Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

Η λεωφόρος των αναμνήσεων

Ο Μίμης Χρυσομάλλης ρίχνει από το Amsterdam νοσταλγικά βλέμματα στην Αθήνα  athensvoice

Πολλά είναι τα πράγματα που σου λείπουν στο εξωτερικό, όπου και αν βρίσκεται η δεύτερη πατρίδα σου. Και υποπτεύομαι πως όλοι οι ξενιτεμένοι ανεξαιρέτως γνωρίζουν καλά την μυστική, γλυκόπικρη γεύση της νοσταλγίας που σε ανύποπτο χρόνο κατακλύζει τις αισθήσεις και επισκιάζει οποιαδήποτε άλλη σκέψη ή επιθυμία. Της νοσταλγίας που, με την αρωγή του συσσωρευμένου χρόνου και των μακρινών αποστάσεων, κατορθώνει να εντείνει και να εξιδανικεύσει αναμνήσεις και εικόνες από το προσωπικό και συλλογικό παρελθόν μας.
Στο νου έρχεται ο ελληνικός ήλιος μαζί με την ποικιλομορφία και τα έντονα χρώματα της μεσογειακής φύσης. Ή ακόμα απλές καθημερινές σκηνές, όπως η συνάντηση με κάποιον παλιόφιλο, ένας περίπατος στα σοκάκια του κέντρου ή μια οικογενειακή συμμάζωξη. Για τους εξόριστους Αθηναίους, ειδικότερα, ή όσους επέλεξαν να αυτοεξοστρακιστούν τέλος πάντων, οι αναφορές στην ελληνική μητρόπολη σχεδόν πάντα αγγίζουν μια ευαισθητή χορδή, με αλλεπάλληλους συνειρμούς να λαμβάνουν χώρα με τρόπο θαρρείς καθαρά νομοτελειακό. Η εικόνα της Ακρόπολης παραπέμπει σε καλοκαιρινή επίσκεψη με φίλους και τουρίστες στον ηλιολουσμένο λόφο. Οι φωτογραφίες παραθεριστών θυμίζουν τις τελευταίες σου διακοπές στην Ελλάδα ή εκείνες που σύντομα σχεδιάζεις να κάνεις. Κάποιο άρθρο στην AV για μια γειτονιά ή ένα νέο hot spot της πόλης σε τσιγκλίζει να θυμηθείς πως ήταν τα πράγματα τότε που έβγαινες και εσύ κάθε νύχτα εκεί,
προτού αποφασίσεις να αυτομολήσεις στις αποικίες του Έξω Κόσμου.

Καθένας από μας κουβαλάει στις αποσκευές του και και μια διαφορετική συλλογή από νοερά αξεσουάρ προσωπικής χρήσης. Ανάλογα με την περίσταση, ψαχουλεύουμε τις βαλίτσες του μυαλού μας για να ανασύρουμε νοσταλγικά κουρέλια της προτίμησής μας. Και αν τύχει και βρούμε αυτό που ψάχνουμε, το βλέπουμε, κλείνοντας τα μάτια, δύο και τρεις φορές ομορφότερο από την τελευταία φορά που το αντικρίσαμε πραγματικά, όταν τα είχαμε ακόμα ανοιχτά.

Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Από αμνημονεύτων χρόνων, οι μεγάλες απστάσεις που ενίοτε χώριζαν τον άνθρωπο από το σπίτι του τον ανάγκασαν να αναπτύξει ένα είδος νοητικής αυτοάμυνας απένατι στη λησμονιά και τον σταδιακό αφανισμό της θύμησης οικείων προσώπων, εικόνων και συναισθημάτων. 'Ετσι, η εξασφάλιση μιας θυρίδας στο θησαυροφυλάκιο των αναμνήσεων υπήρξε ανέκαθεν ο ασφαλέστερος τρόπος για τον ξενιτεμένο να διαφυλάξει καθετί το προσφιλές και αγαπητό. Και όπως συμβαίνει με τις καταθέσεις κάθε καλής τράπεζας, έτσι και οι αναμνήσεις αυτές με το πέρασμα του χρόνου άρχισαν να αυγατίζουν, εμπλουτισμένες με τους τόκους της νοσταλγίας και της εξιδανίκευσης. Στην πραγματικότητα οι άνθρωποι γερνάνε, τα λουλούδια μαραίνονται, οι λίμνες ξεραίνονται. Σε μια παράλληλη πορεία όμως, όλα αυτά τα στοιχεία παραμένουν αναλλοίωτα μέσα σε κάποια μνήμη, που συνεχώς τα επεξεργάζεται και τα καλλωπίζει κατά βούληση. Πόσοι έρωτες άλλωστε δεν κρατήθηκαν ζωντανοί, σε πείσμα - ή καλύτερα, εξαιτίας - του παρεμβάλλοντος χώρου και χρόνου;

Και αν οι ανθρώπινες σχέσεις συχνά καταλήγουν σε κάποιου είδους απογοήτευση, οι δεσμοί με την πόλη που μας γαλούχησε έχουν άλλο χαρακτήρα και δυναμική. Το δικό μου νταραβέρι με την Αθήνα ξεκίνησε ένα χειμώνα με μωρουδίστικα κλαψουρίσματα στην Κυψέλη. Αργότερα μεταφέρθηκε στα βόρεια, λιγό πιο πέρα από την άκρη της ηλεκτρικής αρτηρίας που μας ένωνε με την καρδιά του κέντρου. Ως φοιτητής βρήκα τον εαυτό μου να φλερτάρει όλο και πιο στενά με την γοητευτική πολιτεία, ψηλαφώντας το απέραντο, θελκτικό σώμα της στο φως ή στο σκοτάδι. Από την Κηφισίας και μέσω Ακαδημίας η σχέση πήρε σταδιακά Πλατωνική στροφή. Και ύστερα, η ώρα του αποχαιρετισμού. Οι εικόνες, τα πρόσωπα και τα αρώματα της πόλης όμως παραμένουν, και διαπλάθονται ασταμάτητα πάνω στην μακρά λεωφόρο των αναμνήσεων.

Μίμης Χρυσομάλλης

Ο Μίμης Χρυσομάλλης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, όπου σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων. Στο Άμστερνταμ βρέθηκε αρχικά το 2005 για μεταπτυχιακές σπουδές (MA in European Studies), και έκτοτε δεν λέει να φύγει. Παίζει κιθάρα (κανονική ή ξεκούρδιστη), πιάνο (με ή χωρίς ουρά), και μαντολίνο (όχι του λοχαγού, έχει δικό του). Του αρέσει επίσης η γραφή και η ανάγνωση, και δεν έχει σταματήσει να εξασκείται από τότε που η δασκάλα του στο Δημοτικό του είπε πως υπάρχει χώρος για βελτίωση.