Τρίτη 5 Ιουνίου 2018

τότε σε σκέφτομαι και σε θυμάμαι πιο πολύ

Όταν βροχή αδειάζει το στερέωμα, τότε σε σκέφτομαι και σε θυμάμαι πιο πολύ. Περνάει ταξί, τινάζονται λασπόνερα, κουρνιάζεις κι άλλο δίπλα μου κάτω από την ομπρέλα. Σταγόνες πέφτουν από το ταβάνι στο πολύφωτο – τα αποθηκευμένα στη σοφίτα θα σαπίσουν. Γυμνοί αδειάζουμε νερά με κουβαδάκια. Μια αστραπή σκίζει στη μέση τη φωτογραφία μας. Με εγκαύματα στη μνήμη και οι δύο.
Όταν στο δρόμο συναντάω ένα αδέσποτο, τότε σε σκέφτομαι και σε θυμάμαι πιο πολύ. Είναι που είδαμε λαγωνικά κλεισμένα σε κλουβιά, να θέλουν αίμα το φθινόπωρο στη θήρα. Μα, περισσότερο, είναι που είδαμε τον άλλο σκύλο στα υψόμετρα. Ήθελε τόσο να ζυγώσει, να τριφτεί, μα δεν το τόλμησε. Τον άλλο χρόνο – τα τυφλά κουτάβια του εκεί. Σε μια σακούλα πλαστική. Σε κάδο σκουπιδιών, να κλαψουρίζουν. Έτσι και η αγάπη.
Όταν η μάνα μου βάζει το σίδερο στην πρίζα, τότε σε σκέφτομαι
και σε θυμάμαι πιο πολύ. Μου δείχνεις – «πρόσεξε να ’ναι ίσιος ο γιακάς, θα σου τον ψαλιδίσουν στο ικρίωμα». Ύστερα οι βαλίτσες και το βάρος τους. Τα αεροδρόμια μονάχα τ’ απαραίτητα αντέχουν, καθόλου τη φροντίδα. «Στα δύο κόψε με», γυρνάς κατάκοπη, «είμαι ένα μήλο». Και παρακεί, ένα σκουλήκι έρπει κι έρχεται. Έρχεται για να φάει τον καρπό. Έρχεται για να φάει το σώμα.
Όταν ένα παιδάκι ορφανό μπήγει τα κλάματα, τότε σε σκέφτομαι και σε θυμάμαι πιο πολύ. Γνωρίζω ότι η μοναξιά είναι ένα σύμπτωμα της δύναμής σου. Γι’ αυτό σου επιτρέπω μόνη σου να κλάψεις στην αγκάλη μου. Κι εγώ ν’ απουσιάζω απ’ το δάκρυ σου, γιατί είμαι ο στέφανος που το δοξάζει. Μετά, δυο μέρες ύστερα, ξεραίνομαι. Ούτε ως δαφνόφυλλο δεν κολυμπάω στη φακή σου.
Όταν οργή βλέπω τριγύρω να ξεσπάει, τότε σε σκέφτομαι και σε θυμάμαι πιο πολύ. Έτσι όπως σε νικάει ο ρεαλισμός – κοίτα τα χέρια μου τι κόκκινα απ’ τις ραβδώσεις. Ρούχα πετούν μονάχα τους απ’ το μπαλκόνι, κήτη οσμίζονται το αίμα και μαζεύονται. Κι η πόρτα ορθάνοιχτη για να βροντήξει πίσω μου. Να φύγω και στα κόκκινα τα χέρια μου ένα τίποτα. Ενώ είμαι ακόμα εκεί, στα περιστέρια σου. Ενώ είμαι ακόμα εκεί και μ’ ανασαίνεις στα τσιμέντα.
Όταν σε χάλασμα αρχαίου ναού εισέρχομαι, τότε σε σκέφτομαι και σε θυμάμαι πιο πολύ. Μάρμαρα, θάλασσες, μαύρα ιστία. Και κάτι πέρδικες να κακαρίζουν στην αιθρία. «Αφαία», λες, και στάζει ασβέστης απ’ τα χείλη σου. «Σούνιο», λες κι ο λόρδος Βύρωνας πιάνει την πρόκα. Σκύβεις στ’ αυτί μου και μου ψιθυρίζεις κάτι απίστευτο. Η πιο μεγάλη καταδίκη μου – θα το ξεχάσεις.
Όταν παπιά ακούω να κρώζουν κι αγριόχηνες, τότε σε σκέφτομαι και σε θυμάμαι πιο πολύ. Ίσως σε στρώματα να μας θερμάνει η γκούσα τους, ίσως βαρκούλες να ’ρθουν ζωντανές μες στ’ αρμυρίκια. Λέω – «τι λέξη ωραία το υδροκυάνιο», κι έχω υπόψη μου τη θάλασσα που ήπια από το στήθος σου. Λέω – «σ’ αγαπώ», κι όλα μού ανθίστανται. Και πάνω απ’ όλα η σαφήνεια της πενίας μου. Ενώ η πυρκαγιά καλπάζει κατεβαίνοντας τους λόφους.
Όταν σε σκέφτομαι και λέω να μη σε σκέφτομαι, τότε σε σκέφτομαι και σε θυμάμαι πιο πολύ.

Πάνος Σταθόγιαννης