Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

Λεφτά για τα κόμματα; Όχι χωρίς τη θέλησή μου

protagonτου Νίκου Μαραντζίδη
 Όσο το σκέφτομαι, τόσο πιο πολύ πείθομαι πως η πιο αποδοτική επιχείρηση στην Ελλάδα τα τελευταία είκοσι χρόνια είναι τα πολιτικά κόμματα. Με ένα 3% των εγκύρων ψήφων (δηλαδή κάτι κοντά στο 2% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων) μπορείς να έχεις εγγυημένη χρηματοδότηση εκατομμυρίων ευρώ, να απασχολείς προσωπικό από το δημόσιο, να συντηρείς μια εφημερίδα που δεν διαβάζεται σχεδόν από κανένα,  να έχεις άφθονη διαφημιστική πρόσβαση στα ΜΜΕ και το καλύτερο; να μπορείς να συνάψεις δάνεια εκατομμυρίων ευρώ, δίνοντας ως εγγύηση τη χρηματοδότηση των επόμενων πέντε χρόνων. Είπατε τίποτε;Φυσικά καθόλου άσχημα! Αν λάβει, μάλιστα, κανείς υπόψη του τα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, τα τέσσερα περίπου εκατομμύρια ευρώ (ρευστό) επιχορήγησης του ΛΑΟΣ ή τα τρεισήμισι του ΣΥΡΙΖΑ, πρόκειται αναμφίβολα για  big business. Προσθέστε τώρα σε αυτά τα ποσά και  τους άλλους (δηλωμένους ή αδήλωτους) πόρους και θα προκύψει ένας εντυπωσιακός σε μέγεθος τζίρος.


Σε αντιστάθμισμα τα κόμματα παρέχουν στην ελληνική κοινωνία μια διεφθαρμένη δημοκρατία, μια αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση και μια χρεωκοπημένη οικονομία. Δεν το βρίσκω καθόλου fair trade.

Ξέρω, πως πολλοί είναι έτοιμοι να  υπερασπιστούν την κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων ως στοιχείο της εύρυθμης λειτουργίας της δημοκρατίας. Έχουμε συνηθίσει εξάλλου να ακούμε πως τα πολιτικά κόμματα είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες της δημοκρατίας, σε τέτοιο βαθμό ώστε να το αναπαράγουμε άκριτα.

Βρίσκω ενδιαφέρον το επιχείρημα, αλλά καθόλου πειστικό. Καταρχήν, πρέπει να σημειώσω πως εντυπωσιάζομαι από το γεγονός πως σχετικά εύκολα οι κοινωνίες μας έχουν υιοθετήσει αυτήν τη ρητορική αυτοδικαίωσης των κομμάτων για τη σχέση τους με τη δημοκρατία.

Τα κόμματα αποτελούν μια κατασκευή του 19ου αιώνα. Αρχικώς γεννημένα μέσα στις κοινοβουλευτικές αίθουσες  από τους αιρετούς αντιπροσώπους στο κοινοβούλιο και στη συνέχεια έξω από αυτές, μέσα σε διάφορους κοινωνικούς και θεσμικούς χώρους (τα συνδικάτα, την εκκλησία, κλπ.). Τα σύγχρονα κόμματα κινητοποίησης, αυτά που έμειναν γνωστά, ως κόμματα μαζών, κυριάρχησαν σταδιακά στην πολιτική αρένα, για μια σειρά λόγους. Ένας από αυτούς σχετιζόταν αναμφίβολα με το γεγονός πως επρόκειτο για πελώριες πολιτικές και εκλογικές μηχανές, ικανές να κινητοποιούν τεράστιο όγκο ανθρώπων και πόρων. Όμως, ας μην συγχέουμε τους δημοκρατικούς θεσμούς με τη λειτουργία των κομμάτων. Η εμφάνιση των αντιπροσωπευτικών θεσμών  προηγείται αυτής των κομμάτων. Κανείς δεν μας υποχρεώνει να σκεφτούμε όπως μας επιβάλλουν τα κόμματα, πως χωρίς αυτά, δεν θα υπήρχε δημοκρατία. Προσοχή, δεν ισχυρίζομαι πως πρέπει να καταργηθούν  τα κόμματα. Υποστηρίζω, απλώς, πως οι ιστορικές συνθήκες της γέννησης τους δεν ταυτίζονται με αυτές της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και πως κάτω από ορισμένες συνθήκες θα μπορούσαν να εμφανιστούν και άλλες μορφές οργανωμένης αντιπροσώπευσης πέραν των κομμάτων. Όμως το θέμα μας δεν είναι αυτό.

Πολλοί υποστηρίζουν πως η κρατική χρηματοδότηση επιτρέπει την αυτονομία της πολιτικής από την οικονομία. Χάρη στη δημόσια χρηματοδότηση το πολιτικό σύστημα μπορεί να εκπροσωπεί τους πολίτες αδέσμευτο από κέντρα που διαστρέφουν τη λαϊκή κυριαρχία. Δεν είναι αλήθεια από πολλές πλευρές.

Ιστορικά καταρχήν, η κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων είναι μια, κατά βάση, μεταπολεμική πρακτική. Στηρίζεται στη αντίληψη πως τα κόμματα πρέπει να ενσωματωθούν μέσα στους πολιτειακούς θεσμούς. Ιδιαίτερα στη Γερμανία, όπου η εμπειρία του ναζισμού, έκανε εξαιρετικά επιφυλακτικό το συνταγματικό πλαίσιο έναντι της κοινωνίας των πολιτών, οικοδομήθηκε ένα πατερναλιστικό κράτος, που προσπάθησε να ενσωματώσει αντιτιθέμενα συμφέροντα μέσα στους θεσμούς λήψης αποφάσεων, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα επιμέρους συμφέροντα να συνθέτονται με κεντρομόλα κατεύθυνση  προκειμένου να υπηρετείται η χώρα χωρίς σημαντικές κοινωνικές εντάσεις. Η κρατική χρηματοδότηση ήταν το κόστος που πλήρωνε το κράτος ώστε να «εξημερώσει» τα κόμματα προκειμένου να εξασφαλίζει σύνεση και όχι εξτρεμισμούς.

Στην Ελλάδα, η κρατική χρηματοδότηση δεν πέτυχε να εξασφαλίσει την επιδιωκόμενη υπευθυνότητα, το αντίθετο μάλιστα. Όλοι το βλέπουν πως τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, έχουν αποδειχτεί περιορισμένης ευθύνης. Επιπλέον,  τα κόμματα ενεπλάκησαν σε τόσες ιστορίες διαφθοράς και μαύρου χρήματος, ώστε είναι αδύνατον ακόμη και να τις απαριθμήσουμε. Από το σκάνδαλο Κοσκωτά, ως το σκάνδαλο της Ζίμενς, από τα λεφτά που έρχονταν από το εξωτερικό μέχρι τις κομματικές επιχειρήσεις που έκαναν μπίζνες με το κράτος, η λίστα της ντροπής δεν έχει τέλος.

Τι πρέπει να γίνει σήμερα;  Είναι σημαντικό να ξεφύγουμε από το στενό αίτημα του περιορισμού της κρατικής χρηματοδότησης στα κόμματα. Αυτό αναμφίβολα πρέπει να γίνει άμεσα, αύριο το πρωί. Πρέπει όμως να προχωρήσουμε πιο πέρα. Πρέπει ως κοινωνία να επιβάλλουμε την αντίληψη πως δεν μπορεί να χρηματοδοτούνται τα κόμματα χωρίς την ατομική συναίνεση των πολιτών, των φορολογουμένων. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να θεσπιστεί ένας κωδικός στη φορολογική μας δήλωση που θα τον συμπληρώνουμε μόνο εφόσον επιθυμούμε να φορολογηθούμε με ένα ποσό το οποίο θα πηγαίνει σε όλα τα κόμματα ισόποσα και όχι αναλογικά με τη δύναμη τους (ενδεχομένως από ένα όριο και πάνω ας πούμε 5%).

Μαζί με αυτό πρέπει να προχωρήσουμε άμεσα σε μείωση των βουλευτικών εδρών στις 200 και στη θέσπιση μονοεδρικών περιφερειών τουλάχιστον για τα δύο τρίτα του συνόλου των εδρών του κοινοβουλίου. Μια τέτοια μεταρρύθμιση, θα είχε άμεσο αντίκτυπο τόσο στη μείωση του κόστους της δημοκρατίας, όσο και στο αίσθημα των πολιτών. Χρειάζεται να πιστέψουμε ξανά πως εμείς οι πολίτες είμαστε τα αφεντικά της δημοκρατίας και όχι τα κόμματα.
*Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Προηγούμενα άρθρα του Νίκου Μαραντζίδη:
Όταν κηδέψουμε τη μεταπολίτευση θα βρεθούν συγγενείς να την κλάψουν;