, ακόμα και αν τα πλοία αντικαταστάθηκαν, δεν ήταν εύκολο να γίνει το ίδιο με τα πληρώματα, καθώς αποδείχτηκε αδύνατο να αντικατασταθούν οι εμπειροπόλεμοι ναύτες, κωπηλάτες και στρατιώτες που είχαν χαθεί. Ειδικότερης βαρύτητας ήταν η απώλεια πολλών έμπειρων τοξοτών, που αποτελούσαν βασικό όπλο του οθωμανικού ναυτικού, πέρα από τα έμβολα και τα πυροβόλα. Στην ουσία ο οθωμανικός στόλος απέφευγε οποιαδήποτε μεγάλη αναμέτρηση μα τα χριστιανικά ναυτικά τα χρόνια μετά τη ναυμαχία. Επίσης μετά το 1560, ο μεγάλος αυτός στόλος αποσύρθηκε στην Κωνσταντινούπολη για να σαπίσει. Παρά τις όποιες επιτυχίες είχαν σημειωθεί μέχρι τότε, η εποχή της τουρκικής υπεροπλίας στη μεσόγειο είχε παρέλθει, ακόμα και αν η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε απλώσει την κυριαρχία της σε μεγάλο κομμάτι της νότιας ακτής της Μεσογείου, αυτή αποδίδεται κυρίως στα μεγάλα οφέλη της συμμαχίας με τη Γαλλία και τις χερσαίες επιχειρήσεις. Παράλληλα, η ισπανική ναυτική ισχύς είχε αρχίσει να ανατέλλει, συνεχίζοντας μέχρι το 17ο αιώνα να σημειώνει νίκες στη Μεσόγειο, τσακίζοντας μεγαλύτερους οθωμανικούς στόλους σε μια σειρά από ναυμαχίες, φτάνοντας μέχρι τις ακτές της Τουρκίας. Η οθωμανική κυριαρχία στη θάλασσα είχε τελειώσει προ πολλού.



(Τέλος έκτου μέρους).