Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

Με τα τελευταία μου λεφτά

Με τα τελευταία μου λεφτά αγόρασα ένα βιβλίο που αποδείχτηκε μια ιστορία για έναν που με τα τελευταία του λεφτά αγόρασε μια χούφτα ελιές. Λίγη ώρα πριν είχα δώσει τα προτελευταία μου λεφτά σε έναν μαύρο που εξείχε από έναν κάδο. Με ευχαρίστησε κάνοντας μια μικρή υπόκλιση με το χέρι στο στήθος, τον ρώτησα από πού ήταν, απάντησε, τον ρώτησα πόσο καιρό είχε στην Ελλάδα, απάντησε, ήθελε να φύγει, μόνο να φύγει ήθελε, I' m suffering here, είπε. Το πρόσωπό του ήταν όμορφο και χαμογελαστό και από τη χαραμάδα ανάμεσα στους κοπτήρες του έβλεπα να περνάνε αντιλόπες και λιοντάρια. Στην επόμενη ερώτηση έμαθα ότι δεν είχε φάει τίποτα όλη μέρα. Αλλά το βράδυ θα έτρωγε: άνοιξε περήφανος μια σακούλα με μια μασημένη μακαρονάδα που είχε βρει στα σκουπίδια. Έβγαλα μια κραυγή, δεν θυμάμαι καν τι είπα, θα προτιμούσα να μην την είχα βγάλει και ακόμη περισσότερο θα προτιμούσα να μην είχα για στόχο μια ψεύτικη ψυχραιμία. Είχα γουρλώσει τα μάτια κι άρχισα να μασάω τα λόγια μου, επέπλεαν κι αυτά μέσα στη σάλτσα στη σακούλα. Είχα έρθει απρόσμενα σε επαφή με τους φτωχούς ήρωες των παιδικών μου βιβλίων. Ποτέ δεν περίμενα να τους γνωρίσω, ήταν πάντα οι ξένοι, οι παιδικοί μου αγαπημένοι ξένοι, σε μέγεθος σελίδας. Και τώρα στεκόταν ένας τέτοιος ήρωας μπροστά μου, στο φυσικό του μέγεθος, με μια σακούλα με μασημένα μακαρόνια στο χέρι. Ένας άγνωστος που από τη μια στιγμή στην άλλη ήρθε κι ακούμπησε το στομάχι του στο αυτί μου.

Λίγες μέρες νωρίτερα είχα πιάσει κουβέντα με έναν αλβανό περιπτερά. Με κέρασε τσιγάρο, κάπνιζε
κι αυτός. Φαινόταν άνθρωπος της βιοπάλης. Κουβέντα στην κουβέντα -δεν ήθελε να είναι αδιάκριτος, αλλά να- φτάσαμε στα ψυχικά μου βάσανα, που τα διέκοπταν πού και πού διάφορες μάρκες από τσιγάρα. Έδινε τα πακέτα, έπαιρνε τα λεφτά, επέστρεφε τα ρέστα και συνεχίζαμε. Στην αρχή μιλούσαμε για μένα, για μένα που ήμουν έξω, ενώ αυτός ήταν μέσα και πιθανόν να πίστευε -έτσι όπως με έβλεπε με το μάτι καλογυαλισμένο- ότι εγώ ήμουν αυτή που έπρεπε να είναι μέσα. Γεμάτη αναποδιές η ζωή. Το παραδέχτηκε. Παραδέχτηκε επίσης πως δεν μπορούσε να μιλήσει με τους φίλους του για αυτές τις αναποδιές. Σύντομα φτάσαμε στα δικά του ψυχικά βάσανα, έχω καμιά φορά αυτό το ταλέντο, πρέπει να έχω ρέντα, εξαρτάται κι από την εποχή του χρόνου - αυτή είναι μια άλλη ιστορία, κάποια στιγμή θα την πω, αν είναι η σωστή εποχή του χρόνου και έχω και ρέντα. Έχω καμιά φορά αυτό το ταλέντο λοιπόν, να μου ανοίγεται εύκολα ο απέναντι. Η ώρα περνούσε και τα ψυχικά βάσανα του περιπτερά γίνονταν όλο και πιο μεγάλα, χωρίς ποτέ να γίνονται συγκεκριμένα, και ταυτόχρονα όλο και κάποιος πελάτης ερχόταν και ζητούσε μέχρι και κούτες ολόκληρες τσιγάρα. Κάτι τον έτρωγε, δεν μου το είπε. Μόνο μια στιγμή, έσκυψε γρήγορα και έπιασε ένα διπλωμένο χαρτί περιοδικού, το ξεδίπλωσε και μου το έδωσε να το διαβάσω. Του έριξα μια γρήγορη ματιά, ήταν οι συμβουλές κάποιου ψυχολόγου. Είχε υπογραμμίσει τη λέξη άθυρμα. Δεν τον έφταναν τα βάσανά του, τον βασάνιζαν και οι λέξεις.
Δεν υπάρχει τέλος σε αυτή την ιστορία. Πάντα οι άνθρωποι θα βάζουν τα χέρια τους σε σκουπιδοντενεκέδες, πάντα θα βγάζουν τα χέρια τους από περίπτερα, για να ζήσουν. Και πάντα, ακόμη και μέσα από τον πιο βρόμικο κάδο, ακόμη και μέσα από το πιο μικρό κουβούκλιο, ένα χέρι θα θελήσει να πιάσει το δικό σου. Αυτή είναι η ιστορία.
ouming