Σάββατο 14 Ιουλίου 2018

Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ Όγδοο μέρος


Μαυριτανική γαλιότα

Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ Όγδοο μέρος


Δημήτρης Τουτουντζής 

 Ο δέκατος έβδομος αιώνας   

    Έχοντας αρχίσει από την εποχή του πρώτου Μπαρμπαρόσα, οι Μπεϊλερμπέηδες (διοικητές), που είχαν σταλεί από την Κωνσταντινούπολη για να κυβερνήσουν τη Βόρεια Αφρική, είχαν εγκαταστήσει σαν κυβερνήτες στο Αλγέρι, το κυριότερο κέντρο των κουρσάρων, όχι μια πλειοψηφία Τούρκων ή Μαυριτανών, αλλά Ευρωπαίους αρνησίθρησκους που είχαν προκόψει μόνοι τους, χάρη στην επιτηδειότητα και το θάρρος τους, και είχαν φθάσει στην πρώτη σειρά του βασικού επαγγέλματος της χώρας. Μερικοί μάλιστα από αυτούς τους προσήλυτους έφθασαν ως το αξίωμα του Μπεϊλερμπέη. Ο Χαϊρεντίν, ο γιος του Έλληνα, ακολουθήθηκε από ένα Σαρδηνό και αυτός είχε σαν διάδοχο έναν Κορσικανό. Ο Οτσιαλί ήταν Καλαβρέζος και ο διάδοχός του ο Ραμαντάν Σαρδηνός. Ύστερα από αυτούς ήρθαν κατά σειρά ένας
Βενετσιάνος, ένας Ούγγρος και ένας Αλβανός. Το 1588, οι 35 γαλέρες του Αλγεριού είχαν για κυβερνήτες έντεκα Τούρκους και είκοσι τέσσερις αρνησίθρησκους, που αντιπροσώπευαν όλα σχεδόν τα χριστιανικά έθνη της Μεσογείου, ακόμα και τα πιο μακρινά. Μερικοί από αυτούς τους ξένους είχαν αιχμαλωτιστεί όταν ήταν ακόμα παιδιά και είχαν υποχρεωθεί να αλλαξοπιστήσουν με τη βία, άλλοι όμως είχαν δεχτεί πρόθυμα την περιτομή και είχαν πάρει μωαμαθενικά ονόματα, τραβηγμένοι από τα κέρδη και τις περιπέτειες που πρόσφερε η θέση του κυβερνήτη σε ένα καράβι της Μπαρμπαριάς. Το 1586, ο Μάστερ Τζων Τίπτον, πρώτος πρόξενος της Αγγλίας στο Αλγέρι, έγραφε σε μια έκθεση πως ο ταμίας του πασά ήταν Άγγλος ευνούχος και αρνησίθρησκος, γιος ενός εμπόρου από το Μπρίστολ, που είχε πάρει το όνομα Χασσάν Αγάς. Ανάμεσα στους αρνησίθρησκους που ανέβηκαν σε μεγάλα αξιώματα, όλοι σχεδόν απέκτησαν τη φήμη ικανών, ακόμα και ανθρωπιστών διοικητών.

    Ύστερα όμως από τη Ναύπακτο άλλαξε ο χαρακτήρας της διοίκησης, όπως είναι αναπόφευκτο κάθε φορά που μια αποκεντρωμένη εξουσία, καθώς πρέπει να εκδηλώνεται σε μεγάλη έκταση, προσφέρει σε διεφθαρμένους υπαλλήλους την ευκαιρία να πλουτίζουν γρήγορα μακριά από τα μάτια της κεντρικής κυβέρνησης. Οι πασάδες που στέλνονταν από την Κωνσταντινούπολη άρχισαν να πουλούν τα αξιώματά τους, σε πλούσιους Τούρκους, που ήταν όλοι σχεδόν ανίκανοι και οι περισσότεροι παλιάνθρωποι και που η μοναδική τους φιλοδοξία ήταν να ξαναμαζέψουν όσα είχαν ξοδέψει για να αγοράσουν το αξίωμα και να βάλουν στην μπάντα όσο ήταν δυνατό περισσότερα χρήματα, πριν χάσουν τη θέση τους. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι πιο άξιοι από τους αρνησίθρησκους ήταν λίγο πολύ ανεξάρτητοι από τις κεντρικές αρχές. Πλήρωναν μόνο το 10% από τα κέρδη τους και αυτό αποτελούσε την κυριότερη πηγή των εισοδημάτων του γενικού διοικητή. Αυτοί που ονομάζονταν όλοι Ρέϊς ήταν τότε ελεύθεροι να ενεργούν όπως τους κάπνιζε. Οι μέρες της καθαρής πειρατείας θα ξαναγύριζαν. Η πειρατεία θα άνθιζε, όπως δεν είχε ξανανθίσει ποτέ παλιότερα.

    Το 1606 έγινε μια αλλαγή που αναστάτωσε τόσο την τέχνη όσο και τις δουλειές της πειρατείας. Εκείνη τη χρονιά ο Σίμον ντε Ντάνσερ δίδαξε τους Αλγερινούς τον τρόπο να φτιάχνουν «στρογγυλά καράβια», δηλαδή ιστιοφόρα με τετράγωνες πρύμνες του τύπου που χρησιμοποιούσαν στον Ατλαντικό, καθώς και να τα μανουβράρουν. Αυτό στάθηκε μια μεταβολή πολύ σημαντική γιατί ξεπερνούσαν τις πιο μεγάλες δυνατότητες που έχουν οι γαλέρες με τα κουπιά. Από αυτή τη στιγμή, όχι μόνο τα παράλια, αλλά ολόκληρη η Μεσόγειος, χειμώνα και καλοκαίρι, με κακοκαιρία καθώς και με μπουνάτσα, έγινε προσιτή στους κουρσάρους. Ακόμα και οι μεγάλοι ναυτικοί δρόμοι που ακολουθούσαν τα μεγάλα ισπανικά καράβια, φορτωμένα με θησαυρούς, γέμισαν από κουρσάρους.

    Ο ευεργέτης των κουρσάρων Σίμον ντε Ντάνσερ ξεκίνησε σαν απλός ναύτης στο Ντόρτρεχτ. Έφτασε να κυβερνάει πλοίο και έγινε κουρσάρος στη υπηρεσία των επαναστατημένων εναντίον της Ισπανίας Ολλανδών. Ύστερα από μια άκαρπη εκστρατεία στη Μεσόγειο, άραξε στη Μασσαλία για να επισκευάσει το καράβι του και να εφοδιαστεί με τρόφιμα, ο πειρασμός αυτού του τόσο ζωντανού λιμανιού όμως στάθηκε πολύ μεγάλος γι’ αυτόν. Αφού χάλασε όσα χρήματα είχε, πούλησε το καράβι του και ξόδεψε ό,τι πήρε, όπως είχε κάνει και με τα άλλα χρήματα. Έτσι, αφού έχασε τη θέση του σαν κυβερνήτης, μάζεψε μερικά ρεμάλια από το λιμάνι, έκλεψε ένα μικρό πλεούμενο και ανοίχτηκε στη θάλασσα για λογαριασμό του, πειρατής εκατό τα εκατό. Γρήγορα αιχμαλώτισε ένα μεγάλο καράβι, όπου μετέφερε το πλήρωμά του. Πολλοί Άγγλοι και Μαυριτανοί ναύτες ενώθηκαν μαζί του και σε λίγους μήνες βρέθηκε επικεφαλής ενός στολίσκου, που το μεγαλύτερο καράβι του είχε πάνω από τριακόσιους άντρες και εξήντα κανόνια. Είχε γίνει θαλασσινή δύναμη και έκανε κάποιο συνδυασμό με έναν αντίπαλο, έναν Άγγλο πειρατή που λεγόταν Ουώρντ, πράγμα που αύξησε σημαντικά τη δύναμή του.

    Ωστόσο μόλις το 1606 εγκαταστάθηκε στο Αλγέρι, όπου ήταν κιόλας φημισμένος και εξασφάλισε θερμή υποδοχή. Τότε δίδαξε σ’ αυτούς που τον φιλοξένησαν την τέχνη της σύγχρονης ναυπηγικής και για ανταμοιβή του παραχώρησαν τη βάση και την αγορά που χρειαζόταν για τη δράση του. Ο Ουώρντ, ο συνεταίρος του, πρόσφερε την ίδια υπηρεσία στο Τούνεζι και πήρε την ίδια αμοιβή.

    Τρία ολόκληρα χρόνια ο Ολλανδός κούρσευε στη Μεσόγειο. Έκανε πλούσιο κούρσος και έβαλε στην μπάντα μεγάλη περιουσία. Διέταξε και του έχτισαν ένα παλάτι στο Αλγέρι και γλεντοκοπούσε με τους πασάδες και τους μπέηδες. Ύστερα πήρε το μαντάτο πως ένας αγγλικός και ένας ισπανικός στόλος περιπολούσαν και οι δύο στη Μεσόγειο με διαταγή να τον πιάσουν ζωντανό ή πεθαμένο. Είχε ακόμα μάθει ανησυχητικές ιστορίες για το πόσο αβέβαιη είναι η ζωή των πλούσιων ξένων στο Αλγέρι. Η συνείδησή του είχε αρχίσει και αυτή να τον ενοχλεί. Δεν είχε ποτέ αποκηρύξει τη χριστιανική θρησκεία, όπως τόσοι άλλοι της φάρας του, αποφάσισε λοιπόν να αποσυρθεί από το επάγγελμα.

    Το πρόβλημα όμως παρουσίαζε κάποια δυσκολία. Δε θα ήταν εύκολο να φύγει από το Αλγέρι παίρνοντας τα χρήματά του. Θα ήταν ακόμα πιο δύσκολο να βρει μια χώρα, όπου θα τον δέχονταν πρόθυμα, αφού είχαν επικηρύξει το κεφάλι του σε όλες τις χώρες σχεδόν, όπου ονειρευόταν να κατοικήσει μελλοντικά. Πρώτα λύθηκε το δεύτερο πρόβλημα. Ύστερα από διαπραγματεύσεις, κατάφερε να εξαγοράσει τη συγχώρεση του βασιλιά της Γαλλίας, του Ερρίκου  Δ΄, και ετοιμαζόταν να περάσει από τα κέρδη του Αλγεριού στα γλέντια του Παρισιού. Ο Γάλλος μονάρχης, παίζοντας αυτό το παιγνίδι, είχε στο νου του και μια άλλη σκέψη, που την κρατούσε κρυφή για την ώρα.

    Η φυγή από το Αλγέρι πραγματοποιήθηκε με μαεστρία, που άξιζε πολλά. Τέσσερα πειρατικά καράβια μπήκαν στο λιμάνι φορτωμένα με διαλεχτές πραμάτειες και πρότειναν να τις πουλήσουν. Ο Ντάνσερ τις αγόρασε σχεδόν όλες και ανέβηκε στο ένα από τα καράβια για να πληρώσει τη συμφωνημένη τιμή. Όπως συνήθως, στα κουπιά των καραβιών βρίσκονταν χριστιανοί σκλάβοι. Ενώ οι περισσότεροι άντρες από τα

μωαμεθανικά πληρώματα βρίσκονταν στην ξηρά, ξέσπασε ένας καυγάς οργανωμένος από πριν ανάμεσα σ’ αυτούς τους σκλάβους και σε μερικούς Μαυριτανούς που είχαν μείνει επάνω στα καράβια. Οι Μαυριτανοί νικήθηκαν και σκοτώθηκαν, εκτός από μερικούς αξιωματικούς, που κρατήθηκαν σαν όμηροι για την περίπτωση που η επιχείρηση δε θα πήγαινε καλά. Ο Ντάνσερ, κύριος τότε των τεσσάρων καραβιών, σαλπάρησε και ύστερα από λίγο έφτασε χωρίς καμιά ενόχληση στο μέρος όπου προτιμούσε να αποσυρθεί, στη Μασσαλία.

    Εκεί, παρά τη βασιλική χάρη, συνάντησε τόσο εχθρική υποδοχή, ώστε όταν έβγαινε στο δρόμο, ήταν υποχρεωμένος να συνοδεύεται από μερικούς σκλάβους του, που αποτελούσαν τη σωματοφυλακή του, με γεμάτα πιστόλια στα χέρια. Πολλοί έμποροι της πόλης είχαν πάθει σοβαρές ζημιές από τον Ολλανδό και πριν μπορέσει να φύγει από τη Μασσαλία, υποχρεώθηκε να τους αποζημιώσει. Έπειτα τράβηξε για το Παρίσι, υπακούοντας σε μια διαταγή του βασιλιά. Από την πρωτεύουσα έγραψε το Δεκέμβριο του 1609, στη Ζέελαντ, για να αναγγείλει πως είχε πάρει βασιλική χάρη και κατά συνέπεια δεν ήταν εκτός νόμου.

    Ο βασιλιάς της Γαλλίας αποκάλυψε τότε την αποστολή που είχε σκεφτεί για τον καινούργιο υπήκοό του. Οι Γάλλοι είχαν τσακωθεί με τους παλιούς συμμάχους τους, τους Τούρκους, και ετοίμαζαν ένα στόλο για να πάνε να χτυπήσουν τη Λα Γκουλέτ στο Τούνεζι. Ο Ερρίκος  Δ΄ θυμόταν μια παλιά παροιμία που συμβουλεύει να χρησιμοποιήσεις έναν κλέφτη για να πιάσεις άλλον κλέφτη και διόρισε τον απόμαχο πειρατή σε μια θέση κουρσάρου στην εκστρατεία. Η επιχείρηση πέτυχε θαυμάσια. Τα καράβια του μπέη κάηκαν και ο στόλος μετέφερε στη Γαλλία πενήντα κανόνια και λάφυρα αξίας τετρακοσίων χιλιάδων φράγκων.  

    Εφτά όμως χρόνια αργότερα οι πειρατές έμελλε να πάρουν εκδίκηση από τον αποστάτη. Η ιστορία αναφέρεται με κάθε λεπτομέρεια από τον Ουίλλιαμ Λίθγκοου, συγγραφέα και ταξιδιώτη, που ήταν αυτόπτης μάρτυρας της επίθεσης της Λα Γκουλέτ. «Βρισκόμουν εκεί κάπου πέντε βδομάδες, όταν είχα την τύχη να δω να φτάνει, στις 16 Φεβρουαρίου, ένα ολλανδικό καράβι, το «Μέερμιν» του Άμστερνταμ, που ερχόταν από το Τετουάν και πήγαινε στη Βενετία. Στο καράβι αυτό βρισκόταν κάποιος πλοίαρχος που λεγόταν Ντάνσερ και ήταν άλλοτε φημισμένος πειρατής και σπουδαίος καπετάνιος, καθώς και πολύ παλιός εχθρός των Μαυριτανών. Είχε σταλθεί σαν πρέσβης από το βασιλιά της Γαλλίας για να πάρει πίσω είκοσι δύο γαλλικά καράβια που είχαν αιχμαλωτιστεί και επρόκειτο να του επιστραφούν. Ήταν ένα στρατήγημα του πασά για να τραβήξει τον Ντάνσερ σ’ αυτή την πόλη, μ’ όλο που είχε αποσυρθεί από την υπηρεσία και είχε παντρευτεί στη Μασσαλία. Φτάνει στο λιμάνι με συνοδεία δύο Γάλλους που βγήκαν στην πόλη για να υποβάλουν τα σέβη τους στον πασά. Ο πασάς τον δέχεται πολύ φιλικά και την άλλη μέρα, συνοδευόμενος από δώδεκα άτομα, ανεβαίνει στο καράβι να ανταποδώσει την επίσκεψη. Ο Ντάνσερ θεωρεί πολύ μεγάλη τιμή που ο πασάς ήρθε ο ίδιος να τον επισκεφθεί. Τον δέχτηκε με όλες τις τιμές που του άξιζαν, κάτω από τους ήχους της σάλπιγγας και τις βροντές των κανονιών. Η συνάντηση ανάμεσα στον υποκριτή πασά και τον Ντάνσερ στάθηκε από τις πιο εγκάρδιες. Ο Ντάνσερ ήταν γεμάτος ευγνωμοσύνη, γιατί είχε παραλάβει το ίδιο πρωί τα καράβια ολότελα αρματωμένα και χωρίς καμιά έλλειψη. Αφού ήπιαν κρασί, ώσπου χόρτασαν, ο πασάς κάλεσε τον Ντάνσερ να τον επισκεφθούν την άλλη μέρα στο φρούριο. Ο Ντάνσερ είχε την ατυχία να δεχτεί την πρόσκληση. Τη συμφωνημένη ώρα κατέβηκε με δώδεκα κυρίους και πλησιάζοντας στο κάστρο είδε δύο Τούρκους που έρχονταν να τον

προϋπαντήσουν. Η ομάδα πέρασε την κρεμαστή γέφυρα, όταν όμως ο Ντάνσερ μπήκε κάτω από το θόλο της πύλης, έκλεισαν οι πόρτες και η ακολουθία του υποχρεώθηκε να μείνει απέξω.

    Ο Ντάνσερ οδηγήθηκε στον πασά και κατηγορήθηκε πως άρπαξε πολλά καράβια, πολλά λάφυρα και πλήθος πλούτη από τους Μαυριτανούς, καθώς και πως σκότωσε πολλούς από αυτούς χωρίς να δείξει τον παραμικρό οίκτο. Αποκεφαλίστηκε αμέσως και το κορμί του ρίχτηκε σε ένα χαντάκι. Ύστερα όλα τα κανόνια έριξαν για να βουλιάξουν το καράβι του Ντάνσερ, αυτό όμως, κόβοντας τα παλαμάρια του, ξέφυγε ανάμεσα στις μεγαλύτερες δυσκολίες.

    Όσο για τους κυρίους που είχαν μείνει στην ξηρά, οδηγήθηκαν ευγενικά και χωρίς να ενοχληθούν ως τα καράβια τους, που μόλις είχαν παραδοθεί και μ’ αυτά σάλπαραν για τη Μασσαλία».

    Οι κουρσάροι γρήγορα έμαθαν τα διδάγματα του Ντάνσερ. Με τα καινούργια καράβια τους με τα πανιά επεκτείνανε αδιάκοπα  την περιοχή των κουρσεμάτων τους, βρίσκοντας πως αυτά όχι μόνο τους έδιναν πιο μεγάλες δυνατότητες για το κούρσος τους, αλλά και πως τους γλύτωναν από την ανάγκη να μεταφέρουν τρόφιμα για εκατό ή διακόσιους σκλάβους κωπηλάτες. Το εμπόριο του Ατλαντικού γινόταν ολοένα και περισσότερο ο αντικειμενικός σκοπός τους. Αυτό το εμπόριο είχε αποκτήσει τώρα πρωταρχική σημασία, γιατί τα κουρσέματα στις ακτές της Ισπανίας είχαν γίνει πιο δύσκολα μετά την έξωση των Μαυριτανών από την Ανδαλουσία το 1610. Χωρίς τη βοήθεια ανθρώπων από την ξηρά, οι επιθέσεις εναντίον της παραλίας γίνονταν τόσο πιο επικίνδυνες, όσο οι επιθέσεις στην ανοιχτή θάλασσα γίνονταν πιο κερδοφόρες.

    Δε χρειάστηκε πολύς καιρός για να απλωθεί ο τρόμος που ένιωθαν ως τότε τα μεσογειακά κράτη και στα βασίλεια του Βορρά. Το 1616 ο σερ Φράνσις Κόττιγκτον, πρεσβευτής της Αγγλίας στην ισπανική αυλή, έγραφε στο δούκα του Μπάκιγχαμ, ευνοούμενο του Καρόλου  Α΄. «Η δύναμη και το θάρρος των Μπερμπερίνων πειρατών, τόσο στον Ωκεανό, όσο και στη μεσόγειο, μεγάλωσαν τώρα τόσο πολύ, ώστε από τότε που μπορεί να θυμηθεί ο άνθρωπος κανένα περιστατικό δεν προκάλεσε στην αυλή λύπη και απογοήτευση, που να μπορεί να συγκριθεί με τη λύπη και την απογοήτευση που προκαλούν τα καθημερινά μαντάτα της δράσης τους. Ο στόλος τους αποτελείται από σαράντα καράβια διακοσίων ως τετρακοσίων τόνων το καθένα. Η ναυαρχίδα τους είναι πεντακοσίων τόνων. Είναι μοιρασμένοι σε δύο μοίρες, η μια με δεκαοχτώ καράβια μένει στα ανοιχτά της Μάλαγας και σε απόσταση που να φαίνεται από την πόλη, και η άλλη είναι γύρω στον κάβο Σάντα Μαρία, που βρίσκεται ανάμεσα στη Λισσαβόνα και στη Σεβίλλη. Η μοίρα που βρίσκεται μέσα από το στενό, μπήκε στο λιμάνι του Μοστίλ, μιας πόλης της επαρχίας της Μάλαγας, και με το πυροβολικό της βομβάρδισε το λιμάνι και το κάστρο, Θα είχε αναμφίβολα πάρει την πόλη, αν δεν είχαν έρθει στρατιώτες από την Γρανάδα για να την βοηθήσουν. Παρ’ όλα αυτά αιχμαλώτισαν πολλά καράβια, ανάμεσα σε αυτά τρία ή τέσσερα από τις δυτικές ακτές της Αγγλίας. Υποχρέωσαν δύο μεγάλα αγγλικά καράβια να πέσουν έξω, έπειτα ξεμπαρκάρανε και οι ίδιοι και τα έκαψαν. Από τότε μένουν στ’ ανοιχτά της Μάλαγας, αιχμαλωτίζοντας όλα τα καράβια που περνούν, και εμποδίζοντας έτσι κάθε εμπόριο μ’ αυτή την περιοχή της Ισπανίας».

    Ανάμεσα στο 1569 και στο 1616 ο στόλος των κουρσάρων, που αποτελούνταν κάπου από εκατό καράβια συνολικά, είχε αιχμαλωτίσει τετρακόσια εξήντα έξη αγγλικά καράβια, που τα πληρώματά τους πουλήθηκαν σαν σκλάβοι. Οι πρόξενοι της Αγγλίας στο Αλγέρι δε σταματούσαν να στέλνουν γράμματα στην κυβέρνησή τους ζητώντας μια επέμβαση,

για να βελτιωθεί η τύχη των Άγγλων αιχμαλώτων και για να την πείσουν να πάρει μέτρα

εναντίον της αυξανόμενης θρασύτητας των Αλγερινών. Το 1631, ο πρόξενος έγραψε στο βασιλιά προειδοποιώντας τον πως αν δεν πληρώνονταν λύτρα χωρίς καθυστέρηση, θα υπήρχαν σύντομα καμιά χιλιάδα σκλάβοι από τα βρετανικά νησιά στο Αλγέρι. Μόνο από την τελευταία τους εξόρμηση οι κουρσάροι είχαν φέρει πίσω σαράντα εννιά βρετανικά καράβια με πανιά. Το γράμμα του τελείωνε με την παρακάτω προειδοποίηση: «Λένε πως αν δε βιαστείτε να στείλετε τα λύτρα, θα έλθουν στην Αγγλία και θα σηκώσουν τον κόσμο από τα κρεβάτια του, όπως συνηθίζουν να κάνουν στην Ισπανία».

    Δεν ήταν φοβέρες στον αέρα. Λίγο αργότερα, όχι λιγότερα από τριάντα κουρσάρικα, ξεκινώντας από την καινούργια βάση τους του Σαλέ στο Μαρόκο, λεηλατούσαν τις ακτές του Ατλαντικού. Ένα από αυτά πιάστηκε μάλιστα στις εκβολές του Τάμεση. Στη δυτική Αγγλία ο πληθυσμός τρομοκρατήθηκε τόσο που ο φάρος του Λίζαρντ σβήστηκε γιατί θα «οδηγούσε τους πειρατές». Η Μάγχη δεν πρόσφερε πια καμιά ασφάλεια στα εμπορικά καράβια που ταξίδευαν έξω από νηοπομπές. Το 1625 ο δήμαρχος του Πλύμουθ γνωστοποίησε πως οι Μπερμπερίνοι πειρατές είχαν αιχμαλωτίσει κάπου χίλιους ναύτες των δυτικών περιοχών μέσα στο χρόνο.

    Το πιο μακρινό ταξίδι που επιχείρησαν ποτέ αυτοί οι αλήτες της θάλασσας τους έφερε ως την Ισλανδία. Ο αρχηγός της επιχείρησης αυτής ήταν, όπως και ο Ντάνσερ, Ολλανδός, ξεχώριζε όμως από αυτόν, γιατί είχε τουρκέψει και είχε «φορέσει σαρίκι». Το όνομά του ήταν Γιαν Γιάνς. Οι Μαυριτανοί τον γνώριζαν με το όνομα Μουράτ Ρέις, για να αποφύγουμε όμως κάθε σύγχυση με τον προηγούμενο Μουράτ, το μαθητή του Μπαρμπαρόσα και του Οτσιαλί, θα αναφερόμαστε σε αυτόν με το ευρωπαϊκό του όνομα.

    Ο Γιαν Γιάνς άρχισε τη σταδιοδρομία του, όπως έγινε με τους περισσότερους Ολλανδούς ναύτες που κατέληξαν να γίνουν πειρατές, σαν κουρσάρος για λογαριασμό τω Ενωμένων Επαρχιών εναντίον των Ισπανών στον πόλεμο της ανεξαρτησίας. Ο σχεδόν νόμιμος όμως αυτός τρόπος πολέμου άφηνε περισσότερη δόξα παρά κέρδη. Ο Γιάνς, ξεπερνώντας την εντολή του, συνέχισε το δρόμο του ως τις ακτές της Μπαρμπαριάς. Εκεί πολέμησε αδιάκριτα τα καράβια όλων των χριστιανικών εθνών, χωρίς να εξαιρεί την Ολλανδία, μόνο που κάθε φορά που ριχνόταν σε ισπανικό καράβι, ύψωνε τα χρώματα του Γουλιέλμου της Οράγγης, τιμώντας έτσι την καταγωγή του. Όταν πολεμούσε με καράβια άλλων εθνών σήκωνε το κόκκινο μισοφέγγαρο των Τούρκων.

    Στην αρχή ταξίδεψε σαν υπαρχηγός ενός φημισμένου κουρσάρου που λεγόταν Σολιμάν Ρέις του Αλγεριού, μετά το θάνατο όμως του αρχηγού του, το 1619, εγκαταστάθηκε στο Σαλέ. Το λιμάνι αυτό, που το όνομά του προκαλούσε ναυτία σε ολόκληρη τη χριστιανοσύνη, είχε μια θέση θαυμάσια προσαρμοσμένη στην καινούργια μορφή πειρατείας, αφού βρισκόταν στην παραλία του Ατλαντικού πενήντα μίλια μόνο από το Γιβραλτάρ, όπου οι κουρσάροι μπορούσαν να στήνουν καρτέρι για να περιμένουν ό,τι περνούσε από το στενό και να ορμάνε με φούρια για να κλείνουν το δρόμο στα καράβια που έρχονταν από τις Ανατολικές Ινδίες και τη Γουινέα. Ο στόλος του Σαλέ δεν ήταν σημαντικός, κάπου δεκαοχτώ καράβια όλα – όλα. Τα καράβια του ήταν μικρά, γιατί μερικά ρηχά εμπόδιζαν την είσοδο στο λιμάνι σε καράβια με μεγάλο εκτόπισμα, αν δε φρόντιζαν να τα ξεφορτώσουν προηγουμένως.

    Τυπικά το λιμάνι αυτό βρισκόταν κάτω από την εξουσία του αυτοκράτορα του Μαρόκου, λίγο όμως ύστερα από την άφιξη του Γιάνς, οι κάτοικοι του Σαλέ ανακηρύχθηκαν ανεξάρτητοι και ίδρυσαν κάτι που ήταν ουσιαστικά μια δημοκρατία πειρατών και την κυβερνούσαν δώδεκα από αυτούς με έναν πρόεδρο, που ήταν

ταυτόχρονα και ο ναύαρχος. Ο πρώτος που εκλέχτηκε ναύαρχος ήταν ο Ολλανδός και για να δείξει στους υιοθετημένους συμπατριώτες του πόσο είχε γίνει δικός τους, παντρεύτηκε μια Μαυριτανή, μ’ όλο που είχε αφήσει γυναίκα και οικογένεια στο Χάαρλεμ.

    Κάτω από την αποτελεσματική διοίκηση τους Γιάνς, οι δουλειές πήγαιναν καλά. Σύντομα βρέθηκε στην ανάγκη να πάρει βοηθό. Γι’ αυτή τη θέση διάλεξε έναν συμπατριώτη του, τον Ματύς βαν Μπόστελ Όοστερλυνκ. Ο υποναύαρχος γιόρτασε το διορισμό του ακολουθώντας το παράδειγμα του αρχηγού του, δηλαδή με το γίνει μωαμεθανός και να παντρευτεί μια δεκατετράχρονη Ισπανίδα, μ’ όλο που είχε γυναίκα και κόρη στο Άμστερνταμ.

    Ο Γιάνς, τόσο με τις πρέζες που έκανε στη θάλασσα, όσο και με τα ποσοστά που είχε σαν ναύαρχος που περιλάμβαναν τα δικαιώματα αγκυροβολίας, πλοήγησης και τα άλλα έσοδα του λιμανιού, καθώς και τις προμήθειές του από τα κλεμμένα εμπορεύματα, έγινε σύντομα πάμπλουτος. Μερικές φορές όμως βαριόταν τη συνηθισμένη υπηρεσία της δουλειάς, ο πειρατής ξυπνούσε μέσα του και ανοιγόταν στη θάλασσα για κούρσος. Σε μια από τις εξορμήσεις του, το Νοέμβριο του 1622, ενώ δοκίμαζε την τύχη του στη Μάγχη, βρέθηκε χωρίς τρόφιμα και αναγκάστηκε να μπει στο λιμάνι Βέερε του Ζέελαντ για να ανεφοδιαστεί. Αυτό φαινόταν παράτολμη επιχείρηση, ο ναύαρχος όμως του σαλέ ήταν υπήκοος του αυτοκράτορα του Μαρόκου, που μόλις είχε υπογράψει μια συμφωνία με τις Ενωμένες Επαρχίες της Ολλανδίας. Κατά συνέπεια ο Γιάνς μπορούσε να ζητήσει νόμιμα τα προνόμια του λιμανιού, μ’ όλο που η υποδοχή που του έκαναν ήταν μάλλον ψυχρή.

    Το πρώτο πρόσωπο που ήρθε να επισκεφθεί το καράβι του ήταν η Ολλανδέζα κυρία Γιάνς, μαζί με όλους τους μικρούς Γιάνς. «Η γυναίκα και όλα του τα παιδιά», γράφει ένας συγγραφέας εκείνης της εποχής, «ανέβηκαν στο καράβι για να τον παρακαλέσουν να το εγκαταλείψει. Οι συγγενείς των ανδρών του πληρώματος έκαναν το ίδιο, δεν μπόρεσαν όμως να τους πείσουν, γιατί αυτοί (το αρνησίθρησκο ολλανδικό πλήρωμα) ήταν πολύ λυσσασμένοι εναντίον των Ισπανών και είχαν μεγάλη μανία για λάφυρα. Όχι μόνο το πλήρωμα δεν έφυγε, αλλά αυξήθηκε κιόλας με μερικές καινούργιες ναυτολογήσεις, παρά την αυστηρή διαταγή των αρχών, πως κανείς δεν έπρεπε να αναλάβει υπηρεσία σ’ αυτό το καράβι. Ύστερα όμως από μισό σχεδόν αιώνα πολέμου με την Ισπανία, οι καιροί ήταν σκληροί στην Ολλανδία. Η νεολαία του Βέερε ένιωθε πολύ περισσότερο τον πειρασμό μιας πλούσιας ζωής, που θα την αποχτούσε αρπάζοντας τον παλιό εχθρό από το λαιμό, παρά φοβόταν τη δυσαρέσκεια των αρχών. Ο Γιάνς έφυγε από το Βέερε έχοντας στο καράβι του περισσότερο κόσμο από όσο είχε όταν μπήκε».

    Λίγα χρόνια αργότερα ο Γιάνς άραξε πάλι στην Ολλανδία. Αυτή τη φορά μόλις είχε ξεφύγει από την καταστροφή. Στα ανοιχτά είχε συναντήσει ένα δυνατό καράβι με ολλανδική σημαία. Ο Γιάνς, ξεχνώντας για μια στιγμή τις συμφωνίες, ερωτεύθηκε αμέσως αυτό το όμορφο καράβι και δοκίμασε να το αρπάξει. Τα πράγματα όμως πήραν άλλο δρόμο. Μόλις παρουσιάστηκε κοντά στο καράβι, αυτό κατέβασε την ολλανδική σημαία, ύψωσε το φλάμπουρο της Ισπανίας στη θέση της και σε ένα λεπτό η γέφυρά του γέμισε με Ισπανούς στρατιώτες. Οι πειρατές, αντιμετωπίζοντας δυνατότερο εχθρό, μόλις και μετά βίας κατάφεραν να γλυτώσουν ύστερα από σκληρό αγώνα, που στη διάρκειά του σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν πολλοί. Στάθηκαν τυχεροί που κατόρθωσαν να καταφύγουν στο λιμάνι του Άμστερνταμ.

    Ο Γιάνς ζήτησε από τις αρχές βοήθεια για τους άρρωστους και τους λαβωμένους του,

πράγμα που του το αρνήθηκαν ψυχρά. Δεν του επιτρέψανε ούτε καν να θάψει τους

νεκρούς του, και έτσι ο μόνος τρόπος να ξεφορτωθεί τα κουφάρια τους, ήταν να τα παραχώσει κάτω από τους πάγους.

    Ύστερα από πολλά σχετικά άσχημα χρόνια στο στενό του Γιβραλτάρ, ο Γιάνς αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του σε μια περιοχή όπου κανένας πειρατής, Μπερμπερίνος ή άλλος, δεν είχε διακινδυνέψει ποτέ. Το 1627, πήρε σαν πιλότο έναν Δανό σκλάβο που ισχυριζόταν πως είχε πάει στην Ισλανδία και τον διέταξε να τον οδηγήσει ως αυτή τη μακρινή γη. Τα τρία καράβια του Γιάνς μετέφεραν εκτός από τους Μαυριτανούς και τρεις Άγγλους αρνησίθρησκους.

    Εκείνη την εποχή ένα τέτοιο ταξίδι ήταν μια ναυτική επιχείρηση εξαιρετικά παράτολμη, τα αποτελέσματα όμως δεν στάθηκαν ανάλογα με τους κινδύνους. Λεηλάτησαν την πρωτεύουσα Ρέικιαβικ, βρήκαν όμως μόνο παστωμένα ψάρια και μερικά τομάρια. Για να μετριάσουν την απογοήτευσή τους αιχμαλώτισαν και πήραν μαζί τους τετρακόσιους (μερικοί λένε οχτακόσιους) Ισλανδούς, άντρες, γυναίκες και παιδιά.

    Στο γυρισμό του ο Γιάνς εγκατέστησε τη βάση του στο Αλγέρι, λίγο καιρό όμως αργότερα αιχμαλωτίστηκε στη διάρκεια ενός ταξιδιού του, από τους Ιππότες της Μάλτας.

    Ο πάτερ Νταν, που διηγείται την ιστορία, λέει πως περνώντας μπροστά από το σπίτι του Γιάνς, αφού έφτασε το μαντάτο της αιχμαλωσίας του στο Αλγέρι, είδε πάνω από εκατό γυναίκες να πηγαίνουν όλες μαζί για να εκφράσουν τα συλλυπητήριά τους στη Μαυριτανή κυρία Γιάνς για τα παθήματα του συζύγου της. Δεν είναι γνωστό πως ο Γιάνς κατάφερε να πετύχει την απελευθέρωσή του, το 1640 όμως ήταν πάλι ελεύθερος στην υπηρεσία του αυτοκράτορα του Μαρόκου.

    Στις 30 Δεκεμβρίου εκείνης της χρονιάς, ένα ολλανδικό καράβι μπήκε στο Σαλέ, ενώ ο Γιάνς ήταν κυβερνήτης του κάστρου. Το καράβι έφερνε έναν καινούργιο Ολλανδό πρόξενο που είχε μαζί του μια ευχάριστη έκπληξη, την κόρη του Γιάνς Λύσμπεθ, μια όμορφη τώρα κοπέλα.

    Η συνάντηση συγκίνησε όσους βρέθηκαν εκεί. Ο Γιάνς ήταν καθισμένος, με μεγάλη μεγαλοπρέπεια σε ένα χαλί με μεταξωτά μαξιλάρια, έχοντας ολόγυρα τους υπηρέτες του. Όταν ο πατέρας και η κόρη βρέθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο «άρχισαν  και οι δύο να κλαίνε και αφού κουβέντιασαν για λίγο, την αποχαιρέτησε με ύφος μονάρχη». Έπειτα η Λύσμπεθ πήγε να κατοικήσει ως τον Αύγουστο με τον πατέρα της στο κάστρο που είχε στην Μαλαντία, μερικά μίλια στο εσωτερικό. Η γενική γνώμη στο καράβι ήταν πως είχε βαρεθεί αυτούς τους ανθρώπους και αυτή τη χώρα. Όποια και αν είναι η αλήθεια, η Λύσμπεθ γύρισε στην Ολλανδία και δεν ακούστηκε πια τίποτε γ’ αυτή.

    Πως πέθανε ο Γιάνς, κανένας δεν ξέρει. Η μόνη πληροφορία που έχουμε, και δεν προδικάζει τίποτε το καλό, περιέχεται σε μια βιογραφία του, γραμμένη από το δάσκαλο της πόλης Όοστζαν, που καταλήγει με τη φράση: «Το τέλος του στάθηκε πολύ θλιβερό».

    Οι δουλειές των πειρατών πήραν τέτοια εξέλιξη στον 17ο αιώνα που δεν είναι δυνατό να προβάλει κανείς χωριστά πρόσωπα. Οι κυριότεροι δρόμοι του Ωκεανού ήταν υπερβολικά  επικίνδυνοι, χωρίς να λογαριάσουμε τους συνηθισμένους κινδύνους της ναυσιπλοΐας εκείνης της εποχής. Το εμπόριο βρισκόταν λοιπόν σε αξιοθρήνητη κατάσταση, η πείνα στις πόλεις δεν ήταν κάτι το σπάνιο, οι οικογένειες διαλυμένες, είτε επειδή είχαν χωριστεί οριστικά, είτε επειδή είχαν καταστραφεί από τα λύτρα που έπρεπε να πληρώσουν για να αποσπάσουν από τη φρίκη της σκλαβιάς εκείνο ή εκείνα από τα μέλη τους, που είχαν αρπαχθεί. Κατά βάθος αυτό το αξερίζωτο κακό χρωστούσε την ύπαρξή του στην κακοήθεια της πολιτικής των χριστιανικών κρατών της Ευρώπης. Οι

Τούρκοι δεν ήταν αρκετά δυνατοί για να προστατέψουν τα αδέρφια τους των ακτών της Μπαρμπαριάς. Αν όλες οι δυνάμεις που ενοχλούνταν έτσι, ή έστω και μόνο τρεις ή τέσσερις από αυτές, είχαν συμφωνήσει για να ενώσουν τις προσπάθειές τους, θα μπορούσαν, αν ήθελαν, να σαρώσουν τους πειρατές από τη Βόρεια Αφρική. Ακριβώς όμως αυτή η ένωση ήταν αδύνατη. Όταν η Γαλλία βρισκόταν σε πόλεμο με την Ισπανία, θεωρούσε τους Μαυριτανούς χρήσιμους συμμάχους. Η πολιτική οδήγησε τους Ολλανδούς να υιοθετήσουν στις αρχές του 17ου αιώνα μια ανάλογη στάση, γιατί έβλεπαν με καλό μάτι τους πειρατές να λεηλατούν τους εχθρούς του ολλανδικού εμπορίου, που βρισκόταν τότε σε πλήρη ανάπτυξη. Πότε – πότε οι Σουηδοί και οι Άγγλοι ενεργούσαν με τον ίδιο τρόπο. Το αποτέλεσμα ήταν πως αντί να εξοντώσουν τους ληστές, τα πολιτισμένα κράτη της Δύσης τους πλήρωναν χαράτσι για να μην τους ενοχλούν τα καράβια, υποχρέωση άλλωστε που οι πειρατές τη σέβονταν μόνο όταν ήθελαν. Οι πειρατές ήταν προφυλαγμένοι από αντίποινα, τόσο όταν δεν ανταποκρίνονταν στις υποχρεώσεις τους, όσο και όταν φέρνονταν βάρβαρα.

    Πότε – πότε ένα έθνος, αγανακτισμένο από μια σειρά επιθέσεις των Μαυριτανών, έκανε καμιά απόπειρα αντιποίνων, αυτές όμως οι μεμονωμένες εκστρατείες, συχνά άσχημα προετοιμασμένες, που υποστηρίζονταν μόνο με λόγια, δεν βελτίωναν καθόλου την κατάσταση. Η Αγγλία, η Γαλλία, η Ισπανία, η Ολλανδία ή η Σουηδία έστελναν ένα στόλο, που έμπαινε στο λιμάνι του Αλγεριού, της Τρίπολης, του Μπουζί ή του Τουνεζιού και έριχνε μερικές κανονιές. Ο αρχηγός του στόλου γινόταν τότε δεκτός από τον πασά ή τον μπέη, που καταδεχόταν να πάρει ευγενικά κάποιο όμορφο δώρο και να υπογράψει μια νέα συμφωνία να μην πειράξει ποτέ πια τα καράβια αυτού του έθνους, ούτε να κρατήσει κανέναν από τους υπηκόους του σαν σκλάβο. Μόλις όμως έφευγε ο στόλος, οι πειρατές ξανάρχιζαν τα ίδια. Το 1620, ο σερ Ρόμπερτ Μάνσελλ στάλθηκε από την Αγγλία για να αποσπάσει μια υπόσχεση αυτού του είδους και το κατόρθωσε. Πριν όμως γυρίσει στην Αγγλία, σαράντα αγγλικά καράβια είχαν κυριευθεί στους εμπορικούς δρόμους και είχαν οδηγηθεί στα αλγερινά λιμάνια.

    Ο Κρόμβελ ήταν ο πρώτος Άγγλος ηγεμόνας που αρνήθηκε κάθε συμβιβασμό με τους Κουρσάρους της Μπαρμπαργιάς. Το 1655 έστειλε μια μοίρα κάτω από τις διαταγές του Μπλέικ, για να κυνηγήσει και να εξοντώσει τους πειρατές και εμπιστεύθηκε στο μεγάλο ναυτικό μια δύναμη ικανή να του εξασφαλίσει την επιτυχία. Ο Μπλέικ μπήκε παράτολμα στο λιμάνι του Τουνεζιού, κάτω από τις μπαταριές των κανονιών του κάστρου, έκαψε όλα τα καράβια που βρίσκονταν αγκυροβολημένα εκεί και ύστερα τράβηξε για το Αλγέρι, από όπου πήρε πίσω όλους τους σκλάβους που κατάγονταν από την Αγγλία, τη Σκωτία, την Ιρλανδία και τα αγγλονορμανδικά νησιά.

    Στα είκοσι χρόνια που ακολούθησαν, οργανώθηκαν διάφορες εκστρατείες αντιποίνων, κανιά όμως απ’ αυτές δεν έδωσε αποτελέσματα ως την  μέρα που ο σερ Έντουαρντ Σπράγκ, ακολουθώντας το παράδειγμα του Μπλέικ, έκαψε τον αλγερινό στόλο στο λιμάνι του Μπουζί, το 1671, με αποτέλεσμα να ξεσηκωθεί ο όχλος, να σφάξει τον Αγά και να πάει το κεφάλι του στον Άγγλο, θέλοντας να δείξει έτσι πως επιθυμούσε την ειρήνη. Τα καλά αποτελέσματα της δραστήριας αυτής ενέργειας κράτησαν πέντε χρόνια. Χρειάστηκε τότε πάλι να στείλουν τον σερ Τζων Νάρμπρου για να ξαναφέρει για μια ακόμα φορά τους Αλγερινούς στα συγκαλά τους. Ωστόσο, αντί να βομβαρδίσει την πόλη, ο Νάρμπρου προτίμησε να υιοθετήσει την πιο ήρεμη συνηθισμένη μέθοδο και πλήρωσε έξη χιλιάδες πιάστρα για να ελευθερώσει έναν ορισμένο αριθμό Άγγλων αιχμαλώτων. Ο Νάρμπρου στάλθηκε πάλι το 1677, αυτή τη φορά για να τιμωρήσει τους πειρατές της

Τρίπολης, που η θρασύτητά τους μεγάλωνε συνέχεια όσο περιοριζόταν η θρασύτητα των βορειότερων αδερφών τους. Ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις με τον Μπέη, ο Νάρμπρου κατάλαβε πως δεν είχε να κερδίσει τίποτε και πήρε πιο αποτελεσματικά μέτρα. Τα μεσάνυχτα έστειλε στο λιμάνι δώδεκα πλεούμενα εφοδιασμένα με εκρηκτικές ύλες, κάτω από τις διαταγές του πρώτου βοηθού του Κλάουντεσλυ Σόβελ, που έγινε αργότερα  φημισμένος ναύαρχος. Σε λιγότερο από μια ώρα τα εχθρικά καράβια καίγονταν για μεγάλη έκπληξη των Τούρκων.

    Το 1681, γράφεται ένα φυλλάδιο με τίτλο: «Πιστή αφήγηση της πρόσφατης αιματοβαμμένης συνάντησης ανάμεσα στον πλοίαρχο Μπούθ του πλοίου «Αβεντύρ» και στον Χατζ Αλή, καπετάνιο των «δύο Λιονταριών και Στέμματος» του Αλγεριού στις 17 Σεπτεμβρίου στα ανοιχτά του κάβου Τραφαλγκάρ».

    Το αλγερινό καράβι ήταν οπλισμένο με περισσότερα από σαράντα μεγάλα κανόνια και με άλλα μικρότερα. Είχε τριακόσιους είκοσι εφτά Τούρκους και Μαυριτανούς στρατιώτες και το πλήρωμά του περιλάμβανε ογδόντα οχτώ χριστιανούς σκλάβους. Ο κυβερνήτης Χατζ Αλή ήταν ένας Δανός αρνησίθρησκος, γεννημένος στην Κοπεγχάγη.

    Ήταν χαράματα. Ενώ το «Αβεντύρ» κυνηγούσε ένα μικρό γαλλικό καράβι, το πλήρωμά του διέκρινε το μεγάλο καράβι των πειρατών, που ρυμουλκούσε μιαν αγγλική πρέζα. Οι Μαυριτανοί που βρίσκονταν σ’ αυτή πέρασαν βιαστικά στο καράβι τους, εγκαταλείποντάς την. Ο πλοίαρχος Μπούθ την περιμάζεψε, βρήκε δύο Άγγλους σκλάβους κρυμμένους στο αμπάρι και τους έδωσε εντολή να τον ακολουθήσουν με το καράβι, ενώ έπαιρνε τον Αλγερινό στο κυνήγι.

    Στις μία το μεσημέρι τα δύο καράβια βρίσκονταν πλάι – πλάι και άρχισε μια λυσσασμένη μάχη που κράτησε χωρίς διακοπή ως τις εννιά. Εκείνη τη στιγμή οι δύο αντίπαλοι είχαν πάθει τόσο μεγάλες αβαρίες στα κατάρτια και στις αρματωσιές τους, ώστε αποχωρίστηκαν και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να επισκευάσουν όπως – όπως τα καράβια τους. Λίγο αργότερα ξανάρχισαν τον αγώνα και εξακολούθησαν να πολεμούν όλη τη νύχτα ως τις εννιά το άλλο πρωί, όταν έγινε ένα ατύχημα, που στην αρχή φάνηκε πως ήταν η καταδίκη του αγγλικού καραβιού. Ας αφήσουμε να μας τα πει ο πλοίαρχος Μπούθ:

    «Κατά τις εννιά το πρωί, μόλις είχα πάρει έναν άντρα από κάθε κανόνι του μεσαίου καταστρώματος, από όπου μπορούσαν να λείψουν, για να εξοπλίσω τα κανόνια της γέφυρας. Τότε ένας από τους απόμαχους του βασιλιά, που στην ώρα της μάχης η δουλειά του ήταν να ασχολείται με τη μεταφορά με του μπαρουτιού, μπήκε στην αίθουσα των αξιωματικών, κρατώντας στα χέρια του τέσσερα φυσέκια και μπαρούτι, για να προφυλαχτεί. Εκείνη τη στιγμή ένα μεγάλο βλήμα του εχθρού έπεσε στην αίθουσα και χτύπησε τα τρία φυσέκια που κρατούσε. Τα φυσέκια πήραν φωτιά και τον πέταξαν από την αίθουσα στη γέφυρα, ανατινάζοντας τις εφτά ή οχτώ χειροβομβίδες που βρίσκονταν εκεί. Οι χειροβομβίδες αυτές σκοτώσανε ή πληγώσανε όλους τους άντρες που βρίσκονταν γύρω μου και γλύτωσα παρά τρίχα με μια πληγή μόνο στο λαιμό, από ένα θραύσμα χειροβομβίδας. Για μεγάλη μας τύχη, ύστερα από ένα λεπτό τσακιζόταν το μεγάλο κατάρτι του αλγερινού και αμέσως οι πειρατές παραδόθηκαν».

    Τα δύο καράβια είχαν πάθει σημαντικές αβαρίες. Επάνω στο πειρατικό βρήκαν τον Χατζ Αλή βαριά πληγωμένο και πέντε αξιωματικούς. Τέσσερις από αυτούς ήταν αρνησίθρησκοι από την Ολλανδία και το Αμβούργο, ο πέμπτος ήταν ανιψιός του κυβερνήτη του Αλγεριού. Βρήκαν ακόμα ένα γέρο Τούρκο, έναν παλιό ναύαρχο του Αλγεριού, τον Αμπράμ Ρέις «που έπαιρνε μέρος στο ταξίδι για διασκέδασή του». Ένας

χριστιανός σκλάβος του πειρατικού καραβιού δήλωσε πως αν ο Αμπράμ δεν είχε επέμβει, οι πειρατές θα είχαν παραδοθεί πολύ νωρίτερα, «αυτός όμως έδινε θάρρος στους Τούρκους, μιλώντας τους για τις επιτυχίες που είχε κερδίσει άλλοτε εναντίον των χριστιανών, αναφέροντάς τους τις ναυμαχίες του με ολλανδικά πολεμικά καθώς και την αναμέτρησή του με τον σερ Ρίτσαρ Μπητς, που διοικούσε το «Χάμσαϊρ», όπως και πολλές άλλες συγκρούσεις.



(Τέλος ογδόου μέρους).