Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2018

Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ Δωδέκατο μέρος


Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ  Δωδέκατο μέρος

Δημήτρης Τουτουντζής

Οι πειρατές στην εποχή των Στούαρτ. 

    Η άνοδος του Ιακώβου  Α΄ στο θρόνο προκάλεσε βαθειά αλλαγή στην εξωτερική πολιτική της Αγγλίας. Ο μακροχρόνιος πόλεμος που είχε κάνει η Ελισάβετ στην Ισπανία, στην αρχή χωρίς να τον κηρύξει επίσημα και ύστερα με όλους τους απαραίτητους τύπους, είχε απορροφήσει στο τέλος του αιώνα όλη τη δραστηριότητα του ναυτικού λαού. Η ειρήνη ξανάφερε τις συνηθισμένες δυσκολίες. Τα καράβια παροπλίζονταν, τα πληρώματα απολύονταν και η χώρα είχε πλημμυρίσει από ναυτικούς χωρίς δουλειά. Η συνηθισμένη εμπορική ναυσιπλοΐα μπορούσε να χρησιμοποιήσει πολύ λίγους από τους πλεονάζοντες ναυτικούς και οι υπόλοιποι, που είχαν για μοναδικό επάγγελμα το ναυτικό, ξαναγύριζαν στη θάλασσα αναζητώντας ένα μέσο για να ζήσουν. 
    Ο καλύτερος τρόπος για να σχηματίσει κανείς μια αποκαλυπτική εικόνα της κατάστασης στη διάρκεια αυτής της βασιλείας, είναι να καταφύγει στην περιγραφή της σταδιοδρομίας ενός από τους πιο γνωστούς πειρατές της εποχής αυτής, του Σερ Χένρυ Μαίηνουωριγκ. 
    Γεννημένος από μια παλιά οικογένεια ανατράφηκε στο κολλέγιο της Οξφόρδης, όπου γράφτηκε σε ηλικία δώδεκα χρονών, και πήρε το δίπλωμά του το 1602, σε ηλικία δεκαπέντε χρονών. Ύστερα από διάφορες περιπέτειες σαν δικηγόρος, στρατιώτης και ναυτικός, αποφάσισε να γίνει πειρατής και αγόρασε ένα μικρό καράβι εκατόν εξήντα τόνων, το «Ρεζίστανς», που αν και μικρό, ήταν ένα θαυμάσια ναυπηγημένο πλεούμενο, γρήγορο και
ευκολοκουμαντάριστο, καλά οπλισμένο και επανδρωμένο με ένα πρώτης τάξεως πλήρωμα. Σαλπάρανε από την Αγγλία δήθεν για να πάνε στις Αντίλλες, φτάνοντας όμως στο Γιβραλτάρ, ο νεαρός καπετάνιος μάζεψε το πλήρωμά του και του ανήγγειλε το σκοπό του να πολεμήσει όλα τα ισπανικά καράβια που θα συναντούσαν.

    Αφού κάθε πειρατής πρέπει να έχει μια βάση όπου να στηρίζεται για τις επιχειρήσεις του, ο Μαίηνουωριγκ πήγε στην ακτή της Μπαρμπαριάς, στο Μάρμορα, έναν τόπο με κακή φήμη. Ξεκινώντας από κει, τα κουρσέματά του στέφθηκαν με επιτυχία και έπιασε, το ένα μετά το άλλο, πολλά ισπανικά καράβια. Δε λυπόταν ποτέ ισπανικό καράβι, τουλάχιστον όμως δεν πείραζε τα αγγλικά και είχε αποκτήσει αρκετή δύναμη, ώστε να απαγορεύει στους πειρατές συναδέλφους του, του Μάρμορα να λεηλατούν τα καράβια του έθνους του.

    Η φήμη του απλώθηκε γρήγορα. Τον τιμούσαν στις ακτές της Μπαρμπαριάς, ενώ στη νότια Ιρλανδία ο πλούτος και η γενναιοδωρία του τον είχαν κάνει θρυλικό ήρωα. Ο βασιλιάς της Ισπανίας άρχισε να τον φοβερίζει, έπειτα όμως, με την υπόσχεση μεγάλων ανταμοιβών και μιας σημαντικής διοίκησης στην υπηρεσία του, δοκίμασε να πάρει τον κουρσάρο κοντά του. Αυτός όμως έκανε τον κουφό όπως τον έκανε και στις προτάσεις του Μπέη του Τουνεζιού, που του πρόσφερε ένα συνεταιρισμό με ίσα δικαιώματα, αν δεχόταν να αποκηρύξει το χριστιανισμό.

    Το 1614 πήγε στη ζώνη όπου στρατολογούνταν εύκολα τα πληρώματα των πειρατικών, στο ψαρότοπο της Νέας Γης όπου έφτασε περνώντας τον Ατλαντικό με άλλους καπετάνιους στις 4 Ιουνίου έχοντας οχτώ ιστιοφόρα οπλισμένα για πόλεμο. Το ένα από αυτά είχε πιαστεί στον ψαρότοπο και ένα άλλο στην ακτή της Νέας Γης. Σε όλα τα

λιμάνια επιτάξανε μαραγκούς, τρόφιμα για τα καράβια, πολεμοφόδια και ό,τι χρειαζόταν. Όλα αυτά τα πήραν από το στόλο των ψαράδικων πλοίων, σύμφωνα με τον παρακάτω κανόνα. Παίρνουν ένα ναύτη στους έξη και το ένα πέμπτο από τα τρόφιμα. Από τα πορτογαλικά καράβια πήραν όλο το κρασί, καθώς και τις άλλες προμήθειες, εκτός από το ψωμί. Από ένα γαλλικό καράβι πήραν δέκα χιλιάδες ψάρια. Τα μέλη των πληρωμάτων πολλών καραβιών λιποτάκτησαν για να ενωθούν μαζί τους. Αιχμαλώτισαν ένα γαλλικό καράβι που ψάρευε και έπειτα αφού έμειναν για τρισήμισυ μήνες στην περιοχή και καλοπέρασαν σε βάρος του ψαράδικου στόλου, έφυγαν στις 14 Σεπτεμβρίου, παίρνοντας μαζί τους τετρακόσιους ναύτες και ψαράδες του ψαράδικου στόλου, άλλους με τη θέλησή τους και άλλους με το ζόρι.

    Αφού απέσπασε ό,τι επιθυμούσε από τους ψαράδικους στόλους της Νέας Γης, ο Μαίηνουωριγκ ξαναπέρασε τον Ατλαντικό για να γυρίσει στο παλιό του λημέρι του Μάρμορα, εκεί όμως διαπίστωσε πως είχε καταληφθεί από τους Ισπανούς, που το κρατούσαν γερά. Υπήρχε όμως στη Μεσόγειο ένα καινούργιο λιμάνι ανοιχτό για τους πειρατές, η Βιλφράνς, που ανήκε τότε στη Σαβοΐα. Ο Μαίηνουωριγκ εγκατέστησε εκεί το αρχηγείο του, όπου πήγε και τον βρήκε ένας άλλος Άγγλος πειρατής, ένας αριστοκράτης που λεγόταν Ουώλσιγκχαμ.

    Η μια πρέζα ακολουθούσε την άλλη. Αρπάξανε πεντακόσιες χιλιάδες κορώνες σε ισπανικά νομίσματα σε διάστημα έξη μηνών. Οι Ισπανοί μόλις τολμούσαν να ξεμυτίσουν από τα λιμάνια τους. Ο βασιλιάς τους, απελπισμένος, έδωσε έγγραφες άδειες κουρσέματος σε όσους εκφράζανε την επιθυμία να κάνουν κούρσος εναντίον αγγλικών καραβιών και έστειλε για λογαριασμό του μια μοίρα από πέντε βασιλικά καράβια, με διαταγή να καταστρέψουν τους Άγγλους κουρσάρους και να του φέρουν τον πειρατή ζωντανό ή νεκρό.

    Φεύγοντας από το Κάντιθ, ο βασιλικός στόλος συνάντησε τυχαία τον Μαίηνουωριγκ που δεν είχε παρά τρία μόνο καράβια. Ακολούθησε μια άγρια πάλη, που συνεχίστηκε πεισματικά ως τη νύχτα. Οι Ισπανοί στάθηκαν τυχεροί, γιατί μπόρεσαν να ξεφύγουν και να γυρίσουν νικημένοι, με σοβαρές αβαρίες στη Λισσαβόνα.

    Διαπιστώνοντας πως δεν κατόρθωσε τίποτα με τη δυναμική μέθοδο, ο βασιλιάς της Ισπανίας πρόσφερε στον Μαίηνουωριγκ αμνηστία και είκοσι χιλιάδες δουκάτα το χρόνο, αν δεχόταν να αναλάβει τη διοίκηση μιας ισπανικής μοίρας. Όσο όμως και αν ήταν ελκυστική μια τέτοια προσφορά γι’ αυτόν τον τυχοδιώκτη πολεμιστή, αρνήθηκε να τη δεχτεί.

    Εκείνη την εποχή οι πειρατές είχαν γίνει τόσο ανυπόφοροι, ώστε οι πρεσβευτές της Ισπανίας και της Γαλλίας φοβέρισαν και οι δυο τον βασιλιά Ιάκωβο πως θα έπαιρναν αυστηρά μέτρα, αν ο Μαίηνουωριγκ δε γινόταν ανίκανος να βλάψει.

    Ο Ιάκωβος που ποθούσε πάνω από όλα την ειρήνη, έστειλε έναν αντιπρόσωπο στην ακτή της Μπαρμπαριάς με εντολή να προσφέρει τη συγγνώμη στον Μαίηνουωριγκ, αν υποσχόταν να εγκαταλείψει την πειρατεία, και να τον φοβερίσει με ένα στόλο ικανό να τον συντρίψει αν αρνιόταν.

    Ο Μαίηνουωριγκ συνθηκολόγησε αμέσως και αφού δέχτηκε την πρώτη λύση, πήγε στο Ντόβερ με δύο καράβια. Στις 9 Ιουνίου 1616 ο πλοίαρχος Μαίηνουωριγκ, ο καπετάνιος της θάλασσας, πήρε τη συγγνώμη του κάτω από τη μεγάλη σφραγίδα της Αγγλίας με την παράξενη δικαιολογία πως «δεν είχε διαπράξει μεγάλα παραπτώματα». Ταυτόχρονα δόθηκε γενική αμνηστία σε όλα τα μέλη του πληρώματός του, που γυρίζοντας στην Αγγλία, υποσχέθηκαν να μην επιδοθούν ποτέ πια στην πειρατεία.

    Ο κουρσάρος, συγχωρεμένος και μετανοιωμένος, για να δείξει την ευγνωμοσύνη και την ειλικρίνεια της μετάνοιάς του, βγήκε αμέσως στη θάλασσα για να αιχμαλωτίσει όλους τους πειρατές που θα μπορούσε να βρει. Η δουλειά δεν του έλειψε, γιατί πολυάριθμοι Μαυριτανοί πειρατές βρίσκονταν στη Μάγχη, προκαλώντας μεγάλες ζημιές στο εμπόριο, και είχαν φτάσει μάλιστα μέχρι να αιχμαλωτίσουν ολόκληρο τον ψαράδικο στόλο, που γύριζε από τη Νέα Γη. Η τόλμη αυτών των μουσουλμάνων πειρατών ήταν καταπληκτική. Ο Μαίηνουωριγκ αναφέρει πως βρήκε τρία από τα καράβια τους μέσα στον Τάμεση. Τα κυρίευσε με ρεσάλτο και απελευθέρωσε ορισμένο αριθμό χριστιανών, που βρήκε πάνω σ’ αυτά.

    Αυτή η δραστήρια ενέργεια του Μαίηνουωριγκ έκανε τόση εντύπωση στο βασιλιά, ώστε του ανέθεσε υπηρεσία στην αυλή. Ο ναυτικός έγινε λοιπόν για ορισμένο καιρό αυλικός και φίλος του βασιλιά, που εκτιμούσε τις συμβουλές του για τα ναυτικά προβλήματα. Η ζωή όμως στην αυλή έγινε γρήγορα ανιαρή για τον ανήσυχο θαλασσόλυκο και γι’ αυτό του βρήκαν μια θέση που του ταίριαζε καλύτερα, τη θέση του διοικητή του φρουρίου του Ντόβερ και αναπληρωτή κυβερνήτη των Πέντε Λιμανιών. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1623, εκλεγόταν μέλος της Βουλής για το Ντόβερ. Στις ελεύθερες ώρες που του άφηναν τα διάφορα καθήκοντά του, βρήκε τον καιρό να γράψει ένα βιβλίο, το πρώτο μιας σειρά για την πειρατεία. Αφιερώθηκε στο βασιλιά και το πρωτότυπο χειρόγραφο βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο, έχει δε τον τίτλο:  «ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ, ΤΙΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΤΩΝ ΠΕΙΡΑΤΩΝ».

    Οι σαράντα οκτώ σελίδες, σε πολύ καθαρή γραφή, περιέχουν ολόκληρη την ιστορία της μαυριτανικής πειρατείας, τον καιρό των Στούαρτ. Για να δείξει τον καλύτερο τρόπο για την εξάλειψή της, εξηγεί τους λόγους που έσπρωχναν τους ναυτικούς να γίνονται πειρατές. Γράφει πως πλήθος τίμιοι ναύτες υποχρεώθηκαν από την πείνα και την ανεργία να αγκαλιάσουν αυτό το επάγγελμα. Δεν υπάρχει μυστικό στο επάγγελμα που να μην το αποκάλυψε ο μετανοιωμένος πειρατής. Περιγράφει τα διάφορα φρούρια της Μπαρμπαριάς, αναφέρει ότι στο Τετουάν, στην ακτή του Μαρόκου μπορεί εύκολα ένας πειρατής να πάρει νερό, να κάνει επιδιορθώσεις και να αγοράσει μπόλικο μπαρούτι. Ύστερα προσθέτει την αποκαλυπτική πληροφορία, πως αυτό το μπαρούτι μεταφερόταν εκεί από Άγγλους και Φλαμανδούς εμπόρους.



Οι μπουκανιέροι πειρατές.



    Η παράξενη και απαίσια αυτή σχολή πειρατείας, που είναι γνωστή με το όνομα «Αδελφότητα της Ακτής», έχει την καταγωγή της σε ορισμένες ιδιαίτερες εξελίξεις της ευρωπαϊκής πολιτικής. Η Ισπανία είχε χάσει τη θέση της σαν πρώτη δύναμη του κόσμου. Τα άλλα έθνη όσο πήγαινε ένιωθαν ολοένα λιγότερη διάθεση να σεβαστούν τη διεκδίκησή της για το μονοπώλιο στις Αντίλλες και στην Καραϊβική θάλασσα, όπως είχε καθορίσει ο πάπας Αλέξανδρος ΣΤ΄, χορηγώντας το στην Ισπανία σαν συνέπεια των ανακαλύψεων του Κολόμβου.

    Ο τρόπος που χρησιμοποιούσαν το μονοπώλιό τους οι Ισπανοί ήταν πολύ ανόητος. Η Ισπανία είχε πεισθεί πως θα αύξανε τα κέρδη της στο ανώτατο όριο, υποχρεώνοντας τις αποικίες της να μην εμπορεύονται παρά μόνο με τη μητρόπολη, χωρίς να λογαριάζει το γεγονός πως τα μέσα που διέθετε δεν της επιτρέπανε να εφοδιάσει τους κατοίκους της αποικίας παρά μόνο με ένα μικρό μέρος από τα προϊόντα που χρειάζονταν. Αυτός δεν ήταν ο μόνος λόγος απαγόρευσης του εμπορίου. Είχαν παρέμβει και θρησκευτικοί λόγοι

και ιδιαίτερα είχε απαγορευθεί στους αιρετικούς να πλησιάζουν στις δυτικές κτήσεις της Καθολικής Μεγαλειότητάς Του. Από πολύ νωρίς είχε δημοσιευθεί διάταγμα που απαγόρευε να αποβιβάζονται σε οποιαδήποτε ισπανική αποικία, να πουλάνε ή να αγοράζουν οποιασδήποτε μορφής προϊόντα ή τρόφιμα.

    Αυτό το διάταγμα όμως ήταν πιο εύκολο να δημοσιευτεί παρά να γίνει σεβαστό. Οι άποικοι χρειάζονταν τα προϊόντα που πουλούσαν οι κουρσάροι και τα αγοράζανε. Αυτή η βασική ανάγκη εξηγεί τις επιτυχίες των κουρσάρων στο δεύτερο τρίτο του 16ου αιώνα. Σύντομα όμως εμφανίσθηκε ένας μεγαλύτερος κίνδυνος από το λαθρεμπόριο. Οι παραβάτες άρχισαν να αποικίζουν τις απαγορευμένες περιοχές και προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν μόνιμες εμπορικές σχέσεις με τους Ισπανούς γείτονές τους. Η πρώτη αποικία που ιδρύθηκε από τους Γάλλους στη Φλώριδα, το 1562, καταστράφηκε ανελέητα. Οι Ισπανοί δεν υποχωρούσαν πραγματικά μπροστά σε καμιά σκληρότητα, για να προστατέψουν το μονοπώλιό τους. Ωστόσο ο αποικισμός συνεχιζόταν.

    Η πρώτη μόνιμη αποικία των Άγγλων στην Αμερική δημιουργήθηκε στο Τζεϊμστάουν της Βιργινίας το 1607 και το 1632 δημιουργήθηκε η πρώτη αποικία στις Αντίλλες, στο Σαίντ Κίττς, αν και δύο χρόνια αργότερα το νησί μοιράστηκε ανάμεσα στους Άγγλους και τους Γάλλους. Όποιο και αν ήταν οι πρώτοι που αρχίσανε να μπαίνουν στις ισπανικές κτήσεις, πειρατές, κουρσάροι ή τίμιοι έμποροι, δεν ήταν μπουκανιέροι. Ο πειρατής ήταν ένας εγκληματίας που άρπαζε τα καράβια όλων των εθνών σε όλα τα νερά, οι μπουκανιέροι όμως στην αρχή δεν πλιατσικολογούσαν παρά μόνο τα ισπανικά καράβια και εμπορεύματα της Αμερικής. Οι μπουκανιέροι οφείλουν την επιβίωσή τους κυρίως στη στενοκεφαλιά των Ισπανών, που δεν μπορούσαν να προσφέρουν στους αποίκους τους εκείνα που χρειάζονταν ή τους έδιναν σε τεράστιες τιμές, καθορισμένες από τις αρχές της Ισπανίας, σε μια εποχή όπου οι ξένοι έφερναν στις αποικίες κάθε λογίς πραμάτειες σε λογικές τιμές.

    Η πρώτη βάση αυτών των εμπόρων ελευθέρων σκοπευτών, από όπου βγήκε η αδελφότητα των μπουκανιέρων, στάθηκε η Ισπανιόλα, που σήμερα είναι μοιρασμένη στην Αϊτή και τον Άγιο Δομίνικο, δεύτερο σε μέγεθος νησί από τις Αντίλλες. Αυτό το μεγάλο και μεγαλόπρεπο νησί κατοικούνταν άλλοτε από φυλές Ινδιάνων, που η σκληρότητα των Ισπανών τις είχε ουσιαστικά εξαφανίσει. Μετά την κατάκτηση του Μεξικού και του Περού, οι περισσότεροι από τους Ισπανούς αποίκους έφυγαν από τα νησιά, για να πάνε να βρουν την τύχη τους στην ηπειρωτική Αμερική, αφήνοντας πίσω τους πολλά κοπάδια άγρια βοοειδή και γουρούνια, βγαλμένα από κατοικίδιες ράτσες, που ζούσαν ελεύθερα στη σαβάνα. Λίγο-λίγο Άγγλοι και Γάλλοι έφταναν στην Ισπανιόλα για να κυνηγήσουν αυτά τα άγρια ζώα, να ξεράνουν το κρέας τους και να το πουλήσουν στα περαστικά καράβια.

    Ο Κλάρκ Ράσσελ στη «Ζωή του Ουίλλιαμ Ντάμπιερ περιγράφει αυτή την πρωτόγονη αποικία και αναφέρει μ’ αυτή την ευκαιρία την καταγωγή της ονομασίας του μπουκανιέρου. «Κατά τα μέσα του 17ου αιώνα, το νησί Ισπανιόλα, πλημμύρισε από μια παράξενη κοινότητα άγριων, πρόστυχων, ακοινώνητων και βρωμερών ανθρώπων. Οι περισσότεροι ήταν Γάλλοι άποικοι, που ο αριθμός τους είχε αυξηθεί με τον καιρό από μεγάλες συνεισφορές προερχόμενες από τα κατακάθια διάφορων πόλεων της Ευρώπης. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν ντυμένοι με ένα πουκάμισο και ένα παντελόνι από πρόστυχη τσόχα, βουτηγμένα στο αίμα των ζώων που σκότωναν. Φορούσαν ένα στρογγυλό κασκέτο, ψηλές μπότες από χοιρινό δέρμα και μια ζώνη από ακατέργαστο δέρμα, όπου έχωναν τα σπαθιά και τα μαχαίρια τους. Οπλίζονταν ακόμα με μουσκέτα που έριχναν ένα

ζευγάρι σφαίρες, δύο ουγγιές η κάθε μια. Τα μέρη όπου ξεραίνανε και αλατίζανε το κρέας ονομάζονταν «μπουκάν» και από αυτή την έκφραση βγήκε το όνομα των μπουκανιέρων. Ήταν επαγγελματίες κυνηγοί και αγριάνθρωποι από συνήθεια. Κυνηγούσαν και σκοτώνανε τα ζώα και εμπορεύονταν το κρέας τους. Η αγαπημένη τροφή τους ήταν το ωμό μεδούλι από τα φρεσκοσκοτωμένα ζώα. Τρώγανε και κοιμόνταν κατάχαμα, για τραπέζι είχαν μια πέτρα, για προσκεφάλι τον κορμό ενός δέντρου και για σκεπή τους το ζεστό και λαμπερό ουρανό».

    Οι πρώτοι που παραβιάσανε το ισπανικό μονοπώλιο ήταν οι Γάλλοι. Οι πρώτοι αυτοί πειρατές δεν είχαν να πούμε την αλήθεια, δύσκολη δουλειά, γιατί οι περισσότερες αποικίες που χτύπησαν διέθεταν φτωχά αμυντικά μέσα, λίγα κανόνια, και αρκετά συχνά δεν είχαν ούτε μπαρούτι. Οι Γάλλοι κουρσάροι γρήγορα έμαθαν τους δρόμους που προτιμούσαν στο γυρισμό τους τα χρυσοφορτωμένα γαλιόνια και άρχισαν να κόβουν βόλτες γύρω στις ακτές της Κούβας καθώς και του Γιουκατάν, ελπίζοντας σε μια πλούσια πρέζα. Όταν φαινόταν κανένας στόλος από αυτά τα αργοκίνητα μεγάλα καράβια, τα μικρά και χαμηλά καράβια των πειρατών, με τα πανιά ανοιχτά, τα παρακολουθούσαν από κοντά, περιμένοντας την ευκαιρία να ορμήσουν επάνω σ’ εκείνο που θα είχε την ατυχία να καθυστερήσει ή να χωριστεί από το στόλο. Γι’ αυτό δεν πρέπει να απορούμε που είπαν γι’ αυτά τα μικρά καράβια πως είχαν γίνει εφιάλτης για τους Ισπανούς ναυτικούς.

    Ωστόσο αυτοί οι άντρες ήταν οι πρόδρομοι των μπουκανιέρων, που δεν άρχισαν να προκόβουν παρά μόνο στα μέσα του 17ου αιώνα. Το πραγματικό ξεκίνημά τους χρονολογείται από τότε που τους έδιωξαν οι Ισπανοί από την Ισπανιόλα. Οι Ισπανοί αποφάσισαν να ξεφορτωθούν αυτούς τους μπουκανιέρους, που ως τότε δεν πειράζανε κανέναν. Ξεσπιτώνοντάς τους όμως, μετέβαλε αυτούς τους σφάχτες ζώων σε σφάχτες ανθρώπων.

    Διωγμένοι από την Ισπανιόλα, οι άποικοι ανακάλυψαν ένα σίγουρο καταφύγιο σ’ ένα μικρό βραχονήσι ονομαζόμενο Τορτούγκα ή νησί της Χελώνας, που βρίσκεται μερικά μίλια στ’ ανοιχτά της βορειοδυτικής ακτής της Ισπανιόλας. Εγκαταστάθηκαν εκεί, ιδρύσανε ένα είδος δημοκρατίας και έχτισαν ένα φρούριο. Για ένα ή δύο χρόνια όλα φαίνονταν να πηγαίνουν καλά στη νέα αποικία, ώσπου μια μέρα μια ισπανική δύναμη, που ήρθε από τον Άγιο Δομίνικό, έπεσε επάνω της και την κατέστρεψε. Οι Ισπανοί όμως δεν έμειναν εκεί για πολύ και όταν έφυγαν, οι μπουκανιέροι άρχισαν να ξαναγυρίζουν. Μόνο όμως μερικά χρόνια αργότερα το 1640, εγκαταστάθηκαν εκεί οι πραγματικοί μπουκανιέροι και αναπτύχθηκαν για μια περίοδο κάπου ογδόντα χρόνων. Εκείνη τη χρονιά ένας Γάλλος του Σαιντ – Κιττς, ο Λεβασσέρ, καλβινιστής, ικανός μηχανικός και πολύ γενναίος ευγενής, μάζεψε μια ομάδα Γάλλους του ιδίου δόγματος και επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στο νησί της Χελώνας.

    Η επίθεση στέφθηκε από επιτυχία και οι Γάλλοι κατέλαβαν το νησί χωρίς πολλή δυσκολία. Η πρώτη δουλειά του κυβερνήτη ήταν να χτίσει ένα γερό φρούριο σ’ ένα βραχώδες ύψωμα και να το οπλίσει με κανόνια. Στο φρούριο αυτό έχτισε μια κατοικία που την ονόμασε «Περιστερώνα». Ο Μόνος τρόπος για να φτάσεις εκεί ήταν να σκαρφαλώσεις σε μια σκάλα σκαλισμένη στο βράχο και σε μια σιδερένια ανεμόσκαλα. Μόλις τελείωσε το φρούριο, εμφανίσθηκε στο μικρό λιμάνι μια ανύποπτη ισπανική μοίρα. Έγινε δεκτή με κεραυνοβόλα πυρά του περιστερώνα, που βούλιαξε πολλά καράβια και έτρεψε τα υπόλοιπα σε φυγή.

    Κάτω από τη σοφή διοίκηση του Λεβασσέρ, η μικρή αποικία πρόκοψε. Κάθε λογής

Γάλλοι και Άγγλοι τυχοδιώκτες μαζεύτηκαν εκεί, κτηματίες, μπουκανιέροι και λιποτάκτες ναύτες. Οι μπουκανιέροι κυνηγούσαν τον καπνό και τη ζάχαρη, ενώ πολλοί από τους νεοφερμένους, που είχαν γίνει πειρατές εκατό τα εκατό, αλωνίζανε στις γύρω θάλασσες για να βρουν ισπανικά καράβια να λεηλατήσουν.

    Η Τορτούγκα έγινε σύντομα η αποθήκη του μπουκάν και των δερμάτων που προέρχονταν από την Ισπανιόλα, καθώς και των πλιάτσικων που αρπάζονταν από τους Ισπανούς και αλλάζονταν με ρακί, κανόνια, μπαρούτι και υφάσματα, προερχόμενα από τα ολλανδικά και τα γαλλικά καράβια που έπιαναν εκεί. Δεν χρειάστηκε πολύς καιρός για να απλωθεί η φήμη της Τορτούγκας σε όλες τις Αντίλλες, τραβώντας εκεί ένα χείμαρρο τυχοδιώκτες κάθε λογής, που δεν μπορούσαν να αντισταθούν στον πειρασμό των θαλασσινών επιθέσεων κατά των Ισπανών με τις πιθανότητες γρήγορου πλουτισμού που τους έδινε.

    Είναι αδύνατο σ’ ένα βιβλίο σαν αυτό να κάνει κανείς λεπτομερειακή μελέτη της ανάπτυξης των μπουκανιέρων, πολύ περισσότερο που η ιστορία τους γράφτηκε από ένα δικό τους ιστορικό, τον Αλεξάντρ Ολιβέ Εξκεμελέν ή Εσκεμελέγκ, ένα Γάλλο, που έφτασε στις Αντίλλες το 1658. Το βιβλίο του πρωτοδημοσιεύτηκε το 1678 στο Άμστερνταμ και φαίνεται πως σημείωσε αμέσως επιτυχία.

    Το 1665 πραγματοποιήθηκε ένα παράτολμο κατόρθωμα, που γι’ αυτό μπορεί να ειπωθεί πως σημειώνει την αρχή της δράσης των μπουκανιέρων. Ως αυτή τη χρονιά οι  πειρατές ταξίδευαν με μικρές βάρκες με κουπιά και με ένα ή δύο πανιά για να τους βοηθούν, αν παρουσιαζόταν ανάγκη . Τις χρησιμοποιούσα για να περιφέρονται κλεφτά γύρω στις ακτές ή να παραφυλάνε στα λιμανάκια, έτοιμοι να αιφνιδιάσουν τα ισπανικά καράβια. Ακριβώς με ένα τέτοιο πλεούμενο ο Πιέρ Λεγκράν ανοίχτηκε στη θάλασσα με είκοσι οχτώ άντρες πλήρωμα. Πολλές μέρες συνέχεια αναζητούσε μάταια καμιά πρέζα και επειδή κατανάλωσαν όλα τα τρόφιμα, κινδύνευαν να πεθάνουν από την πείνα, όταν κάποιο βράδυ είδαν ένα ισχυρό στόλο ισπανικών καραβιών να παρελαύνει μεγαλόπρεπα μπροστά τους. Το τελευταίο γαλιόνι ακολουθούσε από πίσω σε κάποια απόσταση και ο Πιέρ αποφάσισε να το αιχμαλωτίσει ή να σκοτωθεί στην απόπειρά του. Στις τροπικές περιοχές το σκοτάδι πέφτει ξαφνικά, και γι’ αυτό το μικρό πλεούμενο μπόρεσε να πλησιάσει χωρίς να το δουν στην πρύμνη του γαλιονιού, που υψωνόταν από πάνω του.

    Πριν αρχίσει το ρεσάλτο, ο Λεγκράν έδωσε διαταγή στο χειρούργο (γιατί φαίνεται πως ήταν εφοδιασμένος μ’ αυτή την πολυτέλεια), να ανοίξει τρύπες στο κήτος της βάρκας τους, έτσι που να αποκλείεται κάθε ελπίδα γυρισμού, αν το σχέδιο αποτύχαινε. Ύστερα οι άντρες, ξυπόλυτοι και οπλισμένοι με πιστόλια και σπαθιά, σκαρφάλωσαν στις πλευρές του καραβιού, σκότωσαν τον τιμονιέρη και όρμησαν στη μεγάλη αίθουσα, όπου αιφνιδιάσανε το ναύαρχο και τους αξιωματικούς του, καθώς έπαιζαν χαρτιά. Ακουμπώντας ένα πιστόλι στο στήθος του, ο Λεγκράν διέταξε το ναύαρχο να του παραδώσει το καράβι του. Στο μεταξύ οι υπόλοιποι πειρατές είχαν καταλάβει το οπλοστάσιο και σκότωσαν όσους Ισπανούς αντιστέκονταν. Σε λίγα λεπτά το απίθανο είχε πραγματοποιηθεί και το ισχυρό καράβι βρισκόταν στα χέρια μερικών Γάλλων παλιανθρώπων.

    Ο Πιέρ Λεγκράν έκανε τότε κάτι απίστευτο. Αντί να γυρίσει στην Τορτούγκα και να σπαταλήσει τα πλούτη του, όπως έκαναν ύστερα; από αυτόν όλοι οι άλλοι μπουκανιέροι, έκανε πανιά κατευθείαν για τη Διέππη της Νορμανδίας, την πατρίδα του, και αποσύρθηκε, χωρίς να ξαναβγεί στη θάλασσα.

    Φυσικά η είδηση του καταπληκτικού κατορθώματος του Λεγκράν είχε μεγάλο

αντίκτυπο. Ύστερα από αυτό οι μπουκανιέροι μπορούσαν να ελπίζουν το κάθε τι, όσο μικρά και αν ήταν τα πλεούμενά τους, και οι Ισπανοί καπετάνιοι, στα πλούσια γαλιόνια που γύριζαν στη χώρα τους ήταν αιχμάλωτοι του συνεχούς φόβου πως θα τους επιτεθούν.

    Για να δώσουμε μια ιδέα για τον τρόπο οργάνωσης των μπουκανιέρων καθώς και για τους κανόνες και τους νόμους που ακολουθούσαν όταν έβγαιναν για πόλεμο, αξίζει να αναφέρουμε ορισμένα αποσπάσματα του Εξκεμελέν, όπου δίνει την παρακάτω περιγραφή των ανθρώπων που μαζί τους ζούσε.

    «Πριν ανοιχτούν στη θάλασσα (γράφει) οι πειρατές ειδοποιούν όσους θα πάρουν μέρος στην επιχείρηση, για την ακριβή ημέρα που θα μπαρκάρουν, επιβάλλοντάς τους ταυτόχρονα την υποχρέωση να πάρει ο καθένας μαζί του όσες λίβρες μπαρουτιού και όσα βλήματα χρειάζονται για την υπόθεση. Όταν βρεθούν όλοι στο καράβι, μαζεύονται σε συμβούλιο για να συζητήσουν το πρόβλημα του τόπου όπου θα πάνε πρώτα για να πάρουν τρόφιμα, ιδιαίτερα κρέας, χοιρινό συνήθως, γιατί δεν τρώνε σχεδόν τίποτε άλλο. Η τροφή που ακολουθεί είναι η χελώνα, που συνηθίζουν να την αλατίζουν λίγο. Μερικές φορές αποφασίζουν να λεηλατήσουν κανένα χοιροστάσιο, όπου οι Ισπανοί τρέφουν καμιά φορά ως χίλιους χοίρους. Φτάνουν μέσα στη νύχτα και αφού καταλάβουν το σπιτάκι του φύλακα, τον υποχρεώνουν να σηκωθεί, φοβερίζοντάς τον πως θα τον σκοτώσουν αν δεν υπακούσει στις διαταγές τους ή αν κάνει τον παραμικρό θόρυβο. Συμβαίνει μάλιστα να εκτελούν αυτές τις φοβέρες, χωρίς να λυπηθούν τους δυστυχισμένους χοιροβοσκούς και τα άλλα άτομα, που προσπαθούν να αντισταθούν στο πλιάτσικο.

    Αφού εξασφαλίσουν αρκετές ποσότητες κρέας για το ταξίδι τους, γυρίζουν στο καράβι. Η μερίδα του καθενός είναι όσο μπορεί να φάει. Ούτε ζυγίζεται, ούτε μετριέται. Ο τροφοδότης του καραβιού δε δίνει στον πλοίαρχο μερίδα κρέας ή άλλου φαγώσιμου ανώτερη και από τη μερίδα του μικρότερου ναύτη. Αφού εφοδιαστεί καλά το καράβι, γίνεται καινούργιο συμβούλιο για να αποφασίσουν σε ποιον τόπο θα πάνε να αναζητήσουν την τύχη τους. Ταυτόχρονα, σ’ αυτό το συμβούλιο διατυπώνουν μερικά άρθρα, που γράφονται στο χαρτί, σαν υποχρεωτικά, γιατί όλοι πρέπει να τα σέβονται, και που υπογράφονται από όλους ή από τον αρχηγό. Καθορίζουν λεπτομερειακά το χρηματικό ποσό που θα πάρει ο καθένας για το ταξίδι. Πηγή των πληρωμών θα είναι το συνολικό αποτέλεσμα από τα κέρδη όλης της επιχείρησης. Γιατί υπακούουν και αυτοί στον ίδιο νόμο με όλους τους άλλους πειρατές: «Δεν έχει πλιάτσικο, δεν έχει μισθό».

    Ωστόσο πριν από όλα αναφέρουν το ποσό που θα πρέπει να πάρει ο καπετάνιος για το καράβι του. Ύστερα το μισθό του μαραγκού ή του εργάτη που καλαφάτισε, διόρθωσε ή αρμάτωσε το καράβι. Αυτός ο μισθός φθάνει συνήθως στα εκατό ή εκατόν πενήντα πιάστρα, μερικές φορές λιγότερο ή περισσότερο, ανάλογα με τη συμφωνία. Ύστερα αφαιρούν από τα κοινά κεφάλαια διακόσια πιάστρα για τις προμήθειες, ένα λογικό ποσό για το χειρούργο και το κιβώτιό του με τα φάρμακα, που συνήθως λογαριάζονται στα διακόσια μέχρι διακόσια πενήντα πιάστρα. Τελικά ορίζουν γραφτά την αποζημίωση ή την αμοιβή, που θα πάρει όποιος λαβωθεί ή γίνει ανάπηρος ή χάσει ένα μέλος του στην επιχείρηση. Ας δούμε τον πίνακα που ακολουθεί με τις απώλειες και την αμοιβή που προβλέπεται:



Χάσιμο του δεξιού μπράτσου      600 Πιάστρα ή 6 σκλάβους

   -«-     αριστερού       -«-            500     -«-          5     -«-

   -«-     δεξιού        ποδιού           500     -«-          5     -«-

Χάσιμο αριστερού ποδιού           400      -«-          4    -«-

   -«-      ενός ματιού                    100      -«-          1 σκλάβο

   -«-      ενός δακτύλου               100      -«-           1    -«-



    Μπορεί να παρατηρήσει κανείς πως οι μπουκανιέροι έκαναν διάκριση ανάμεσα στο χάσιμο του δεξιού μπράτσου και του αριστερού. Όλα αυτά τα ποσά παίρνονται από το κοινό κεφάλαιο που σχηματίζεται από τα κέρδη της πειρατείας τους. Ωστόσο και σ’ αυτή τη διαδικασία υπολογίζονται τα προσόντα και οι θέσεις. Έτσι ο καπετάνιος ή ο αρχηγός της επιχείρησης παίρνει πέντε ή έξη φορές το μερτικό ενός απλού ναύτη, ο δεύτερος καπετάνιος παίρνει δύο μερτικά και οι άλλοι αξιωματικοί ανάλογα με τη δουλειά τους. Ύστερα δίνουν ίσα μερτικά σε όλους τους ναύτες, από το μεγαλύτερο έως το μικρότερο, χωρίς να ξεχνούν τους μούτσους. Και αυτοί ακόμα παίρνουν μισό μερτικό, για το λόγο πως όταν τυχαίνει να αρπάξουν κανένα καράβι καλύτερο από το δικό τους, καθήκον των μούτσων είναι να κάψουν το καράβι ή τη βάρκα όπου βρίσκονταν και ύστερα να πάνε στην πρέζα που πήραν.                                      



Τέλος Δωδέκατου μέρους.