Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

Μαζεύοντας ελιές

Tης Ελλης Τριανταφυλλου kathimerini
Ομολογώ ότι η φοιτήτρια της παρέας έδωσε την πιο αφοπλιστική απάντηση, όταν η ομήγυρη προσπάθησε να εξηγήσει γιατί ήταν τόσο υποτονική η παρουσία του κόσμου στη φετινή πορεία για την επέτειο του Πολυτεχνείου. «Είχαν πάει να μαζέψουν τις ελιές τους», απεφάνθη σοβαρή. Την ώρα που κάποιοι ήταν έτοιμοι να τη χλευάσουν, θυμήθηκα τον νεαρό υπάλληλο κούριερ που συνάντησα προ ημερών σε ένα μαγαζί της πόλης. Εμπαινα όταν τον άκουσα να εξηγεί στον φίλο του καταστηματάρχη ότι θα λείψει μία εβδομάδα, διότι πάει στο χωριό της μητέρας του να μαζέψει τις ελιές. Δεν το είχε ξανακάνει ποτέ, αλλά ας όψεται η κρίση. Ηταν απολύτως φανερό ότι έλεγε αλήθεια. Η όψη του έδειχνε άνθρωπο που είχε μάθει να βιάζεται να τελειώσει την δουλειά του, για να πάει στην καφετέρια να απολαύσει τον φραπέ του. Θυμήθηκα ακόμη τη σκηνή που μου διηγήθηκε πολύ πρόσφατα φίλη μου, η οποία είναι τακτική επισκέπτρια της κεντρικής αγοράς της Αθήνας, γιατί έχει ένα κτήμα στην επαρχία και συχνά - πυκνά χρειάζεται διάφορα για τις καλλιέργειές της. Σάστισε, όπως μου είπε, από τον κόσμο που συνάντησε στο μαγαζί με τους σπόρους και τα ζαρζαβατικά προς φύτεμα. Πηγαίνει πολλά χρόνια, αλλά πρώτη φορά είδε τόσους νέους ανθρώπους να ζητουν πληροφορίες για καλλιέργειες, όχι μόνο σε χωράφια, αλλά σε μπαλκόνια και ταράτσες.
Δεν είναι η μόνη. Καθημερινά, πια, μαθαίνουμε όλοι για φίλους και γνωστούς που επέστρεψαν στις
ιδιαίτερες πατρίδες τους, για οικογένειες που έχασαν βίαια ό,τι είχαν κατακτήσει στον αγώνα της ζωής και στρέφονται σε κατευθύνσεις που πριν από λίγο δεν θα τους περνούσαν από το μυαλό για να φτιάξουν από την αρχή μια στέρεη βάση. Δίπλα στο ποτάμι των νεόπτωχων που πληθαίνουν απελπιστικά στριμωγμένοι σε παρατημένα αυτοκίνητα και εγκαταλελειμμένα σπίτια, ένα πολύχρωμο μελίσσι ανθρώπων που αντέχουν ακόμη αλλά για πόσο… προσπαθεί με κάθε τρόπο να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, να ελπίσει σε κάτι. Στα τυφλά, χωρίς κεντρική πυξίδα, με μόνο οδηγό το ένστικτο και την εμπειρία της ζωής, δίνει τη μάχη με πείσμα. Ακούει με σοβαρότητα όλους αυτούς που προσπαθούν να πείσουν το κοινωνικό σύνολο ότι η επαπειλούμενη γενική εξαθλίωση είναι η τιμωρία - λύτρωση για την ακολασία του πρότερου καταναλωτικού του βίου, αλλά ανθίσταται στην πίεση του ηθικολογικου εκβιασμού που υφίσταται συστηματικά και αδιάλειπτα.
Προσπαθεί -θέλει, δεν θέλει- να συμμαζέψει ό,τι θεωρεί ότι υπήρξε υπερβολικό στη ζωή του, αλλά μέχρις εκεί. Να μαζέψει τις ελιές που μέχρι χθες μάζευαν οι αλλοδαποί γείτονες. Βομβαρδίζεται διαρκώς από πληροφορίες και αναλύσεις που μοναδικό στόχο έχουν να τον πείσουν ότι όλα αυτά που υφίσταται και θα υποστεί είναι τόσο αναπόφευκτα που ουσιαστικά εκμηδενίζουν κάθε ανάγκη εναλλακτικής σκέψης, σεναρίου ή προβληματισμού, αλλά προσπαθεί με νύχια και με δόντια να κρατήσει ψυχική απόσταση από τη μόνιμη απειλή της ολοκληρωτικής καταστροφής. Δεν πιστεύει πια στους σωτήρες, ούτε καν στους καλούς διαχειριστές. Προσπαθεί μόνο να μη χάσει την πίστη του στο κοινό καλό. Αυτό που κράτησε το έθνος στις δυσκολότερες στιγμές της Ιστορίας του. Στρέφεται στις ρίζες, στην παράδοση, στους οικογενειακούς δεσμούς, στους φίλους. Καταλαβαίνει ότι τον σπρώχνουν στο περιθώριο της κοινωνικής ευημερίας, δημιουργώντας συνθήκες στις οποίες είναι σχεδόν αδύνατον να επιβιώσουν αρχές, αξίες και κοινωνικοί δεσμοί.
Υπάρχει, βέβαια, και ένας αριθμός ανθρώπων, σημαντικός δυστυχώς, με πιο εύθραυστες ίσως ψυχικές αντοχές, που στρέφεται στη βία, την αυτοδικία, ακόμη και την εγκληματικότητα, για να εκφράσει την αντίδρασή του στην απώλεια και του τελευταίου ίχνους προσωπικής αξιοπρέπειας. Η πλειονότητα, όμως, αντιδρά με ψυχραιμία και ωριμότητα, εφάμιλλη εκείνης των Ιαπώνων στον καταστροφικό σεισμό που τόσο θαυμάσαμε και υμνήσαμε όλοι.
Ωρες - ώρες, μάλιστα, είναι πάρα πολλοί οι άνθρωποι γύρω μας που τουλάχιστον δίνουν την εντύπωση ότι, πέραν των αυτονόητων λόγων που τους αναγκάζουν να... μαζέψουν οι ίδιοι τις ελιές τους, αρχίζουν να αντιμετωπίζουν την κρίση ως ευκαιρία, έστω αναγκαστική, για ένα άλλο μοντέλο ζωής, πιο κοντά στις πραγματικές ανάγκες.