Δευτέρα 3 Μαΐου 2010

Ν Ο Μ Ι Μ Ο Ν

Του  Βασίλη Γκάτσου
 (Φωτο Πίνακας του Γιάννη Σταύρου)

  Αυτές τις ώρες της πτώχευσης έναν και μοναδικό κλάδο θεωρώ αδικημένο απόλυτα. Κλάδο ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΦΤΑΙΞΕ ΣΕ ΤΙΠΟΤΑ και αν είχαν οι κυβερνώντες, όλων των κομμάτων, κοινωνικό αισθητήριο θα διόρθωναν αμέσως την αδικία. Πρόκειται για τους συνταξιούχους ναυτικούς μας της υπερποντίου ναυτιλίας μας.
  Μακριά από οικογένειες και πατρίδα, δουλειά που λογίζεται 24ωρη, συνέχεια εν κινδύνω, έβλεπαν τα παιδιά τους μεγαλωμένα ένα ή δύο χρόνια…. ξαφνικά, έφερναν το πολύτιμο συνάλλαγμα στην ψωροκώσταινα χωρίς να έχουν καμία απολαβή από το Ελληνικό Κράτος, ούτε καν τον έπαινο και προπαντός, λόγω και επαγγέλματός τους, ούτε φυσική παρουσία στο χώρο του νεοελληνικού οικονομικού θαύματος.   Πόσο μάλλον που και οι εργοδότες τους δεν χρηματοδοτούντο από ελληνικές τράπεζες, ούτε είχαν σχέση δούναι και λαβείν με το ελληνικό κράτος.   Αντίθετα σε όλους είναι γνωστό ότι το ταμείο τους όχι απλά υπέστη κακοδιαχείριση αλλά καταλήστευση ….υπέρ του κοινού των Ελλήνων, και καλούνται τώρα να συνεισφέρουν …υποχρεωτικά από τη σύνταξή τους.

Θα φτιάξω λοιπόν μία ιστορία:
Αξιωματικός του εμπορικού ναυτικού, νόμιμα και ωραία (άγνωστο αν και με
κάποιο μέσο) βρίσκεται σε υπηρεσία μόνιμου δημόσιου υπαλλήλου 10 χρόνια σε υψηλό σχετικά πόστο και μισθό και σε θέση που του ‘επιτρέπει’ να συμπληρώνει ικανοποιητικά τον επιούσιο.

Μια μέρα λέει στη γυναίκα του «Γυναίκα θέλω να βολευτώ και γώ καλλίτερα». «Μα τι λες, μια χαρά είσαι εκεί που είσαι, άλλοι κάνουν τούμπες για τέτοιες θέσεις!».

Δεν την άκουσε και ζήτησε να μετατεθεί (έβαλε και λόγο μέσον) σε ένα πόστο ‘που πλέον δεν του επέτρεπε’ και με χαμηλότερες αποδοχές και με περισσότερη δουλειά.

Ευχαριστημένος γύριζε στο σπίτι του και έλεγα στη μάνα του «Μανούλα, βολεύτηκα μια χαρά, μην ακούς τη γυναίκα μου!».

Πέρασαν λίγα χρόνια αλλά δεν τον ικανοποιούσε ούτε αυτό το βόλεμα. «Γυναίκα μου βολεμένος είμαι εκεί αλλά θέλω να βολευτώ καλύτερα!». «Στη μάνα σου πέστα, γιατί εγώ δεν μπορώ πια να σε παρακολουθήσω!».

Και μίαν πρωίαν πέφτει στα γόνατα της μάνας, να πάρει την ευχή της κράζοντας: «Μάνα, θα πάω στα καράβια!». Τάβλα η μάνα, μπαίνει, μαθαίνει κι η γυναίκα, τάβλα με τη σειρά της.

Καλοβολεύτηκε (έβαλε και λίγο μέσον) με τα καράβια, γιατί αν και πρώτος μηχανικός, έχοντας χρόνια μακριά από τη θάλασσα τον πήραν για τρίτο και με πολύ χαμηλό μισθό. Έτσι καλά βολεμένος, κάθισε άλλα δέκα χρόνια, πήρε τη σύνταξή του και στα καφενεία της πατρίδας του δεν έχανε την ευκαιρία να διηγείται το πόσο καλά βολεύτηκε και να το δείχνει κιόλας.

Ήταν δεν τόσο πιστικός, εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της ψυχής του, που ενεθουσίασε πλήθη δημοσιών υπαλλήλων που τον μιμήθησαν και έτσι απέμεινε το ελληνικό κράτος, έρημο και πεντάρφανο, χωρίς λειτουργούς.

Έρρωσθε,

Βασίλειος Γκάτσος