Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

Ο Στέρης (Γεράσιμος Σταματελάτος)

Ο Οδυσσέας Ελύτης για τον Στέρη:
 Με λαμπερά κι αδιάφθορα χρώματα,
που η φήμη έλεγε ότι τα έφτιαχνε μόνος του σύμφωνα με κρυφές συνταγές που δεν έστερξε να αποκαλύψει ποτέ του, μας κάλεσε ν’ ανοίξουμε τα μάτια πάνω σε μια  πραγματικότητα που για να ‘ναι ονειρική δεν σημαίνει ότι είναι λιγότερο αληθινή.
 Ο Στέρης (Γεράσιμος Σταματελάτος) γεννήθηκε στην Κεφαλονιά το 1898. Από το 1915 ώς το 1917 εγγράφεται στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Δάσκαλοί του είναι ο Γερανιώτης, ο Βικάτος και ο Ιακωβίδης. Μετα τη στρατιωτική του θητεία ταξιδεύει στην Ευρώπη. Η Ιταλία ήταν η χώρα που τον γοήτευσε και έμεινε τρία χρόνια, τελειοποίησε τα ιταλικά του (μιλούσε τα ιταλικά της αριστοκρατίας έλεγαν όσοι τον άκουγαν) και συνδέθηκε με τον Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο.

 Στη συνέχεια ταξιδεύει σε Μόναχο, Αμστερνταμ, Λονδίνο και τέλος στο Παρίσι. Γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών, από την εποχή εκείνη μάλιστα υπάρχει μια μεγάλη παραγωγή έργων του, πολλά από τα οποία βρίσκονται στη συλλογή Κουτουλάκη. Συνεργάστηκε με τον καθηγητή Μποντουέν στη διακόσμηση δημοσίων κτιρίων και συνδέθηκε με τους ζωγράφους Ντερέν, Μπρακ, Λεζέ και άλλους. Ο Λεζέ του είχε χαρίσει πολλά έργα, τα οποία ο Στέρης φύλαγε ώς το τέλος της ζωής του.
Το 1926 επιστρέφει στην Αθήνα και παίρνει το πτυχίο του από την Καλών Τεχνών με τριετή υποτροφία για μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι, όπου και εγκαθίσταται ώς το 1931, που επιστρέφει στην Ελλάδα.
 Ο Στέρης στην προσωπική του ζωή βασανίζεται από τρία πράγματα: την ευαίσθητη υγεία του, το αίσθημα φυγής και την εμμονή της αριστοκρατικής του καταγωγής. Διατεινόταν ότι ήταν τέκνο του πρίγκιπα Νικολάου και οι φυσιογνωμιστές έλεγαν ότι τα χαρακτηριστικά τους ταίριαζαν.

Αναγνωρίστηκε από την αρχή σαν πρωτοπόρος καλλιτέχνης. Οι δωρικές γραμμές στους πίνακές του και τα μυθικά ακρογιάλια γοητεύουν τους καλλιτέχνες της γενιάς του '30. Ο Ελύτης γράφει για αυτόν ένα κείμενο, που είναι πλέον ιστορικό, με το οποίο εκδηλώνει τον θαυμασμό του. Κι ο Τσαρούχης τον θαυμάζει, του υφαίνει, μάλιστα ένα πουκάμισο και του το χαρίζει «να το φοράει ως Ελληνας». Αντίθετα, για τη συντηρητική παράταξη, ο Στέρης αποτελεί το μαύρο πρόβατο και δέχεται τις επιθέσεις του κατεστημένου, όπως του κριτικού και διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης Ζαχαρία Παπαντωνίου στην εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα».
Στην Αθήνα κατοικεί σε μια σοφίτα στο Κολωνάκι, στο σπίτι αθηναϊκής οικογένειας βιομηχάνων. Μέσω αυτών δέχεται και διάφορες παραγγελίες για ...διαφημίσεις προϊόντων.
Στη Ν. Υόρκη
Το 1939, η Ελλάδα παίρνει μέρος στη Διεθνή Εκθεση της Ν. Υόρκης. Την εκπροσωπούν πολλοί
καλλιτέχνες και ο Γεράσιμος Στέρης, ο οποίος πηγαίνει εκεί και φιλοτεχνεί τέσσερα μεγάλα πανό με θέμα τον ελληνικό πολιτισμό, που διακοσμούν το ελληνικό περίπτερο. Το ταξίδι αυτό ήταν καθοριστικό για τη ζωή του, αφού αποφάσισε να μην επιστρέψει στην Ελλάδα.
Στο μεταξύ η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο, κι έτσι αρχίζει να καλλιεργείται ένα μυστήριο γύρω από την ύπαρξή του. Λένε ότι είχε πάει στο Χόλιγουντ και έκανε σκηνικά για τον κινηματογράφο, άλλοι ότι ζωγραφίζει τοίχους σε ταβέρνες στη Νέα Υόρκη, άλλοι ότι πέθανε. Συχνά, όμως, Ελληνες καλλιτέχνες που ταξίδευαν στην Αμερική έλεγαν ότι τον συνάντησαν κάπου... Αλλωστε το 1946 έκανε τα σκηνικά για τις «Φοίνισσες» του Ευριπίδη, που ανέβηκαν σε θέατρο της Νέας Υόρκης με πρωταγωνιστή τον Γ. Μπούρλο, ενώ το 1955 συναντήθηκε τυχαία με τον Λίνο Καρζή στη Νέα Υόρκη. Η φήμη, πάντως, του Στέρη στην Ελλάδα προχωρούσε ερήμην του, τυλιγμένη σε πέπλο μυστηρίου.Στο τέλος της δεκαετίας του 1980 κι όταν ο Στέρης είχε αφήσει αυτόν τον κόσμο (πέθανε τον Απρίλιο του 1987 σε ηλικία 89 ετών στη Νέα Υόρκη) η κ. Λιλή Πολίτη, ιδιοκτήτρια του σπιτιού με τη σοφίτα, άνοιξε το δωμάτιό του και το μπαούλο που είχε αφήσει. Βρήκε μέσα πολλά έργα του, σχέδια και μία... κουβέρτα. Τα έργα ταξινόμησε ο Αγγελος Δεληβορριάς, σημερινός διευθυντής του μουσείου Μπενάκη. Ηταν μια σημαντική στιγμή για την τέχνη, γιατί μέσα από αυτά οι ειδικοί μπορούσαν να αξιολογήσουν την προσφορά του στην ελληνική ζωγραφική.
Μερικά χρόνια αργότερα έφτασε στην Αθήνα η κ. Αννα Ντ' Εστέ, επισκέφθηκε τον Δημήτρη Παπαστάμο, διευθυντή τότε της Εθνικής Πινακοθήκης και του έδωσε ένα μπαουλάκι με την «τέφρα του συζύγου της», όπως του είπε. Επρόκειτο για τη σύζυγο του Στέρη, η οποία μόνο μετά τον θάνατό του έμαθε ότι ήταν Ελληνας και όχι Ιταλός αριστοκράτης. Διηγήθηκε στον Παπαστάμο, στον Αλέξανδρο Ξύδη αλλά και πολλούς ακόμα ανθρώπους της τέχνης, ότι τον είχε γνωρίσει γύρω στα 1950 ως Γκουέλφο Ντ' Εστέ. Εργαζόταν ως καθηγητής σχεδίου σε σχολή της Ν. Υόρκης. Είχε αρρωστήσει από πνευμονία και εκείνη του συμπαραστάθηκε μέχρι να γίνει καλά.
Της είχε συστηθεί σαν Ιταλός αριστοκράτης Ντ' Εστέ.
Η κυρία Ντ' Εστέ τον χαρακτήρισε πολύ σπουδαίο άνθρωπο, μεγάλης μόρφωσης, με τον οποίο πέρασε ευτυχισμένα χρόνια. Ταξίδευαν πολύ και ιδιαίτερα στη Γαλλία, όπου έμειναν πολλά χρόνια στη Νίκαια. Ηταν όμως πολύ εσωστρεφής, απέφευγε τον κόσμο κι όταν αναγκαστικά βρισκόταν με πολλούς ανθρώπους προσπαθούσε να περνάει απαρατήρητος, σχεδόν να κρύβεται. Ακόμα κι όταν βρίσκονταν σε ένα εστιατόριο δεν ήθελε να φαίνεται.
Μετά τον θάνατό του, άνοιξε το μπαούλο με τα προσωπικά του αντικείμενα, όπου βρήκε πολλά έργα του, σπάνια βιβλία, έργα του Λεζέ και το διαβατήριό του, απ' όπου έμαθε την πραγματική του ταυτότητα.

Πηγή  το διαδίκτυο