Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

Ματιές στην «εξωτική» Ελλάδα του ’55. Στον Πόρο

 Ο Ρόμπερτ Μακέιμπ ανοίγει τη θερινή σεζόν της γκαλερί Citronne στον Πόρο με έκθεση 45 φωτογραφιών.
Της Μαργαριτας Πουρναρα  kathimerini

 Ξεφυλλίζω το φωτογραφικό λεύκωμα που μου έχει δώσει ο Ρόμπερτ Μακέιμπ, ξανά και ξανά. Στις σελίδες του, εικόνες από την Αθήνα, την ύπαιθρο και τα νησιά διαδέχονται η μία την άλλη, σαν καρέ από ασπρόμαυρη ταινία. Δεκαετία του ’50 και μια Ελλάδα φτωχική και ξυπόλυτη αλλά αξιοπρεπής, χαμογελαστή με μάτια που καίνε από ζωντάνια και πείσμα. Πίσω από τον φακό, ένας 20άρης Αμερικανός με περιπετειώδη φύση και διάθεση να μάθει τον κόσμο, από την Ανταρκτική μέχρι τη Μεσόγειο. Μονάχα που η γνωριμία με τη χώρα μας δεν ήταν ένα απλό φλερτ.
Στον Πόρο
Εξήντα χρόνια μετά, παραμένει κοντά μας. Παντρεύτηκε Ελληνίδα, έχει σπίτι στην Πλάκα και τα ελληνικά του είναι εξαιρετικά όπως διαπιστώνω και στην κατ’ ιδίαν συνάντησή μας στο «Σχολαρχείον» για μεζέ και κουβέντα. Αφορμή, η έκθεσή του με την οποία εγκαινιάζει τη θερινή σεζόν η γκαλερί Citronne στον Πόρο, όπου
παρουσιάζονται από το Σάββατο, 45 φωτογραφίες από τα ταξίδια του στην Ελλάδα το 1955, το 1957 και το 1965 – τμήμα ενός grand tour ανά την Ευρώπη. Τότε ήταν φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον, όπου είχε αναπτύξει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κληρονομιά του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Με την κοφτερή ματιά του ξένου παρατηρητή, φωτογράφισε τον τόπο και τους ανθρώπους, κατέγραψε ολόκληρο το θεματικό φάσμα: πορτρέτα, σκηνές της καθημερινής ζωής, αρχιτεκτονική, τοπία.
  Πριν προσγειωθούν τα πιάτα στο τραπέζι, ο Μακέιμπ μου δείχνει μερικές λήψεις που θα συμπεριληφθούν στο αφιέρωμα. Σε μια από αυτές, ένα φωτογενές γαϊδουράκι κλέβει την παράσταση. Δεν είναι όποιο κι όποιο. Οι κάτοικοι κάποιας επαρχιακής πόλης σκόπευαν να το δώσουν δώρο στον Λίντον Τζόνσον όταν είχε επισκεφθεί τη χώρα μας πριν εκλεγεί πρόεδρος των ΗΠΑ. Οι άνδρες της ασφαλείας του δεν δέχθηκαν να το πάρουν στο αεροπλάνο μαζί τους, αλλά το τετράποδο έγινε διάσημο και έζησε πριγκιπικό βίο.
Μια Ελλάδα εξωτική
«Εκείνα τα χρόνια η Ελλάδα είχε κάτι εξωτικό. Ο τουρισμός ήταν παντελώς άγνωστη έννοια και όπου και αν πάτησα το πόδι μου, ο κόσμος ήταν αφάνταστα φιλόξενος. Θυμάμαι ότι το 1961 ο δήμαρχος Ιου είχε παραχωρήσει το κρεβάτι του σε ένα Νεοϋορκέζο γιατρό από την παρέα μας. Φαντάζεστε ποτέ ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί σήμερα; Ηταν φιλοξενία με την ομηρική έννοια και είχε παραμείνει αναλλοίωτη για χιλιετηρίδες...».
  Ο Μακέιμπ –περιέργως– δεν καταφεύγει στον γλυκασμό της νοσταλγίας. Μας έχει παρακολουθήσει από κοντά όλες αυτές τις δεκαετίες, έχει δει τα νησιά να υποδέχονται εκατομμύρια τουρίστες το καλοκαίρι, τα πρόσωπά μας να αλλάζουν. Χάσαμε την απλότητά μας, αποκτήσαμε νεοπλουτίστικες συνήθειες, αλλά εκείνος μας αγαπά βαθιά και εξακολουθεί να μιλάει γλυκά για εμάς. «Ηταν απολύτως φυσικό να μεταμορφωθεί η Ελλάδα. Το ’60 είχα βρει πέντε Γάλλους τουρίστες στην Ιο και μου είχε κακοφανεί τόσο που έφυγα. Ακόμα και σήμερα, πάντως, υπάρχουν κάποια μέρη που έχουν κρατήσει την ανθρώπινή τους ταυτότητα, όπως τα Ζαγοροχώρια».
  Γεννημένος στο Σικάγο το 1934, μεγάλωσε στην ευρύτερη περιοχή της Νέας Υόρκης όπου εξακολουθεί να ζει έξι μήνες τον χρόνο. Ο πατέρας του εργαζόταν σ’ ένα φωτογραφικό έντυπο και χάρισε στον εξάχρονο γιο του την πρώτη του μηχανή. Οταν δεν ήταν κρυμμένος στον σκοτεινό θάλαμο, δεν την αποχωριζόταν ποτέ. Τράβηξε τις πρώτες του φωτογραφίες από την Ευρώπη σε ένα ταξίδι που έκανε το 1954 στη Γαλλία, την Ιταλία και την Ελλάδα, ενώ ήταν φοιτητής. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1955 και το 1957 και το 1965. Το 1959 έφτασε μέχρι την Ανταρκτική. Η ματιά του παραμένει ίδια όπου κι αν φωτογραφίζει. Σε μια από τις πιο απαισιόδοξες περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας είναι ωραίο να βλέπει κανείς τη χώρα του από την πλώρη ενός καϊκιού, ακολουθώντας το βλέμμα του Μακέιμπ. Η έκθεση στον Πόρο θα διαρκέσει μέχρι και τις 12 Μαΐου.