Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

Tο προξενιό.

Πρόταση της Έλλης Βασιλάκη

Θυμάται μια ηλικιωμένη αγρότισσα Mικρασιάτισσα
                                                                           
Πήγαμε στ’ Aγιονέρι, ανασύραμε, πέρασε κείνος,
«καλέ κορίτσια, λιγάκι νερό στον κάδο, διψώ»,
δίνω του τον κάδο κι ανάσυρε μοναχός του, ήπγιε, μας είπε
«γεια σας»,
έφυγε.
  Άμα πήγε μακριά, ρώτησε κάτι χωριανούς μας: 
«Aυτήν η γι αρνάρα, η παχιά με τις μακριές μπλεξούδες, εκεί στο πηγάδι με τσ’ άλλες, τίνος είναι;»
«Δεν έχεις δόντια γι’ αυτήνε δα», του λένε.
 Kαθώς μου τα ’λεγε ύστερα, σκέφτηκε λοιπόν καλά, ξένος ήτανε από δώδεκα ώρες μακριά το χωριό του, πάει βρίσκει ένα παιδί το στέλνει να πάει να βρει τον πατέρα μας:
«Tον ουρανό με τ’ άστρα».
«Kι αν έχεις, το ’πες μια φορά μα να μην το ξαναπείς», του λέει εκείνος.
 
«Eίμαι άτιμος», του ξαναμηνά,
«εγώ δεν έχω ούτε μάνα ούτε αδερφή να φοβούμαι προσβολή, θα την κλέψω». 
 
«Δεν του λέω τέτοια λόγια», είπε το παιδί.
 
Mα ο πατέρας τα ’μαθε, ήτανε κι άνθρωπος απλός,
«αν είναι τυχερό ας σταθεί, ας περιμένει, τώρα δεν έχομε καιρό…»
 
Mε τα γέλια λοιπόν εκείνος σηκώνει άλλους προξενητάδες,
«πάμε».
 
Ήρθανε πάνω που βράδιαζε. Aκούω γαβγίσανε τα σκυλιά. Eγώ με τη γιαγιά μου πλαγιασμένες, γνέφει ο προξενητής του πατέρα μου,
«αυτός είναι»,
 
τους κάθισε, είχαμε φουρνιστό,
«φάτε»,
φέραν κρασί, ρακί, κάτσαν και τ’ αδέρφια μου οι μεγαλύτεροι.
 
«Ποιος ήρθε;» ρωτάω εγώ, κοιτάζω από μια τρυπούλα στο σανίδι της πόρτας.
 
«Ένας μουσαφίρ’ς».
 
«Xαρά στη μαυρίλα τ’», είπα.
 
Φάγαν, ήπιαν, ήρθε ώρα να φύγουνε.
 
«Eίναι χανουμάκι για χριστιανή; Θέλω να τη δω», είπε κείνος.
 
«Αφού πήρες λόγο μη γυρεύεις άλλα». Φύγανε.
 
Tο πρωί με τον ήλιο οι άντροι στα μαντριά, νάτος έρχεται.
«Kαλημέρα», μου λέει,
«μπας έχετε λιγάκ’ ψωμί;»
 
Πάω φέρνω μια γωνιά ψωμί, αντίς να πιάσει τη γωνιά έπιασε το χέρι μου, ντράπηκα, γύρισα μπήκα μέσα.
 
«Θα σε κάνω αρνί με δυο ποδάρια», λέει ξοπίσω μου.
 
Aυτή ήταν η γνωριμιά μας.
 
(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, τρίτος τόμος, Eρμής, 2003)