Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

ΑΦΙΕΡΩΜΑ 9/9: ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΪ

9 Σεπτεμβρίου 1828 γεννήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους
μυθιστορηματογράφους όλων των εποχών, ο Λέων Τολστόι
"Δεν είναι ευτυχία
να κάνεις πάντα αυτό που θέλεις,
αλλά πάντα να θέλεις εκείνο που κάνεις"
(Λ. Τολστόι)
________________________
ΕΛΛΗ ΒΑΣΙΛΑΚΗ

Лев Никола́евич Толсто́йTolstoj Lev Nikolaevic
Κήρυκας της Αγάπης και της «παθητικής αντίστασης»
Ο Τολστόι γεννήθηκε στην Γιασνάγια-Πολιάνα, περιοχή Τούλας δυτικά της Μόσχας, στις 28 Αυγούστου 1828 (9 Σεπτέμβρη με το νέο ημερολόγιο), στο κτήμα της αριστοκρατικής του οικογένειας, η οποία του κληρονόμησε και τον τίτλο του κόμη. Οι γονείς του πέθαναν νωρίς και την ανατροφή του μικρού Λέων και των αδελφών του ανέλαβαν μακρινοί συγγενείς της οικογένειας.

Τον τίτλο μαζί και με την άλλη κληρονομιά, ο συγγραφέας θα αρνούνταν στην πράξη: αν και καταγόταν από πλούσια οικογένεια (πλούσιων και ευγενών γαιοκτημόνων), αφοσιώθηκε με μεγάλη αγάπη στους μουζίκους, βοηθώντας τους και μελετώντας τη ζωή τους.

Γεμάτος θρησκευτική έξαρση και δεμένος με τα προβλήματα της εποχής του, προσπάθησε να βρει
γιατί υποφέρουν οι άνθρωποι και προσπάθησε να απελευθερώσει τον άνθρωπο και να αποκαταστήσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Φοίτησε για τρία χρόνια στο πανεπιστήμιο του Καζάν, όπου παρακολούθησε μαθήματα πρώτα στη σχολή ανατολικών γλωσσών και στη συνέχεια στη νομική σχολή, χωρίς να το τελειώσει. Το 1851, ύστερα από μιά άσωτη ζωή, ταξιδεύει στον Καύκασο, όπου υπηρετούσε στο στρατό ο αδερφός του και κατετάγη κι ο ίδιος.

Στο ημερολόγιο εκείνης της χρονιάς εμφανίζονται τα πρώτα λογοτεχνικά του στοιχεία («Ιστορίες της χτεσινής μέρας» κ.ά.), ενώ συμμετέχει (αρχικά ως εθελοντής και αργότερα ως αξιωματικός) σε πολεμικές επιχειρήσεις στην περιοχή. Το 1854 στέλνεται στη στρατιά του Δούναβη και στον Κριμαϊκό πόλεμο υπερασπίζεται την πολιορκημένη Σεβαστούπολη.

Εμπειρίες οι οποίες θα μετατραπούν σε διηγήματα.

Το 1855 πηγαίνει στην Πετρούπολη, όπου συνεργάζεται με το περιοδικό «Σύγχρονη Επιθεώρηση» και γνωρίζεται με τον Νεκράσοφ, τον Τουργκένιεφ, τον Τσερνισέφσκι κ.ά. Είναι μια περίοδος λογοτεχνικών πειραμάτων και ιδεολογικών αναζητήσεων, ενώ ήδη, στα διηγήματά του εκείνης της περιόδου, εμφανίζεται η απέχθειά του προς την κοινωνική αδικία και την αστική υποκρισία.

Κατά την περίοδο αυτή γράφει και τα πρώτα του λογοτεχνικά έργα: Σταθμοί μιας ζωής (Παιδικά χρόνια, εφηβεία, νεότητα) (1852-1857), Μια χιονοθύελλα (1856), Οι δύο Ουσάροι (1856), Διηγήσεις από την Σεβαστούπολη (1868).

Η επιτυχία που είχαν αυτά τα διηγήματα τον ενθάρρυνε ν` αφοσιωθεί επαγγελματικά στη συγγραφή.

Το 1860, θεωρώντας μάλλον ότι οι κοσμικοί κύκλοι της μεγαλούπολης δεν είναι γι’ αυτόν και τις πνευματικές ανάγκες του, επιστρέφει στη γενέτειρά του, στη Γιάσναγια Πολιάνα, όπου επιδίδεται σε έντονη κοινωνική δραστηριότητα.

Ανάμεσα σε άλλα θα ιδρύσει ένα σχολείο για τα παιδιά των χωρικών, θα εκδώσει ένα παιδαγωγικό περιοδικό και, εμπνευσμένος από τον Ρουσώ, θα εφαρμόσει ένα σύστημα μόρφωσης απαλλαγμένο από τη στείρα πειθαρχία και τον εκπαιδευτικό καταναγκασμό.

Στα 1862 ο Τολστόι παντρεύτηκε τη Σοφία Αντρέγιεβνα Μπερς και αρχίζει το αριθμητικό μεγάλωμα της οικογένειάς του.

Οι ιδεολογικές του αναζητήσεις, η αριστοκρατική, πατριαρχική διαπαιδαγώγησή του και η επαφή με το λαό και τις ανάγκες του, δημιούργησαν ένα αντιφατικό ιδεολογικό κράμα, το οποίο όμως ενισχύθηκε σημαντικά προς την κατεύθυνση της υπεράσπισης των λαϊκών συμφερόντων, ιδιαίτερα κατά τη δεύτερη, ώριμη εγκατάστασή του στη Γιάσναγια Πολιάνα.

Παράλληλα, αυτές οι αναζητήσεις, σε λογοτεχνικό επίπεδο, θα οδηγούσαν στη έκδοση του έργου του "Οι Κοζάκοι" το 1863 (όπου απεικόνισε τους ανθρώπους και τη φύση του Καυκάσου) και σε ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία της παγκόσμιας λογοτεχνίας του επικού μυθιστορήματος «Πόλεμος και Ειρήνη» (που 1863 άρχισε να γράφεται, 1865 άρχισε να δημοσιεύεται, ενώ ολοκληρώθηκε το 1869), το οποίο έγινε δεκτό με ψυχρότητα από τους κριτικούς.

Το έργο αυτό αποτελεί έξοχη απεικόνιση της ζωής και των συνθηκών της Ρωσίας στην περίοδο των ναπολεόντειων πολέμων. Το βάθος της ψυχολογικής ανάλυσης, η αριστοτεχνική απεικόνιση ανθρώπινων μορφών και τοπίων και ο πλούτος της γλώσσας, κάνουν το «Πόλεμος και Ειρήνη» ένα από τα κορυφαία επιτεύγματα της ρεαλιστικής πεζογραφίας του 19ου αιώνα.

Την περίοδο της μεγάλης δόξας καταλαμβάνεται από υπαρξιακές ανησυχίες και αρχίζει ν` αναζητά τον Θεό.

Το πραγματικό γεγονός της αυτοκτονίας μιας νέας γυναίκας από ερωτική απογοήτευση σε σιδηδρομικό σταθμό της κεντρικής Ρωσίας του δίνει την έμπνευση για να γράψει την “Άννα Καρένινα”: το άλλο του μεγαλειώδες μυθιστόρημα (1873 -’77), αντικατοπτρίζεται ανάμεσα στα άλλα η τραγωδία μιας γυναίκας που έπεσε θύμα της ψεύτικης και απάνθρωπης ηθικής της κοινωνίας και αποτυπώνει το πέρασμα της Ρωσίας στην αστική ανάπτυξη, (ανησυχητικό για τον Τολστόι όπου βλέπει το πατριαρχικό τοπίο της παιδικής του ηλικίας να μετατρέπεται σε ανταλλάξιμη αξία), ενώ θα αποτελέσει και την καμπή της ιδεολογικής μετάβασης του συγγραφέα σε θέσεις κατά του κράτους και της εκκλησίας, ως γραφειοκρατικού θεσμού που καταπιέζει τα λαϊκά στρώματα.

Ο Τολστόι θα επιχειρήσει να «καθαρίσει» τον χριστιανισμό από την εκκλησιαστική παραμόρφωση, να κηρύξει την ένωση των ανθρώπων με βάση την αγάπη, αλλά και την τακτική της «παθητικής αντίστασης» (η οποία θα μετατραπεί σε κύριο όπλο του Γκάντι κατά των Βρετανών ιμπεριαλιστών), ενώ θα συνεχίζει πάντα να ασκεί την έντονη κοινωνική του κριτική. Στη θέση του οργανωμένου πολιτικού αγώνα για την πρόοδο της ανθρωπότητας, έβαζε την προσωπική πνευματική και ηθική τελείωση.

Πιο συγκεκριμένα, από το 1880 και μετά, ο Τολστόι θα αδιαφορήσει για τη λογοτεχνία, θα υποτιμήσει τα προηγούμενα έργα του και θα αρχίσει μια φυσική ζωή με δουλειά στα χωράφια, με φυσική διατροφή, με το να φτιάχνει τα ρούχα και τα παπούτσια του μόνος του. Δραστηριότητες οι οποίες επίσης επέδρασαν σημαντικά στον Γκάντι.

Ωστόσο, φυσικά, επιστρέφει στη συγγραφή και μάλιστα δίνει τα πρώτα του δραματουργικά δείγματα ( θεατρικά έργα: «Το κράτος της ζόφου», «Το ζωντανό πτώμα», «Οι καρποί της Παιδείας» κωμωδία). Τη δεκαετία του 1890 επιχειρεί να κωδικοποιήσει τις απόψεις του για την τέχνη. Έργα του στα οποία εκφράζεται η ιδιότυπη θρησκευτικότητά του, είναι «Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς» (1884), «Αφέντης και δούλος» (1895), «Τι πιστεύω», «Τι να κάνουμε λοιπόν» και η περίφημη πραγματεία του «Τι είναι τέχνη».

Τέλος, "Η Ανάσταση" (1899), κύριο λογοτεχνικό γεγονός αυτής της περιόδου, στου οποίου τις σελίδες εκδηλώθηκε η δύναμη του κριτικού ρεαλισμού του Τολστόι, που στηρίχτηκε σε μια πραγματική δικαστική υπόθεση. Στο μυθιστόρημα αυτό ο Τολστόι θα εκφράσει ό,τι σκέφτεται για την Εκκλησία και την εξουσία της, με αποτέλεσμα η τελευταία να απαντήσει αφορίζοντάς τον (το 1901 η Ιερά Σύνοδος θεωρώντας ότι ένα απόσπασμα του βιβλίου είναι εχθρικό προς την ορθόδοξη εκκλησία).

Απογοητευμένος, (δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει την αντίφαση μεταξύ των θρησκευτικών και κοινωνικών αντιλήψεών του αφενός και της θέσης του ως ευγενής και μεγαλοκτηματίας αφετέρου), το φθινόπωρο του 1910 εγκατέλειψε την οικογένειά του για να συνεχίσει να ζει σε ασκητική απομόνωση. Τρέπεται σε φυγή η οποία θα καταλήξει στο θάνατο του συγγραφέα (πέθανε στο ταξίδι προς την αυτοεξορία του) το Νοέμβριο του 1910 από πνευμονία, στην περιοχή Αστάποβο σε ηλικία 82 ετών.

Όπως και να έχουν όμως τα πράγματα, για τους Ρώσους θα μείνει για πάντα κάτι σαν τον συλλογικό «παππού» τους, η ασκητική μορφή του οποίου ρίχνει ακόμη τη βαριά της σκιά – ως μέτρο σύγκρισης – στη λογοτεχνική περιπέτεια του καιρού μας.

Θεωρείται -και δικαίως- ένας από τους κορυφαίους συγγραφείς όλων των εποχών, ο άνθρωπος που επέδρασε καταλυτικά στον ευρωπαϊκό, αλλά και αμερικάνικο λογοτεχνικό ρεαλισμό, ο ουμανιστής, ο οποίος αποτέλεσε το πνευματικό σημείο αναφοράς της «αφρόκρεμας» της παγκόσμιας διανόησης του καιρού του, από τη μια, αλλά και του λαού του, από την άλλη.

Ως καλλιτέχνης ο Τολστόι διακρίνεται για τη βαθιά γνώση των κρυφών πτυχών της ψυχής και την άμεση καθαρότητα του αισθήματος.

Το έργο του είχε τεράστια σημασία και άσκησε γόνιμη επίδραση στη ρωσική και στην παγκόσμια λογοτεχνία.

Ο Ρομέν Ρολάν, ο Ερνεστ Χέμινγουέι, ο Μπέρναρντ Σω, ο Ρίλκε, ο Στρίνμπεργκ, ακόμη και ο Γκάντι, είναι μερικά από τα μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, φιλοσοφίας καιπολιτικής, τα οποία δέχτηκαν την επίδραση του Ρώσου διανοητή.

Τα έργα του διασκευάστηκαν πάμπολλες φορές για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, ενώ τα θεατρικά του ανεβάστηκαν και ανεβάζονται σε όλα τα θέατρα του κόσμου.

Όσο για τα βιβλία του, μπορούμε να πούμε πως αποτελούν από τις λίγες -δυστυχώς- περιπτώσεις, όπου το επιχείρημα ότι η επικής έκτασης και περιεχομένου λογοτεχνία δεν «ταιριάζει» στους σύγχρονους ρυθμούς, καταρρίπτεται.

Η δε λογοτεχνική κριτική, ασχολήθηκε μαζί του ενώ ακόμη ζούσε, με σημαντικούς σταθμούς για την ανάλυση του έργου του, τα γραπτά του Γ. Β. Πλεχάνοφ και τη μελέτη του Γκόρκι του 1919.


ΠΗΓΕΣ: wikipedia.org/ rizospastis.gr/
Νεολόγου Εβδομαδιαία Επιθεώρησις, Τόμ. 3, Αρ. 28 (1894)
perizitito.gr/persons/
.eyploia.gr/